Κύκλος «εργασιών» που θα ζήλευαν ακόμη και προϋπολογισμοί μικρών κρατών, πολυπλόκαμες διασυνδέσεις και χειραγωγημένη επιστήμη συνθέτουν το «παζλ» ενός από τους πλέον κερδοφόρους «κλάδους» της «πολιτιστικής βιομηχανίας» του καπιταλισμού
Associated Press |
Η αγοραπωλησία έργων τέχνης - τα οποία, ενώ ανήκουν δικαιωματικά στους λαούς των χωρών προέλευσής τους, αποτελούν ωστόσο επενδυτικά «κελεπούρια» των αστών - αποτελεί έναν από τους πλέον κερδοφόρους τομείς της λεγόμενης «πολιτιστικής βιομηχανίας». Τα ποσά που «παίζονται» σε αυτό το «πολιτιστικό» χρηματιστήριο είναι δυσθεώρητα, ενώ οι μεγάλοι «οίκοι δημοπρασιών» συγκροτούν κανονικά μονοπώλια σε πολυεθνικό επίπεδο, εισηγμένα και στο «κανονικό» χρηματιστήριο. Η «αγορά» της τέχνης αποτελεί ουσιαστικά την «επιτομή» και το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που ονομάζουμε εμπορευματοποίηση του πολιτισμού.
Για να γίνει περισσότερο κατανοητό για το ποια ποσά γίνεται λόγος να αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι το μέγεθος της αγοράς τέχνης το 2008 - τυπικά η αρχή της νέας καπιταλιστικής κρίσης - ανερχόταν στα 40 δισεκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως!
Μάλιστα, όσο βαθαίνει η καπιταλιστική κρίση, η αγορά τέχνης «ανθίζει» όλο και περισσότερο ως προς την κερδοφορία της, την ώρα που σε παγκόσμιο επίπεδο προωθείται ραγδαία από τις αστικές κυβερνήσεις η ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση του πολιτισμού, η απαξίωση των δημόσιων δομών προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, το «σπρώξιμο» των δημόσιων μουσείων στις «δαγκάνες» της ιδιωτικής «πρωτοβουλίας».
Χαρακτηριστικές του μεγέθους του πλούτου που συσσωρεύεται σε όλο και λιγότερο χέρια είναι οι τιμές των δημοπρασιών. Για παράδειγμα, στα παραπάνω κέρδη συμπεριλαμβάνεται και η πώληση, τον Μάη του 2010 στη Ν. Υόρκη, έργου του Πικάσο του 1932, στην τιμή - ρεκόρ των 106,5 εκατομμυρίων δολαρίων..!
Εκπρόσωποι των δύο «οίκων», οικονομικοί αναλυτές και ΜΜΕ έκαναν λόγο για «γρήγορη έξοδο» της αγοράς τέχνης από την κρίση (γρηγορότερη από άλλους κλάδους και τομείς της οικονομίας) και για «ανάκαμψη» της επενδυτικής «εμπιστοσύνης» στην εν λόγω αγορά.
Και είχαν δίκιο. Μόλις τον περασμένο Ιούνη, δημοσίευμα του ειδησεογραφικού πρακτορείου «Bloomberg» πανηγύριζε για το πραγματικά εντυπωσιακό ποσό των 175 εκατομμυρίων δολαρίων που «παίχτηκε» συνολικά σε δημοπρασία ζωγραφικών έργων του «οίκου» «Σόθμπις» στο Λονδίνο. Πρόκειται για άνοδο που, σύμφωνα με το δημοσίευμα, επαναφέρει τη σχετική αγορά στην «κορυφή». Οι έμποροι φυσικά «χαιρέτισαν» το γεγονός. Το «Bloomberg» εκτιμά ότι «η αυξανόμενη εμπιστοσύνη μεταξύ των συλλεκτών σε μια όλο και περισσότερο διεθνοποιημένη αγορά έχει ωθήσει τη ζήτηση, αψηφώντας τις ανησυχίες στην ευρύτερη οικονομία». Ετσι, σύμφωνα με έμπορο τέχνης από τη Ν. Υόρκη, «οι τιμές μερικών καλλιτεχνών είναι υψηλότερες τώρα από αυτές του 2007»! Και ακόμη πιο αγοραία: «Οι άνθρωποι αγοράζουν όχι μόνο γνωστά εμπορικά ονόματα και δεν πετούν τα πάντα από το παράθυρο. Είναι πολύ καλύτερα από το 2009»...
Και να σκεφτεί κανείς ότι τα παραπάνω ποσά έρχονται να προστεθούν στα επίσης «θηριώδη» αντίστοιχά τους που «παίχτηκαν» φέτος και ακόμη είμαστε στα μισά του χρόνου. Μόλις τον περασμένο Φλεβάρη, σε δημοπρασία των «Σόθμπις» στη Ν. Υόρκη καταγράφηκε ρεκόρ ποσού για έργο του σπουδαίου αναγεννησιακού ζωγράφου Τιτσιάνο: Ο πίνακάς του με τίτλο «Μια ιερή συζήτηση: Η Παρθένος με το Παιδί και τους Αγίους Λουκά και Αικατερίνη της Αλεξάνδρειας» πωλήθηκε έναντι 12,25 εκατομμυρίων ευρώ σε Ευρωπαίο ιδιώτη συλλέκτη. Το συνολικό ποσό εκείνης της δημοπρασίας ήταν 81,5 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ, το Γενάρη συγκεντρώθηκαν 65,6 εκ. ευρώ και... 16 ρεκόρ τιμής για έργα μέσα σε μια βδομάδα.
Είναι φανερό ότι δε μιλάμε για ανθρώπους «της διπλανής πόρτας»...
Τα μεγέθη είναι εξίσου εντυπωσιακά και σε ό,τι αφορά στη δομή της αγοράς τέχνης. Για παράδειγμα, τα συγκεντρωτικά στοιχεία της αγοράς τέχνης το 2010 από την «Artprice», μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες έρευνας στο συγκεκριμένο τομέα, βασίστηκαν σε 5,4 εκατομμύρια αποτελέσματα δημοπρασιών από 3.600 οίκους δημοπρασιών σε όλο τον κόσμο! Οι οίκοι δημοπρασιών είναι ένα μόνο κομμάτι του «παζλ» της αγοράς τέχνης, το οποίο αποτελείται ακόμη από τους ιδιώτες «συλλέκτες», τα ιδιωτικά μουσεία, τις γκαλερί και τις «στρατιές» των εμπόρων, εκτιμητών και λοιπών. Φυσικά και των συμμοριών που αναλαμβάνουν τις λιγότερο ή περισσότερο εντυπωσιακές κλοπές σε μουσεία και συλλογές, με τα κλοπιμαία φυσικά να «σπρώχνονται» σε αυτό που στον καπιταλισμό χαρακτηρίζεται με κυνισμό ως «παράνομη αγορά», λες και το νόμιμο εμπόριο εκχυδαΐζει λιγότερο την τέχνη...
Χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πόσο μικρά όρια έχει η «φρίκη» των αστών για την «παρανομία» είναι και η είδηση που είδε το φως της δημοσιότητας το καλοκαίρι του 2009, ότι σε ένα από τα υπερπολυτελή ξενοδοχεία του Αμπού Ντάμπι διοργανώθηκε έκθεση με πίνακες μεγάλων ζωγράφων (μεταξύ άλλων Μανέ, Σεζάν, Μοντριάν, κ.ά.) που τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα αγόρασαν «μυστικά» από ιδιώτες «συλλέκτες» στην Ευρώπη. Μάλιστα, μερικοί από αυτούς τους πίνακες, όπως η «Τσιγγάνα» του Μανέ, θεωρούνταν ...«εξαφανισμένοι»! Ακόμη και η βρετανική εφημερίδα «Τέλεγκραφ» έκανε λόγο για ...«μυστικοπαθές καταναλωτικό ξεφάντωμα», προσθέτοντας ότι ο «κόσμος της τέχνης» υποπτευόταν επί μήνες ότι τα Εμιράτα έχουν ξεχυθεί στις ιδιωτικές «συλλογές» και έκλειναν συμφωνίες αγοράς για δημιουργίες μεγάλων καλλιτεχνών. Αλλά, αντί να «ευαισθητοποιηθεί» η Ευρώπη των «αξιών», οι «εμπειρογνώμονες» κατέληξαν ότι η «παρουσία» των εμιράτων στην «αγορά» έχει «βοηθήσει στη στήριξη των τιμών εν μέσω της οικονομικής κρίσης»..!
Κι όμως, η αγορά της τέχνης χωράει κι άλλους κλάδους του κεφαλαίου. Το 2009 η ρωσική κυβέρνηση εξέδωσε απόφαση, σύμφωνα με την οποία δίνεται η δυνατότητα δημιουργίας «επενδυτικών ταμείων» από τις ιδιωτικές εταιρείες - διαχειριστές των ασφαλιστικών ταμείων στον ενεργειακό τομέα, ώστε τα χρήματα των ασφαλισμένων να «παιχτούν» στην αγορά τέχνης. Ετσι, η εταιρεία που διαχειρίζεται τα χρήματα για ασφάλειες και συντάξεις των εργαζομένων στον ενεργειακό γίγαντα της «Γκάζπρομ» και των θυγατρικών της, δημιουργεί ειδικό «επενδυτικό ταμείο» προσανατολισμένο, καταρχήν, στην αγορά πινάκων, εικόνων, οπτικοακουστικών αρχείων, ακριβών αντικών, κ.λπ. Τα μουσεία θα απευθύνονται στο «ταμείο» με καταλόγους έργων που θα ήθελαν αλλά δεν μπορούν να αποκτήσουν. Το «ταμείο» θα τα αγοράζει και θα τα παραχωρεί στο μουσείο από δύο έως επτά χρόνια. Μετά το διάστημα αυτό - και ενώ η αξία του «αντικειμένου» θα έχει ανέβει και λόγω της έκθεσής του στο μουσείο - οποιοσδήποτε ιδιώτης αλλά και το ίδιο το μουσείο - είτε με κρατικό χρήμα είτε με «χορηγίες» - θα ...«μπορεί» να αγοράσει το «αντικείμενο»!
Οπως εκχυδαΐζει και εμπορευματοποιεί την επιστήμη εν γένει ο καπιταλισμός, ακριβώς το ίδιο κάνει και με τους ιστορικούς της τέχνης, τους ειδικευμένους εκτιμητές έργων τέχνης, ακόμη και τους συντηρητές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για το ότι δεν υπάρχει έργο τέχνης, όσο σπουδαίο να είναι και από όσο μεγάλο καλλιτέχνη και να έχει δημιουργηθεί, που να μην τους «κοτσάρουν»... αρχική εμπορική τιμή είναι η πρόσφατη είδηση για τη γνησιότητα του πίνακα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι «Σωτήρας του κόσμου». Για χρόνια ο πίνακας θεωρούνταν έργο μαθητών του σπουδαίου ζωγράφου, αλλά εξειδικευμένη ερευνητική ομάδα ανακοίνωσε τον περασμένο Ιούλη ότι ο πίνακας είναι έργο του Ντα Βίντσι. Το αποτέλεσμα ήταν ότι από 45 λίρες που κόστισε σε μια δημοπρασία... εκτοξεύτηκε - ανεπίσημα - στα 200 εκατομμύρια δολάρια! Αυτό το ποσό αναφέρει το περιοδικό «ARTnews», επικαλούμενο έναν ειδικό «γνώστη της κατάστασης».
Το (πικρό) αστείο της υπόθεσης είναι ότι εκπρόσωπος της εταιρείας εμπόρων τέχνης, στην οποία ανήκει σήμερα το έργο, είπε ότι ο πίνακας... «δεν πωλείται»...