ΝΟΥΡΙ ΜΠΙΛΓΚΕ ΤΣΕΪΛΑΝ
Κάποτε στην Ανατολία
Πέμπτη 27 Οχτώβρη 2011

Η ταινία που χαρακτηρίζεται από αυθεντικότητα και αφηγηματικό μεγαλείο μοιάζει να έγινε από έναν άξιο μελετητή της τσεχοφικής δραματουργίας, ο οποίος κατέχει άριστα την τέχνη της προετοιμασίας της εισόδου στην «ιστορία» νέων προσώπων, καταστάσεων και στοιχείων. Ο Τούρκος σκηνοθέτης, σεναριογράφος, μοντέρ και φωτογράφος Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν, γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη το 1959, επένδυσε σκληρή δουλειά και «πολιτισμική κληρονομιά» στη μεγαλοπρεπή του ταινία, που του δίνει τη δυνατότητα να επαίρεται ότι στην αφηγηματική του τεχνική έχει αφομοιώσει ύψιστης σημασίας δομικά συστατικά που τσιμεντώνουν μια στέρεη κατασκευή, με μεγάλο βάθος. Και, βέβαια, το βάθος στα αφηγηματικά κείμενα καθίσταται μετρήσιμο και με την «ερμηνευτική συνεργασία» του θεατή, με τον τρόπο ακριβώς που το ορίζει ο Ουμπέρτο Εκο στο «Lector in Fabula».

Η ταινία ανοίγει με μια εικόνα που θυμίζει στον θεατή ή τον πληροφορεί για το παρελθόν του δημιουργού ως φωτογράφου και το οξύ του βλέμμα για τις συνθέσεις. Το φλου ξεκαθαρίζει αργά και διακρίνονται τρεις άνδρες γύρω από ένα τραπέζι καφενείου. Φάτσα στον θεατή, το πρόσωπο του «ύποπτου για φόνο» που παρακάτω θα συναντάμε συχνά. Αλλά και μια πλάτη, με το ίδιο κιτρινοπορτοκαλί πουκάμισο που είδαμε να φορά το ξεθαμμένο πτώμα. Σκοτάδι. Η ταινία ξεκινά με ολονύκτια περιπλάνηση προς αναζήτηση ενός χαμένου πτώματος, ανακάλυψη που με τη σειρά της θα οδηγήσει στην εξιχνίαση του εγκλήματος. Η μικρή, ασήμαντη αυτή ιστορία αστυνομικής έρευνας, τοποθετείται κάπου στα βάθη της Ανατολίας, στην τουρκική ενδοχώρα, περιοχή με οικονομικές δυσκολίες και ιδιαιτερότητες που διαχέονται στην ατμόσφαιρα και χρωματίζουν με μουντάδα το κλίμα.


Στο κομβόι των τριών αστυνομικών αυτοκινήτων που παίρνουν μέρος στην επιχείρηση, επιβαίνουν καμιά δεκαριά άντρες, γραφειοκράτες οι περισσότεροι, διαφορετικών όμως βαθμίδων. Σε προεξάρχουσα θέση ο εισαγγελέας, ο εκπρόσωπος της δικαστικής εξουσίας και της δικαιοσύνης. Οι θεατές τον γνωρίζουμε ήδη από τα μισόλογα του διαλόγου των πλάνων της αρχής, πολύ πριν ο ίδιος εισέλθει στο κάδρο. Ο διάλογος γιατρού - αστυνομικού επιθεωρητή, μέσα στο λευκό αυτοκίνητο, μας παρείχε πληροφόρηση - για τον εισαγγελέα που μεταξύ άλλων, μάλλον αντιμετωπίζει πρόβλημα με τον προστάτη, στοιχείο εξαιρετικής χρησιμότητας στη διαδικασία ανάγνωσης του χαρακτήρα και πλήρους ένταξης του ρόλου στο μύθο. Στη δεύτερη και τρίτη θέση, ο βρίσκονται ο γιατρός και ο αστυνομικός επιθεωρητής. Τα πορτρέτα των τριών αυτών ανδρών με καθένα τους να κουβαλά τους δικού του προσωπικούς δαίμονες που του τρώνε τα σωθικά, καταλαμβάνουν το κέντρο της προσοχής. Η ταινία συνιστά σπουδή, με δόσεις μυστηρίου και εμπάθειας και χιούμορ, σε ανθρώπινες καταστάσεις, που αναδύονται μέσα από τις αργόστροφες διαδικασίες εξιχνίασης ενός εγκλήματος.

Αυτό το φαινομενικά αντιαφηγηματικού στιλ θρίλερ που όμως δε δανείζεται και δεν προστρέχει στους κώδικες του είδους, αρθρώνεται μέσα από έναν τύπο αφήγησης που δε σχετίζεται με κάποια εθνική σχολή, με κάποια χρονική περίοδο ή με κάποιο συγκεκριμένο είδος κινηματογράφου. Ο σκηνοθέτης, μέσα από τις καταγεγραμμένες στην ταινία επιρροές, αποκαλύπτει το θαυμασμό που τρέφει για τους μεγάλους δημιουργούς της Τέχνης του κινηματογράφου. Αντονιόνι, Ταρκόφσκι, Αγγελόπουλος, Ταρ ... Με όχημα το στιλιστικό μοντέλο ενός πράγματι αφοπλιστικού ρεαλισμού, με υποδειγματικό λυρισμό και πλαστικότητα, ως προς τη ροή μιας αφήγησης που δε γνωρίζει χάσματα και ξαφνιάσματα, μέσα από ένα φιλμικό κείμενο αργό, αλλά μαστόρικα πυκνό, ξετυλίγεται ένα γοητευτικό οδοιπορικό στην αχανή επιφάνεια μιας γης που οι εικαστικές της αρετές καταπλήσσουν. Το ίδιο και οι λεπτεπίλεπτες πτυχές του ανθρώπινου ψυχισμού, όπως στην περίπτωση της σχέσης που αναπτύσσεται σταδιακά, μεταξύ εισαγγελέα και γιατρού, αποκαλύπτοντας το ταξικό/ κοινωνικό/ ανθρώπινο/ υπαρξιακό σύμπλεγμα που τη διέπει.


Η ιστορία καλύπτει χρονικά μια νύχτα και μια μέρα. Μια κρύα νύχτα ταλαιπωρίας και αγρύπνιας, φωτισμένη από εστίες φυσικές, το φεγγάρι και οι αστραπές και τεχνικές από τα φανάρια των τριών αυτοκινήτων. Με μόνη μουσική υπόκρουση το μακρινό ήχο της λοκομοτίβας, που σέρνει ράθυμα ένα κατάφωτο τρένο που διασχίζει την ερημιά του τοπίου. Με όλο το κομβόι να κρέμεται κυριολεκτικά από τα χείλη του υπόπτου, που αδυνατεί, που δε θυμάται, να τους οδηγήσει στο ακριβές σημείο όπου έθαψε το πτώμα... Ο ευέξαπτος αστυνομικός επιθεωρητής, με τα χιλιάδες προβλήματα στο σπίτι από την χρόνια αρρώστια του μικρού του γιου, χάνει την υπομονή του κι αρχίζει να τον ξυλοφορτώνει. Ο εξ ανάγκης ευρωπαϊστής εισαγγελέας - αν μπορεί ας κάνει κι αλλιώς, διάολε είναι υπάλληλος του μηχανισμού του αστικού κράτους ... - επαναφέρει τον αστυνομικό στα πλαίσια του ευρωπαϊκού «κεκτημένου». «Δεν θα μπούμε ποτέ στην Ευρωπαϊκή Ενωση έτσι!» του λέει. Αμέτρητα τα καντάρια του ειρωνικού σχολιασμού που κλείνει μέσα της αυτή η καταπληκτική ατάκα!

Και η καταιγίδα πλησιάζει ...

Η νυχτερινή περιήγηση στη μορφολογία της Ανατολίας επιβάλλει να σταματήσουν οι ταξιδιώτες, να ξαποστάσουν στο σπίτι του δημάρχου ενός απομακρυσμένου χωριού. Το ηλεκτρικό εκεί κόβεται κάθε λίγο. Φιλοξενούνται, δειπνούν όλοι μαζί και συζητούν για διάφορα προβλήματα και τη φτώχεια που μαστίζει την περιοχή. Στο φως της λάμπας πετρελαίου τότε, εμφανίζεται το αγγελικό πρόσωπο της κόρης του δημάρχου που σερβίρει το τσάι στους καλεσμένους. Σε αυτό ακριβώς το σημείο πραγματοποιείται η τομή, το γύρισμα της ιστορίας και το ταξίδι - για όλους ανεξαίρετα τους σαστισμένους από την τόση ομορφιά - μεταβάλλεται σε στοχαστική, σε μύχια αναδίπλωση. Παίρνει διαστάσεις εσωστρεφούς ενδοσκόπησης και καθένας μετατρέπεται σε δικαστή του εαυτού του. Το οδοιπορικό μεταστρέφεται σε ανασκόπηση πνευματική και υπαρξιακή!

Η φευγαλέα παρουσία της ομορφιάς, που είναι τόση που πονάει( !) ηγεμονεύει σε ολόκληρο το αφηγηματικό κεφάλαιο. Είναι πανταχού παρούσα ακόμα και μέσα από την απουσία της! Για τον εισαγγελέα που τον τρώει το σαράκι της αυτοκτονίας της γυναίκας του μετά τη γέννα... Για τον σιωπηλό γιατρό από την Κωνσταντινούπολη που ανεβαίνει ξανά σαν κόμπος στο λαιμό, ότι δεν έκανε τίποτα να εμποδίσει την πρώην γυναίκα του να φύγει ... Για τον αστυνομικό επιθεωρητή, που δουλεύει ακατάπαυστα, για να μη βρίσκεται στο σπίτι, για να μη βλέπει το άρρωστο παιδί του. Μέχρι και ο δολοφόνος κλαίει μπροστά στο κάλλος, τον πλημμυρίζουν οι τύψεις και η μεταμέλεια. Μάλιστα, βλέπει ολοζώντανα μπροστά του - σε ρεαλιστική αναπαράσταση - αυτόν που σκότωσε, ντυμένο με το ίδιο κιτρινοπορτοκαλί πουκάμισο να πιάνει το λαιμό του. Από το λαιμό έγινε το κακό. Τι εκπληκτική λεπτομέρεια! Με το ξημέρωμα, το βροχερό πρωινό βρίσκει το κομβόι στο δρόμο που θα ξεθάψουν επιτέλους το πτώμα.

Η ομορφιά βέβαια είναι και αυτή προϊόν εμπορεύσιμο, με αγοραστική αξία που κυμαίνεται, έτσι την απούσα ομορφιά ακολουθούν «πραγματιστικά» σχόλια του τύπου: «Τι κάθεται και κάνει σε αυτήν την ερημιά;» Οπερ μεταφράζεται «εδώ δεν υπάρχει αγορά που να μπορεί να πληρώσει για το προϊόν, ώστε να πουληθεί στην ανώτατη δυνατή τιμή!»

Το σενάριο της ταινίας βασίζεται σε αληθινά περιστατικά βασισμένα σε εμπειρίες και βιώματα ενός εκ των τριών σεναριογράφων, ενός γιατρού, από την περίοδο που έκανε το αγροτικό του σε μια επαρχιακή πόλη σαν κι αυτή της ταινίας. Οι άλλοι δυο σεναριογράφοι είναι ο σκηνοθέτης και η σύζυγός του, η ηθοποιός, σκηνοθέτης και φωτογράφος Εμπρού Τσεϊλάν. Οι ηθοποιοί δεν είναι επαγγελματίες. Ο Τσεϊλάν χρησιμοποίησε πολλούς ερασιτέχνες. Ο Μουχάμετ Ουζουνέρ, για παράδειγμα, το ηθικό επίκεντρο της ταινίας, είχε την παρθενική ερμηνευτική του εμπειρία μέσα από το ρόλο του γιατρού. Ο σκηνοθέτης επανακάμπτει με ρηξικέλευθο τρόπο. Στηρίζεται στην προσοχή, στη λεπτομέρεια, στην αισθητική τελειότητα, στον έξοχο χειρισμό των τεχνικών μέσων, της κάμερας, του κάδρου, της γραφής και απαιτεί τουλάχιστον την ίδια υπεροχή από τους ηθοποιούς του, σε επίπεδο ερμηνείας. Ο πυρήνας της ερμηνείας του εισαγγελέα του σκωπτικά επονομαζόμενου «Κλαρκ Γκέιμπλ» εντοπίζεται στο στοιχείο της «αντίδρασης» και όχι της δράσης, σε κείνο της «ανταπάντησης», στο νεύμα, στο βλέμμα, στο γνέψιμο. Η ερμηνεία του γιατρού σφραγίζεται από την εσωτερικότητα των σιωπών του, του απωθημένου πόνου, της μοναξιάς των φωτογραφιών. Ειδικά στο σημείο που το πλάνο κλείνει, με κοντινό και πολύ κοντινό, στα μάτια, στο βλέμμα που κοιτάζει κατάματα κι επίμονα την κάμερα, λίγο πριν περάσει στο θάλαμο που θα κάνει τη νεκροψία.

Ο Τσεϊλάν αποδεικνύει περίτρανα ότι ο ρεαλισμός στην τέχνη δεν παράγεται παρά έντεχνα και συνιστά μια ξεκάθαρη δημιουργία της φαντασίας. Ο ίδιος επαναπροσδιορίζει το μοντάζ ως την ουσία της τέχνης του κινηματογράφου και χρησιμοποιεί το χρόνο ως πολιτισμικό στοιχείο, σαν την πολυτέλεια για το στοχασμό, κάτι που οι κοινωνίες των πόλεων αδυνατούν να έχουν. Ο αργός ρυθμός της ταινίας εντάσσεται και αυτός στην έννοια του χρόνου, καταπώς την ορίζει ο σκηνοθέτης, επιτρέποντας έτσι στο θεατή να γευτεί την εικόνα και να την απολαύσει. Η φωτογραφία εκμεταλλεύεται λειτουργικά το παραμικρό κύτταρο στο κάθε ντεκόρ μέρα και νύχτα, φτιάχνει εικόνες που σε αλληλουχία και σε συνάρτηση με τα πλάνα φιξ, γεννούν σεκάνς με γεύση μεγάλων εικαστικών έργων.

Η πυκνότητα της ταινίας δε σκοντάφτει σε κανένα από τα κεφάλαια που τη συνθέτουν. Στην τεράστια εννοιολογική σεκάνς της αρχικής νυχτερινής διαδρομής, που στοιχίζεται πίσω από το δίπολο φύση/πολιτισμός, με «ασήμαντες» αλλά επίμονες εικόνες που ξεκινούν από τη μορφή για να προσδώσουν επίταση στην ουσία. Το μήλο που πέφτει από το δέντρο και κυλά κατά μήκος στο ρυάκι μέχρι να του φράξει το δρόμο μια πέτρα, ή το σμιλευμένο στο βράχο γλυπτό που αποκαλύπτει η αστραπή, απομεινάρι παλιού πολιτισμού. Και μετά έρχεται ο άνθρωπος, στο πρόσωπο της κόρης πίσω από το φως του κεριού... Η ίδια η ζωή, που επισκιάζει τα πάντα...

Παίζουν: Μοχάμετ Ουζουνέρ, Γιλμάζ Ερντογάν, Τανέρ Μπιρσέλ, Αχμέτ Μπθμτάζ Ταϊλάν, Φιράτ Τανίς, Ερκάν Κεζάλ, Ερόλ Ερασλάν, Ουγκούρ Αρσάνογλου, κ.ά.

Παραγωγή: Τουρκία, Γαλλία, Βοσνία (2011).