Ενας τόπος ερημίας. Ενας ηλικιωμένος άνθρωπος (Πέπε), σχεδόν κατάκοιτος, ντυμένος με κουρελόρουχο, μισοξαπλωμένος σε μια σαραβαλιασμένη πολυθρόνα, στον αύλειο χώρο ενός ερειπίου, περιμένει τον ερχομό ενός νεαρότερου «ομοίου» του. Του Θάνου, του μόνου πλάσματος, που μπορεί να του έχει βρει, από κάδο σκουπιδιών όπου πετούν οι χορτάτοι υπόλοιπα τροφών, κάτι που να μασιέται ή κάτι άλλο χρήσιμο, που τον καταλαβαίνει και τον νοιάζεται. Είναι κι ο Θάνος ένα άφταιγο, μα «άμοιρο» πλάσμα. Ενας φτωχούλης κι αυτός. Ενας «έκπτωτος άγγελος», που δίνει και το λιγοστό μουχλιασμένο κομμάτι ψωμί που βρήκε, το μόνο που έχει για να βάλει στο στομάχι του, σε έναν πιο πεινασμένο, ανήμπορο και εξαθλιωμένο άνθρωπο - όπως ο Πέπε και ο σερνάμενος «Ενας». Ο Θάνος είναι ο μόνος που νιώθει τον πόθο του Πέπε να λυτρωθεί από την ερημία του. Ο μόνος που μπορεί να τον βοηθήσει να λευτερωθεί από τη «λάσπη», να «πετάξει» ψηλά, να κοιτάξει, ίσως, για στερνή φορά τον απάνθρωπο τούτο κόσμο και να «αναληφθεί»... «Η αυλή» τιτλοφορείται το βραβευμένο (2004) έργο του Ιταλού ηθοποιού, σκηνοθέτη και δραματουργού Σπίρο Σιμόνε. Μια αλληγορική τραγικωμωδία, βαθύτατα ανθρώπινη και τρυφερή - που καταγγέλλει την όλο και μεγαλύτερη ευημερία των ολίγων, ευημερία που συνεπάγεται την πείνα, περιθωριοποίηση και εξαθλίωση όλο και μεγαλύτερων λαϊκών μαζών - με ολοφάνερη επιρροή από τα μπεκετικά δημιουργήματα «Αποκάλυψη» και «Περιμένοντας τον Γκοντό». Η παράσταση του έργου, με την εύστοχη γλωσσικά μετάφραση του Πέτρου Νάκου, την αρμόζουσα κινησιολογία της Μαρίζας Τσίγκα και με την περίσσιας ευαισθησίας, φαντασίας, δραματικότητας αλλά και πικρού χιούμορ σκηνοθεσία του Κοραή Δαμάτη (δική του δημιουργία είναι το συμβολιστικό σκηνικό και τα κοστούμια), στηρίζεται με την εξαιρετικής υποκριτικής ωριμότητας ερμηνεία του Κοραή Δαμάτη στο ρόλο του Πέπε (η καλύτερη που έχει κάνει στο «Αγγέλων Βήμα»), αλλά και με την κινησιολογικής ελαφράδας και εκφραστικής γλυκύτητας ερμηνεία του Οθωνα Μεταξά. Γόνιμη η υποκριτική συμβολή του Γιάννη Δρίτσα.
Οι μετανάστες, οι δυσκολίες για εξασφάλιση άδειας παραμονής και εργασίας, έστω με λιγότερο μεροκάματο από αυτό των ντόπιων, για εξεύρεση στέγης, για να ζήσουν σαν άνθρωποι - ατομικά ή οικογενειακά - στην ξενιτιά, η διαφορά γλώσσας και κουλτούρας, ο ρατσισμός και γενικά ο ανίσχυρος, δύστυχος άνθρωπος - ντόπιος ή ξένος - είναι το θέμα του έργου του Νορβηγού συγγραφέα Ματίας Αντερσον «Εγκλημα, τιμωρία, λεφτά, δολοφονία συνταξιούχου», που ανέβασε ο θίασος «Νάμα» στο θέατρο «Επί Κολωνώ», σε μετάφραση του Γιάννη Ράμου. Σοβαρό το θέμα που επέλεξε ο συγγραφέας, πλην όμως το αποδυνάμωσε, εμπλέκοντάς το με το αγαπημένο του (όπως ο ίδιος λέει) ντοστογιεφσκικό «Εγκλημα και τιμωρία». Διά στόματος κεντρικού προσώπου - του Μπγιορν, ενός νεαρού μετανάστη, που βασιζόμενος στο «Εγκλημα και τιμωρία» γράφει το πρώτο θεατρικό έργο του - θέτει τα ερωτήματα: Τι σημαίνει έγκλημα; Τι τιμωρία; Υπάρχει συγχώρεση για τα πάντα; Με πρόσχημα το ντοστογιεφσκικό «Εγκλημα και τιμωρία» το θεατρικό έργο που γράφει ο Μπγιορν κινείται μεταξύ δραματουργικής φαντασίας και της πραγματικότητας που αντιμετωπίζει η μετανάστρια οικογένειά του. Ο πατέρας εγκατέλειψε την οικογένεια. Η μάνα τζογάρει τα λιγοστά λεφτά από τα περιστασιακά μικρομεροκάματα που έβγαλε η κόρη της, περιποιούμενη κατ' οίκον ντόπιους ηλικιωμένους. Η τελευταία δουλειά που βρήκε ήταν να περιποιηθεί μια ηλικιωμένη συνταξιούχο, σε αναπηρική καρέκλα. Ανεργος ο μικρότερος αδελφός, αλητεύει. Το νοίκι είναι απλήρωτο. Η ανάπηρη συνταξιούχος φαντασιώνεται ότι έχει κοσμήματα και χρήματα που δανείζει με τόκο, παραμυθιάζοντας έτσι την κοπέλα. Από απελπισία η κοπέλα και ο μικρός αδελφός της πιέζουν τη γριά για δανεικά. Εκείνη από φόβο παθαίνει ανακοπή. Οι δύστυχοι άθελά τους «σκότωσαν» μια επίσης φουκαριάρα γριά. Αυτό είναι το έγκλημά τους. Πρέπει να τιμωρηθούν και πώς, από μια κοινωνία που τους ώθησε στην παραβατικότητα; Ο συγγραφέας, όμως, αποφεύγει να απαντήσει, βολεμένος πίσω από την εντελώς άσχετη σύνδεση του ντοστογιεφσκικού έργου με το εξαπλωμένο σε όλη τη Δύση, υπαρκτό, πραγματικό δράμα των μεταναστών. Η Ελένη Σκότη, πάντως, υπηρέτησε το έργο με τη ρεαλιστική αλλά και χιουμοριστική σκηνοθεσία της, αποσπώντας και αξιόλογες ερμηνείες από τους Χρυσή Βιδαλάκη, Σοφία Κορώνη, Γιάννη Λεάκο και Κατερίνα Κλειτσιώτη.
Για δεύτερη φορά, μετά το καλό πρώτο ανέβασμά του (1999), ευτυχεί φέτος σκηνοθετικά και υποκριτικά, στο «Στούντιο Μαυρομιχάλη», το ιδιαιτέρως ενδιαφέρον από θεματολογική άποψη και ευφυές από δραματουργική, έργο του Λένου Χρηστίδη «Δύο θεοί». Το έργο «προοιωνίστηκε», πριν δώδεκα και πλέον χρόνια, την «καταιγίδα» - τις χρήσιμες αλλά και τις βλαβερές δυνατότητες της διαδικτυακής τεχνολογίας, σε βάρος των ανθρώπων, των προσωπικών δεδομένων τους, του μακραίωνου ανθρώπινου πολιτισμού. Πριν δώδεκα χρόνια κανείς, ίσως, δε φανταζόταν τους ποικίλους κινδύνους που εγκυμονεί, λ.χ., το «face book». Τις συνέπειες της ψευδαίσθησης των μανιακών μ' αυτό ότι δι' αυτού επικοινωνούν ανά την υφήλιο και - το χειρότερο - ότι «απαντούν» στο παμπάλαιο λογοπαίγνιο «αν δεν ήσουν ό,τι είσαι, τι θα ήθελες να είσαι;», εμφανιζόμενοι και «απαθανατιζόμενοι» ως διαφορετικοί από αυτό που πραγματικά είναι. Αυτό κάνουν τα δύο κεντρικά πρόσωπα του έργου. Δύο «διαολεμένα» ικανοί, αλλά μανιακοί χρήστες του διαδικτύου, έγκλειστοι σε «ίδρυμα» απεξάρτησης από αυτό. Με τον κρυμμένο υπολογιστή που έχουν, φέρνουν τα πάνω κάτω στην Ιστορία και στον Πολιτισμό της ανθρωπότητας. Μεταγράφοντας σε ένα σκληρό δίσκο, που θα τον «θάψουν» ως το μόνο σωζόμενο «τεκμήριο» - «κειμήλιο» του ολοταχώς καταστρεφόμενου πολιτισμού αυτού του πλανήτη - «τεκμήριο» που θα «αποκαλυφθεί» στο απώτερο μέλλον - αλλοιώνουν όλα τα ιστορικά δεδομένα, αποδίδοντας στους ίδιους, σε άλλους «τροφίμους», σε υπαλλήλους και το διευθυντή του «ιδρύματος» - σύμφωνα με την επιθυμία του καθενός - γεγονότα, κατακτήσεις, ανακαλύψεις, πνευματικά και καλλιτεχνικά δημιουργήματα κορυφαίων φυσιογνωμιών της ανθρωπότητας. Ο Φώτης Μακρής, με λιτό σκηνικό και κοστούμια του Γιώργου Ζιάκα, με φωτισμούς και πολύ καλό - αισθητικά και θεματικά - βίντεο και φωτισμούς του Στέφανου Κοπανάκη, με εκφραστική και παιγνιώδη κινησιολογία της Στέλλας Κρούσκα, έστησε ένα ευφάνταστο αλλά και πολύσημα αλληγορικό σκηνικό «παιχνίδι», με υπαινιγμούς για τους σημερινούς τρομερούς καταστροφικούς πολέμους. Μια παράσταση πολύ ευφρόσυνη, ανάλαφρη, γοργή, ειρωνικότατα χιουμοριστική και με εξαιρετικές, χυμώδους χιούμορ ερμηνείες από τον ίδιο και τον Γιώργο Νινιό. Πολύ καλές οι μεταμορφώσεις του Διονύση Μανουσάκη, σε τρεις ρόλους.