Ας επανέρθουμε στις υποσχέσεις των υποψηφίων, σχετικά με τη λύση των σοβαρών κοινωνικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα, υποσχέσεις που πολλαπλασιάστηκαν σε έναν άκρατο ανταγωνισμό προσφορών, που ωστόσο δεν είναι δυνατόν να εκπληρωθούν χωρίς μια, σε βάθος, διαρθρωτική αλλαγή.
Το σημερινό Περού διάγει, σύμφωνα με στατιστικές, μία περίοδο οικονομικής σταθερότητας καθώς παρουσιάζει οικονομική ανάπτυξη, όμως ενώ οι πολυεθνικές εταιρείες και οι διεφθαρμένοι Περουβιανοί επιχειρηματίες αυξάνουν ακόμα περισσότερο τα ήδη τεράστια κέρδη τους, την ίδια στιγμή η πλειοψηφία του λαού πλήττεται από πείνα, ανεργία και έλλειψη στοιχειωδών υπηρεσιών Υγείας, Παιδείας, κατοικίας, παροχής νερού και ηλεκτρικού ρεύματος. Καταρχήν, η ανεργία έχει πάρει την ανηφόρα, καθώς το ποσοστό της ανεργίας στην πρωτεύουσα Λίμα, κυριότερο εργατικό κέντρο της χώρας, σκαρφάλωσε στο 9,1% το τρίμηνο Δεκέμβρη - Φλεβάρη, ενώ το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο ανερχόταν στο 7,7% σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Εθνικού Ινστιτούτου Στατιστικής και Πληροφορικής (NEI). Η πραγματική ανεργία είναι πολύ μεγαλύτερη και έχει και πολλά πρόσωπα, όπως η υποαπασχόληση (κατάσταση στην οποία βρίσκεται σχεδόν το μισό Περού), η μετανάστευση, καθώς ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού της χώρας εγκαταλείπει τα πάτρια εδάφη μη βρίσκοντας δυνατότητες εργασίας. Να πούμε ακόμα, ότι η σημερινή αντιλαϊκή κυβέρνηση του Αλάν Γκαρσία, που άλλοτε εμφανιζόταν ως αντιιμπεριαλιστής, προχώρησε πρόσφατα, θριαμβολογώντας για το κατόρθωμά της, σε αύξηση του κατώτατου μισθού από 550 σόλες στο απίστευτο ποσό των 600 σόλες (212 δολάρια!), που στην ουσία θα είναι χειρότερος καθώς όσο αυξάνεται ο μισθός τόσο αυξάνονται και οι νόμιμες κρατήσεις...
Στην προεκλογική εκστρατεία πρόβαλε ξεκάθαρα το λαϊκό αίτημα για αλλαγή ενός «μοντέλου» που το μόνο του «επίτευγμα» είναι ότι αύξησε την πείνα και την εξαθλίωση εκατομμυρίων πολιτών, όπου προστέθηκε και η ανασφάλεια και ο φόβος. Από τον Ουμάλα η πείνα και η εξαθλίωση αποδόθηκε στον «άκρατο φιλελευθερισμό που πρότεινε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και εφάρμοσε η ντόπια ολιγαρχία», ωστόσο η ουσία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης λείπει από την οπτική του και κυριαρχεί ο αταξικός πατριωτισμός, η στήριξη των λεγόμενων μη «ξενόδουλων επιχειρηματιών» και η προσέγγιση στο λεγόμενο «κέντρο».
Με τη δημοσιοποίηση των τελευταίων δημοσκοπήσεων που φέρουν τον υποψήφιο Ογιάντα Ουμάλα να προηγείται, έγινε ένας «χρηματοπιστωτικός κατακλυσμός»: έπεσε το χρηματιστήριο αξιών, ανέβηκε το δολάριο, ο πανικός κυριάρχησε στις αγορές, αυξήθηκε η τιμή των προϊόντων πρώτης ανάγκης, υποχώρησαν οι ξένες επενδύσεις κλπ. Η αντίδραση ένωσε δυνάμεις για να «κλείσει το δρόμο» στον εμφανιζόμενο ως «αντίθετο με το σύστημα»... Προς τι όλος αυτός ο πανικός, όταν ο ίδιος ο Ογιάντα Ουμάλα κατέβαλε πολλαπλές και πολύ φιλότιμες προσπάθειες να επιβεβαιώσει το γεγονός ότι δεν σκοπεύει να βγει από τον καπιταλισμό;.. «Η οικονομική πολιτική που δεσμεύομαι να εφαρμόσω, θα σεβαστεί όλες μας τις διεθνείς υποχρεώσεις και δεσμεύσεις, ανεξάρτητα από τις αντίθετες απόψεις που εκφράσαμε όταν αυτές συμφωνήθηκαν. Από τη στιγμή που υπογράφηκαν, δεν μπορούν να αναθεωρηθούν μονόπλευρα (...)», ταυτόχρονα επαναλάμβανε συνεχώς τη δέσμευσή του για τη λεγόμενη «ελευθερία του Τύπου» και τον «πλουραλισμό». Ενώ σε πολλές ευκαιρίες, σε μία προσπάθεια να ικανοποιήσει όσους του ζητούσαν να πάρει αποστάσεις από τη Βενεζουέλα, ξεκαθάρισε ότι ο δικός του δρόμος «είναι διαφορετικός» από αυτόν του προέδρου, Ούγκο Τσάβες.
Αν δεν καταφέρει, όπως προβλέπεται, κανένας από τους υποψήφιους να συγκεντρώσει το 50+1 των ψήφων, τότε οι δύο πρώτοι της σημερινής εκλογικής αναμέτρησης θα διεκδικήσουν το προεδρικό αξίωμα σε ένα δεύτερο γύρο, που θα διεξαχθεί στις 5 του Ιούνη.