Στην ταινία του «Λεωφόρος της δύσης», ο Αυστρο-Ουγγρικής καταγωγής εμιγκρές Μπίλι Γουάιλντερ μιλά για το Χόλιγουντ - τόσο το παλιό το βωβό, όσο και το καινούριο - και την παρακμή του, εστιάζοντας στην πικρή, ειρωνική ισορροπία της ιστορίας μεταξύ της, πεπερασμένης σε ηλικία και καριέρα, ντίβας του βωβού κινηματογράφου, Νόρμα Ντέσμοντ, (που ζει σε μια τεράστια έρημη βίλα επί της λεωφόρου της Δύσης με τον υπηρέτη της Μαξ) και ενός άνεργου και άσημου νεαρού σεναριογράφου, του Τζο Γκίλις. Αντικατοπτρίζονται ακόμη και οι δύο περίοδοι της κινηματογραφικής γλώσσας ενώ με λίγες αλλαγές στην τεχνική της αφήγησης, φθάνει σε μας και σαν ταινία ομιλούσα, με τον ήχο περασμένο πάνω από τη μίμηση, αλλά και σαν μέθοδος βωβής ταινίας που υπαινίσσεται τις δυνατότητες του ήχου. Η «Λεωφόρος της Δύσης» είναι ένα φιλμ που περιγράφει τα εκφραστικά του μέσα. Περιγράφει επίσης, με κριτική ματιά, το περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννήθηκε. Παράλληλα, σκιαγραφεί κοινωνικές, πρωτίστως όμως ψυχολογικές, πλευρές του φαινομένου Χόλιγουντ. Κυνισμός, αυτοσαρκασμός και ειρωνεία, ιδού το πνεύμα των σχολίων του αφηγητή για προσωπικές του αδυναμίες, για την «γλώσσα» του βωβού αλλά και την κοινωνία του Χόλιγουντ.
Η ταινία θα μπορούσε να θεωρηθεί «αμερικάνικη αυτοκριτική». Ταυτόχρονα να λειτουργεί και ως «μετακινηματογράφος»: Μια ομιλούσα ταινία που μιλά για τον ομιλούντα κινηματογράφο και δομείται με τρόπο δαιμόνιο ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το χρόνο. Για να μπορέσει κανείς να αποκωδικοποιήσει το «οικοδόμημα» του χρόνου, πρέπει να γνωρίζει την ιστορία του κινηματογράφου. Ιστορία που στην ταινία υφίσταται ενσωματωμένη σε πλήθος υπαινιγμών και σε νύξεις, πολλές φορές όμως απαιτείται προσοχή ώστε να την ανακαλύψει κανείς.
Η ταινία έχει στίγμα παραδοσιακού αστυνομικού δράματος με αφηγητή. Ο αφηγητής έχει διπλή λειτουργία: τόσο σαν φωνή που σχολιάζει γενικότερες καταστάσεις, όσο και σαν ρόλος σε πρώτο πρόσωπο. Ο Γουάιλντερ δουλεύει με τρία αφηγηματικά σχέδια. Το πρώτο εξ αυτών και πιο αφηρημένο, έχει χρήση άμεση μόνο σε δύο βραχείς και σχεδόν ταυτόσημες σκηνές. Εμμεσα όμως παραμένει συνεχώς παρόν στην αφηγηματική λειτουργία. Ο αφηγητής επιδεικνύει ρεαλισμό και φαντασία.
Ιδιαίτερη μνεία βέβαια χρήζει ο Βιεννέζος Εριχ Οσβαλντ Στρόχαιμ, ο Εριχ φον Στρόχαιμ δηλαδή, γιος Εβραίου εμπόρου που μεταξύ 1906 - 1909 μετανάστευσε στην Αμερική και προσέδωσε στον εαυτό του, αυθαίρετο τίτλο ευγενείας διά του αναγνωρίσιμου «φον». Κατασκεύασε ακόμη ολόκληρη συνοδευτική του τίτλου μυθολογία σχετικά με ευθεία καταγωγή του από την αυστριακή αριστοκρατία. Στην ταινία υποδύεται ένα σκηνοθέτη του βωβού, πρώτο σύζυγο της ντίβας κάποτε και τώρα εκούσιο υπηρέτη της με τα αχώριστα λευκά του γάντια.
Τη «Λεωφόρο της Δύσης» μπορούμε να την δούμε σαν σούμα της αμερικάνικης κινηματογραφικής παραγωγής πριν το 1950, στην οποία βρίσκουμε στοιχεία που θυμίζουν τον «Πολίτη Καίην» του Ουέλς, όπως τα συσσωρευμένα, πανάκριβα αντικείμενα σε ένα περιβάλλον που λειτουργεί σαν «τοπίο της ψυχής» και θυμίζει το παλάτι Xanadu. Ξαναβρίσκουμε το δημοσιογραφικό, αφηγηματικό τόνο καθώς και τη μέθοδο να ξεδιπλώνει μια μυστηριώδη ιστορία από το τέλος. Η ίντριγκα τόσο εδώ όσο και στον «Πολίτη Καίην» μπλέκεται γύρω από ένα παθιασμένο και εγωκεντρικό άτομο, στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για την ντίβα Νόρμα Ντέσμοντ.
Παίζουν: Γουίλιαμ Χόλντεν, Γκλόρια Σουάνσον, Εριχ φον Στρόχαϊμ, Νάνσι Ολσον, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (1950).