Τρεις πηγές αφαίμαξης δεκάδων δισεκατομμυρίων
Κυριακή 10 Ιούλη 2011

Motion Team

Ενας από τους τομείς μεγάλης αφαίμαξης του κοινωνικού πλούτου που παράγουν οι εργαζόμενοι είναι οι στρατιωτικές δαπάνες και οι δαπάνες για την απόκτηση οπλικών συστημάτων
Για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά νοικοκυριά, είναι απόλυτη ανάγκη να είναι εντελώς ξεκαθαρισμένο και να μην υπάρχει η παραμικρή ταλάντευση για δύο σημαντικά ζητήματα: Πρώτον, ότι δεν έχουν την παραμικρή ευθύνη για τις κατά καιρούς διακυμάνσεις και τα σημερινά επίπεδα διαμόρφωσης αυτού του χρέους. Δεύτερον, ότι τα δάνεια και κάθε χρέος που εμφανίζουν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, στην ουσία είναι οφειλές της οικονομικής ολιγαρχίας που πρέπει να επιστραφούν προς τους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα.

Βέβαια, θα πει κάποιος, καλά είναι τα λόγια, αλλά πώς, πέρα από τη γενική επιχειρηματολογία για το ληστρικό ρόλο της πλουτοκρατίας, μπορεί κανείς να αποδείξει ότι τα ελλείμματα και τα χρέη τα γεννά η πολιτική στήριξης του κεφαλαίου και το σύστημα; Ακόμα και αν αφήσουμε κατά μέρος τα δεκάδες δισεκατομμύρια που δίνονται στους εκπροσώπους του κεφαλαίου με τη μορφή των άμεσων κινήτρων, χρηματοδοτήσεων και ενισχύσεων, ιδού μερικά απτά, χαρακτηριστικά και αρκούντως αποκαλυπτικά στοιχεία.

Πρώτον: Ενας από τους τομείς μεγάλης αφαίμαξης του κοινωνικού πλούτου που παράγουν οι εργαζόμενοι είναι οι στρατιωτικές δαπάνες και οι δαπάνες για την απόκτηση οπλικών συστημάτων, πολιτική που δεν υπηρετεί τις αμυντικές ανάγκες της χώρας, αλλά εντάσσεται στους επιθετικούς σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ. Ειδικά σε ό,τι αφορά τις προμήθειες οπλικών συστημάτων πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι οι σχετικές δαπάνες χρηματοδοτούνται αποκλειστικά με κρατικό δανεισμό, άρα είναι ένας από τους παράγοντες που διογκώνει απευθείας τα κρατικά χρέη. Ακόμα και με βάση τα (ελλειπή) επίσημα στοιχεία που εμφανίζονται από οργανισμούς που παρακολουθούν τις εισαγωγές και εξαγωγές στρατιωτικού υλικού, προκύπτει ότι:

α) Η Ελλάδα είναι παγκοσμίως η τέταρτη κατά σειρά χώρα σε εισαγωγές στρατιωτικών εξοπλισμών.

β) Οι επίσημα καταγεγραμμένες εισαγωγές για την περίοδο 2000 - 2010 φτάνουν τα 31 δισ. ευρώ τα οποία πληρώθηκαν σε στρατιωτικές βιομηχανίες των ΗΠΑ (το 42,1%), της Γερμανίας (το 22,4%), της Γαλλίας (το 11,7%) και άλλων χωρών και τα οποία τροφοδότησαν την αύξηση του χρέους.

Δεύτερον: Στην αύξηση του κρατικού δανεισμού την τελευταία δεκαετία, ξεχωριστό ρόλο έπαιξαν ορισμένες από τις επιλογές της οικονομικής ολιγαρχίας όπως τα διάφορα ακριβοπληρωμένα έργα που αναλαμβάνουν να κάνουν μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι, ενώ ορισμένα από αυτά είναι εντελώς άχρηστα για τους εργαζόμενους και τη βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου.

Το παράδειγμα με την Ολυμπιάδα του 2004 είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά μια και αφορά έργα που πραγματοποιήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά μέσω του κρατικού δανεισμού. Το πραγματικό τους κόστος δε θα το μάθουμε ποτέ. Σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις, μιλάμε για κονδύλια ύψους 11,2 δισ. ευρώ, ωστόσο πολλοί κυβερνητικοί παράγοντες της εποχής ανεβάζουν τη σχετική αιμορραγία σε πάνω από 20 δισ. ευρώ.

Αλλο τρανταχτό παράδειγμα ανοιχτής λεηλασίας είναι τα λεγόμενα μεγάλα έργα υποδομής που αναλαμβάνουν μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες, οι οποίες στο τέλος εκτοξεύουν τα κόστη κατασκευής και άρα το σχετικό κόστος της συμμετοχής του Δημοσίου στη δαπάνη σε υπερδιπλάσια και υπερτριπλάσια επίπεδα. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ το κόστος για την κατασκευή αυτοκινητόδρομων στη χώρα μας φτάνει και τα 60 εκατομμύρια ευρώ ανά χιλιόμετρο, σε άλλες χώρες της ΕΕ, με αντίστοιχο γεωγραφικό ανάγλυφο, το κόστος υπολογίζεται σε λιγότερο από 10 εκ. ευρώ το χιλιόμετρο.

Τρίτο: Η πολιτική των επίσημων φοροαπαλλαγών προς το κεφάλαιο είναι ακόμα μία γάγγραινα μόνιμης λεηλασίας των οικονομικών του Δημοσίου που προκαλεί τεράστια ελλείμματα, τα οποία εν τέλει καλύπτονται με κρατικό δανεισμό. Πόσο είναι το κόστος αυτών των φοροαπαλλαγών; Κανείς δε γνωρίζει ακριβώς. Στον ειδικό τόμο του κρατικού προϋπολογισμού για τις φορολογικές δαπάνες πάντως το 2003, εντελώς ξετσίπωτα σημειώνεται με έμφαση ότι «στις περισσότερες περιπτώσεις φορολογικών απαλλαγών, που παρέχονται στα νομικά πρόσωπα, υπάρχει αδυναμία καταγραφής της απώλειας εσόδων του δημοσίου. Η αδυναμία αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι τα αφορολόγητα έσοδα και οι δαπάνες των επιχειρήσεων που εκπίπτουν (...) δεν δηλώνονται στη σχετική δήλωση φορολογίας εισοδήματος».

Στην ουσία, βέβαια, όλοι μας γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ενώ η φορολόγηση των εισοδημάτων των μισθωτών και συνταξιούχων συνεχώς αυξάνεται και οι άθλιοι της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ έφτασαν να καταργήσουν το αφορολόγητο όριο των 12.000 ευρώ για τις οικογένειες των εργαζομένων, οι συντελεστές φορολόγησης των κερδών, συνεχώς μειώνονται. Ετσι, οι συντελεστές φορολόγησης των κερδών από τα επίπεδα του 50% που ίσχυαν στο παρελθόν, τάρα έχουν πέσει ήδη στα επίπεδα του 20%.


Κ.