Σχετικά με το συγκεκριμένο των μόνιμων «εμπειρογνωμόνων», υπάρχει ιστορικό προηγούμενο με το «Σχέδιο Μάρσαλ» και τους Αμερικανούς «εμπειρογνώμονες». Αυτήν την ιστορική πείρα παρουσιάζουμε, ακριβώς γιατί και τότε το εγχείρημα αποσκοπούσε στη σωτηρία, στη σταθεροποίηση και ενίσχυση του καπιταλισμού στην Ελλάδα. Και τότε υπήρχαν φωνές μερίδας των αστών περί απώλειας κυριαρχικών δικαιωμάτων. Οπως και τώρα με τις αποφάσεις για τη διαχείριση του κρατικού χρέους.
Ας το παρακολουθήσουμε μέσα από τα αποσπάσματα άρθρου στην ΚΟΜΕΠ, τ.5/2007, της Ελένης Μπέλλου, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ.
Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Καθημερινή» ο Τζέιμς Γουόρεν, ηγετικό στέλεχος της αμερικανικής οικονομικής αποστολής που υλοποίησε το «Σχέδιο Marschall» στην Ελλάδα, λέει τα εξής: «Οταν ήρθε η αμερικάνικη αποστολή [...] κατέληξαν με την κυβέρνηση Τσαλδάρη σε μια πολύ αυστηρή συμφωνία, πολλές πτυχές της οποίας αποτελούσαν σαφή παρέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδας. Μπορεί κάλλιστα να πει κανείς ότι επρόκειτο όχι για απλή παρέμβαση, αλλά για επέμβαση στην εθνική κυριαρχία της χώρας. Προσωπικά πιστεύω ότι επρόκειτο για μια πολύ έξυπνη και επιτυχή κίνηση από την πλευρά των Ελλήνων ιθυνόντων. Ηταν μια μικρή ομάδα Ελλήνων πατριωτών - και δε χρησιμοποιώ τη λέξη τυχαία - που τόλμησαν να κάνουν βήματα που θα απέτρεπαν την καταστροφή της χώρας τους, η οποία κινδύνευε να εξελιχθεί σε Αλβανία ή Βουλγαρία. Η επιτυχία ήταν ότι έφεραν τους Αμερικανούς, όχι απλά ως συμβούλους, αλλά ως ελεγκτές και υπεύθυνους των αποφάσεων. Για τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα έπρεπε να καταπιεί την περηφάνια της και να αποδεχτεί ευρείες παρεμβάσεις. Αυτό ήταν το πνεύμα της συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών. [...] Γιατί, η Ελλάδα βρισκόταν σε ένα στρατηγικό σημείο. Και παρέμεινε στρατηγικά σημαντική έως το 1989 όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ενωση»1.
Αναφερόμενος σε ορισμένες αντιδράσεις που προκάλεσε η υλοποίηση του «Σχεδίου Marschall» στην Ελλάδα, διευκρινίζει ότι:
«Υπήρχε ένας Αμερικανός και ένας Ελληνας ειδικός στον κάθε τομέα, όπως π.χ. στη γεωργία, την ύδρευση κ.ά. Ο Αμερικανός, που είχε και τα χρήματα, θεωρούσε ότι έπρεπε να υλοποιηθεί ένα έργο, αλλά μερικές φορές ο Ελληνας δεν μπορούσε να πάρει το "πράσινο φως" από το υπουργείο του, λόγω της γραφειοκρατικής κωλυσιεργίας. Τελικά, η απόφαση υλοποιείτο μετά την παρέμβαση του Αμερικανού αξιωματούχου. Μερικές φορές γινόταν και το αντίθετο». Και παραδέχεται ότι οι Αμερικανοί έμειναν περισσότερο και έκαναν «επεμβάσεις, όχι απλά παρεμβάσεις», ότι «αρκετές φορές λειτουργούσαν ως ταύροι εν υαλοπωλείω», αλλά τελικά μετρούν τα αποτελέσματα.
Ο κ. Κ. Μητσοτάκης, που ως πολιτικός υπηρέτησε με συνέπεια το καπιταλιστικό σύστημα, ανεξάρτητα από την εκάστοτε θέση του στο αστικό πολιτικό σύστημα, θεωρεί ως «βέβαιο ότι αν η Ελλάδα δεν είχε τη βοήθεια του "Σχεδίου Marschall" και του δόγματος Τρούμαν ο εμφύλιος πόλεμος θα είχε χαθεί», γι' αυτό η Ελλάδα χρωστά δυο φορές την (καπιταλιστική) σωτηρία της στις ΗΠΑ. Ισχυρίζεται ότι όσοι έζησαν την εποχή εκείνη γνωρίζουν ότι «η βεβαιότητα του αποτελέσματος ήταν κάθε άλλο παρά δεδομένη. Υπήρξαν στιγμές στη διάρκεια του εμφυλίου που το κράτος κλονίστηκε, πολλοί λιποψύχησαν και ήσαν έτοιμοι να εγκαταλείψουν τον αγώνα».
Ιδιαίτερη σημασία έχει και η σχετική αρθρογραφία του τελευταίου πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Charles Ries, ο οποίος δήλωσε ότι: «Πολλοί Ελληνες σήμερα περιγράφουν τον Αμερικανό πρέσβη Τζον Ε. Πιουριφόι (1950 - 1953) ως ένα είδος Ρωμαίου πραίτορα», ενώ στην πραγματικότητα ενδιαφερόταν «να διασφαλίσει ότι τα χρήματα των Αμερικανών φορολογουμένων θα έπιαναν τόπο»2. Υποστήριξε ακόμη ότι χάρη στο «Σχέδιο Marschall» η βιομηχανική παραγωγή της Ελλάδας εκτινάχθηκε στα ύψη μετά τον πόλεμο, ότι γι' αυτήν την εκτίναξη χρειάστηκαν μόνο λίγα χρόνια και όχι δεκαετίες.
Ακολούθησε στις 12 Ιουλίου 1947 η ειδική διάσκεψη (συγκλήθηκε από τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία) του Παρισιού, στην οποία πήραν μέρος 16 ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Στη διάσκεψη ιδρύθηκε η Επιτροπή Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας, που αργότερα εξελίχθηκε σε μόνιμο οργανισμό με την επωνυμία Οργανισμός Οικονομικής Ευρωπαϊκής Συνεργασίας (OEEC). Το Μάρτη του 1948 ψηφίστηκε στις ΗΠΑ ο νόμος Περί εξωτερικής βοήθειας, ο οποίος προέβλεπε 4ετές πρόγραμμα βοήθειας προς τις παραπάνω ευρωπαϊκές χώρες. Για τη διαχείριση του προγράμματος ιδρύθηκε η Διοίκηση Οικονομικής Συνεργασίας - ΔΟΣ (Economic Cooperation Administration- ECA). Επικεφαλής της ΔΟΣ διορίστηκε ο Paul Hoffman, ο οποίος προσδιόρισε την ουσία του «Σχεδίου Marschall» ως εξής: Το έργο μας είναι η αποκατάσταση.
Κατά το οικονομικό έτος 1951-52, κατά τη διάρκεια του αμερικανικού ιμπεριαλιστικού πολέμου εναντίον της Κορέας, αναπροσαρμόστηκαν οι στόχοι της «αμερικανικής βοήθειας» στην Ευρώπη, με σχεδόν αποκλειστικό στόχο το στρατιωτικό τομέα.5
Εκείνη την περίοδο, υπήρξε αποκαλυπτική, ως προς τους στόχους του «Σχεδίου Marschall», η τοποθέτηση του τότε καθηγητή Αγγελου Αγγελόπουλου6:
«Οι βαθύτεροι λόγοι της βοήθειας αυτής είναι οικονομικοί. Είναι η διατήρηση του σημερινού επιπέδου της απασχολήσεως, είναι η επέκταση της οικονομικής ισχύος της Αμερικής, είναι η αποφυγή της οικονομικής κρίσεως. Υπό τις σημερινές συνθήκες η αμερικανική βοήθεια για την Ευρώπη αποτελεί ζωτική ανάγκη για την αμερικανική οικονομία. Δίχως αυτήν η οικονομική κρίση είναι αναπόφευκτη...». (...)
Αξιοσημείωτη είναι και η μεταγενέστερη εκτίμηση του Γ. Μίρκου, επίτιμου διοικητή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας:
«Το Σχέδιο (Marschall) από πλευράς "στόχων" και "τεχνικής λειτουργίας" ήταν τέλειο. Κατ' αρχήν, λειτουργούσε με ενιαίο τρόπο και κάλυπτε τρεις στόχους. Βοηθούσε σημαντικά την οικονομία των ΗΠΑ, ενώ παράλληλα προωθούσε προς την ανασυγκρότηση την ευρωπαϊκή οικονομία. Πάνω σ' αυτήν την οικονομική ανάπτυξη του Δυτικού Κόσμου στήριζαν οι ΗΠΑ την εξωτερική, κυρίως αντικομμουνιστική, πολιτική τους. Η Ελλάδα τοποθετούμενη στον ευαίσθητο γεωπολιτικό χώρο της αμυντικής γραμμής των Δυτικών επωφελήθηκε αναμφισβήτητα από την οικονομική βοήθεια του Σχεδίου, άσχετα αν δεν αξιοποίησε πλήρως τη βοήθεια που έλαβε»7.
Η αναγγελία της απότομης μεγάλης περικοπής της «αμερικανικής βοήθειας» για το οικονομικό έτος 1952-1953 (από 182 εκατ. δολάρια το προηγούμενο έτος, σε 81,2 εκατ. δολάρια)8 προκάλεσε έντονη συζήτηση και αντιπαράθεση στους αστικούς κύκλους ως προς την εξέλιξη της συμβολής αυτών των εισροών στην οικονομική ανασυγκρότηση και την εκβιομηχάνιση της ελληνικής οικονομίας.
Η απότομη περικοπή των αμερικανικών κονδυλίων οδήγησε σε μεγάλη περικοπή των δημοσίων επενδύσεων και περιορισμό της πιστοδότησης των ιδιωτικών, αφού δεν είχαν αναπτυχθεί ακόμη μηχανισμοί και δεν είχε προωθηθεί πολιτική ταχείας εσωτερικής συσσώρευσης. Σε αυτές τις συνθήκες οξύνθηκε η συζήτηση ακόμη και η αστική διαπάλη για το ρόλο της αμερικανικής οικονομικής και πολιτικής παρέμβασης στην Ελλάδα, τη θετική ή αρνητική επίδρασή της στην πορεία εκβιομηχάνισής της.(...)
Στη διετία περικοπής έως και τη λήξη του «Σχεδίου Marschall» για την Ελλάδα, γινόταν όλο και πιο αυστηρή από τους αξιωματούχους των ΗΠΑ η επιβολή όρων και η επιτήρηση χρήσης της αμερικανικής βοήθειας, ενώ εντεινόταν η θεωρητική και πολιτική διαμάχη για τις αιτίες καθυστέρησης της βιομηχανικής ανάπτυξης.
Οξύνθηκε η συζήτηση για τα αίτια της καθυστέρησης του προγράμματος ανασυγκρότησης. Η άμεση ανάμειξη των αξιωματούχων των ΗΠΑ - συμβούλων, εμπειρογνωμόνων, επιτηρητών - στα οικονομικά επιτελεία τροφοδοτούσε το γενικό κλίμα απόδοσης άμεσων πολιτικών ευθυνών στις ΗΠΑ για την πορεία ανασυγκρότησης στην Ελλάδα.
Στην πραγματικότητα, η κατάσταση ήταν πιο σύνθετη. Οσον αφορούσε το σκέλος της «βοήθειας» για την οικονομική ανασυγκρότηση, αρχικά οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ εμφανίστηκαν υπέρ του προσανατολισμού τους προς επενδυτικά έργα αναπτυξιακής υποδομής και λιγότερο σε έργα οικισμού - στέγασης και βραχυπρόθεσμης ανάπτυξης. Στη συνέχεια, ιδίως από το 1950 και ύστερα, η Αμερικανική Αποστολή που χειριζόταν τη βοήθεια του «Σχεδίου Marschall» (ECA) φρόντιζε να διατηρεί αδιάθετο μεγάλο μέρος των δραχμών της βοήθειας. Ετσι, δε μεταφέρονταν στον προϋπολογισμό σημαντικά ποσά από τις δραχμές αυτές. Το αδιάθετο ποσό προοριζόταν σε σημαντική έκταση για να καλύψει μελλοντικά το άνοιγμα των λογαριασμών του Δημοσίου στην Τράπεζα της Ελλάδας και να αποφευχθεί η πληθωριστική έκδοση χαρτονομίσματος9.
Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του Ξ. Ζολώτα: «...Πλησιάζομεν τα δυο έτη από τότε που ήρχισεν η Αμερικανική βοήθεια βάσει του δόγματος Τρούμαν και συνεχίσθη βάσει του "Σχεδίου Marschall". Πώς είναι ο απολογισμός της περιόδου αυτής ως προς την Ανασυγκρότησιν; Πενιχρότατος. [...] ΠΡΩΤΟΝ. Το προβλεφθέν ποσόν δραχμών διά την κάλυψιν των επιτοπίων εξόδων Ανασυγκροτήσεως αποδεκατίζεται λόγω της προϊούσης αυξήσεως του ελλείμματος του Προϋπολογισμού, οφειλομένης εις την επέκτασιν των στρατιωτικών και προσφυγικών δαπανών. [...] ΤΡΙΤΟΝ. Ανηγγέλθη ότι γίνεται σκέψις το ήμισυ περίπου της εις δολλάρια πιστώσεως διά την προμήθεια κεφαλαιουχικών αγαθών θα διατεθή διά την αγοράν καταναλωτικών ειδών, ίνα εκ του προϊόντος των καλυφθή αντίστοιχον έλλειμμα του Προϋπολογισμού. [...] Εκ παραλλήλου τα δολάρια Ανασυγκροτήσεως επ' ουδενί λόγω πρέπει να επιτραπή να διατίθενται δι' άλλους σκοπούς - ως κάλυψιν ελλειμμάτων του Προϋπολογισμού - εκτός από την Ανασυγκρότησιν. Τα δολάρια αυτά αποτελούν το κεφάλαιον βιωσιμότητος της Ελλάδος και πρέπει να τα διαφυλάξωμεν ως κόρην οφθαλμού»10.
Σύμφωνα με παρατηρήσεις οικονομολόγων, όπως οι καθηγητές Ξ. Ζολώτας και Αγ. Αγγελόπουλος, το κυβερνητικό σχέδιο βιομηχανικής ανασυγκρότησης δε στηρίχτηκε σε αναλόγων απαιτήσεων τεχνικό κρατικό πρόγραμμα και λειτουργικές προϋποθέσεις, με αποτέλεσμα να μην πραγματοποιηθεί η κύρια επιδίωξη του προγράμματος ανασυγκρότησης, δηλαδή η δημιουργία των βασικών βιομηχανιών που προέβλεπε.
Η σύνταξη του περιοδικού «Νέα Οικονομία» (ιδρυτής Αγγ. Αγγελόπουλος) υποστήριζε ότι «στην πραγματικότητα το κριτήριο που επικράτησε κατά τα πρώτα χρόνια κατά την επιλογή των έργων ήταν η μεγαλύτερη ευκολία πραγματοποίησης, που στην ουσία σήμαινε να δαπανάται η βοήθεια οπωσδήποτε για να μη μείνει αχρησιμοποίητη»11. Χαρακτήριζε δε την οικονομική άνθηση των τριών πρώτων χρόνων του «Σχεδίου Marschall» (που βελτίωνε προσωρινά την κατάσταση από την άποψη της απασχόλησης, χωρίς όμως να συμβάλλει ουσιαστικά στην οικονομική ανάπτυξη) ως προϊόν μιας σπατάλης πόρων, από την οποία επωφελήθηκαν ορισμένες τάξεις και όχι η εθνική οικονομία ως σύνολο(...).
Ο Γεώργιος Μίρκος, επίτιμος διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, αναφέρει ότι η Ελλάδα τοποθετούμενη στον ευαίσθητο γεωπολιτικό χώρο της αμυντικής γραμμής των Δυτικών επωφελήθηκε αναμφισβήτητα από την οικονομική βοήθεια του «Σχεδίου Marschall», άσχετα αν δεν αξιοποίησε πλήρως τη βοήθεια που έλαβε(...).12
Σε αυτό το έδαφος αναπτύχθηκε η αστική θεωρητική και πολιτική διαμάχη για τις αναλογίες μεταξύ σταθεροποίησης και ανάπτυξης, γεωργίας και βιομηχανίας, εκσυγχρονισμού και επέκτασης παλαιών βιομηχανικών μονάδων και δημιουργίας νέων μονάδων, παραδοσιακών κλάδων της μεταποίησης και νέων βιομηχανικών κλάδων με αξιοποίηση εγχώριων πρώτων υλών κλπ.
Η διαπάλη οξύνθηκε με την Εκθεση13 που υπέβαλε ο καθηγητής (και τέως διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος) Κυριάκος Βαρβαρέσος στην κυβέρνηση Ν. Πλαστήρα, στις αρχές του 1952.
Ο Κ. Βαρβαρέσος τάχθηκε με άκρα επιφύλαξη «εις την χρηματοδότησιν νέων επενδύσεων εις την βιομηχανίαν». Τάχθηκε υπέρ της ανάγκης να υποβληθεί κάθε πρόταση και κάθε σχέδιο σε ενδελεχή και εξονυχιστική έρευνα.
Η άποψή του για το πρόγραμμα βιομηχανικής ανάπτυξης έτεινε προς τον αποκλεισμό της κρατικής παρέμβασης για την παραγωγή αλουμινίου, αζώτου ή σιδήρου, παρά την ύπαρξη ορυκτού και εργατικού δυναμικού, γιατί θεωρούσε ότι η στενότητα της εσωτερικής αγοράς, θα καθιστούσε μη συμφέρουσα οικονομικώς την παραγωγή. Ακόμα, υποστήριξε ότι το κράτος έπρεπε να προσανατολιστεί στην αποκατάσταση της νομισματικής και οικονομικής σταθερότητας και να αφήσει στο ιδιωτικό κεφάλαιο την εκδήλωση ενδιαφέροντος για ανάλογες βιομηχανίες. Θεωρούσε ότι η ανάπτυξη της γεωργίας έπρεπε να αποτελέσει την κύρια επιδίωξη ενός προγράμματος ανασυγκρότησης. Ακόμα, προέτρεπε στη χρηματοδότηση ανταγωνιστικών επιχειρήσεων βιομηχανικής παραγωγής ειδών ευρείας κατανάλωσης, επιχειρήσεων που θα συμμετείχαν δι' ιδίων κεφαλαίων στην αύξηση της παραγωγής τους, υπέρ φορολογικών διευκολύνσεων σε βιομηχανίες των οποίων θα κρινόταν συμφέρουσα η ίδρυση.
Η Εκθεση συνάντησε έντονη κριτική14 και σε ορισμένες περιπτώσεις χαρακτηρίστηκε και ως παρέμβαση των ΗΠΑ.
Μια προσεκτική μελέτη της Εκθεσης του Κ. Βαρβαρέσου και των προηγούμενων προτάσεών του, αποφορτισμένη από το κλίμα της πολιτικής αντιπαράθεσης της εποχής, δίνει τη δυνατότητα να κατανοηθεί καλύτερα το σκεπτικό, η αφετηρία των προτάσεων του συγγραφέα της, αλλά και της αστικής αντιπαράθεσης εκείνης της εποχής.
Ο Κ. Βαρβαρέσος (...) θεωρούσε ως πηγή της νομισματικής ανισορροπίας (πληθωρισμός, μαύρη αγορά) την ανισορροπία μεταξύ Δημοσιονομικής - Πιστωτικής - Τιμολογιακής πολιτικής, που οδηγούσε σε μεγάλα δημόσια ελλείμματα, φοροδιαφυγή και αισχροκέρδεια. Και από αυτή την οπτική, ο δηλωμένος αντικομμουνιστής, έκανε κριτική τόσο στην πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων, όσο και στη βρετανική παρέμβαση, ότι όξυναν τις κοινωνικές αντιθέσεις. (...)
Ο Βαρβαρέσος είχε στενούς δεσμούς με τις ΗΠΑ, όπως και με το Ην. Βασίλειο, οι οποίοι ενισχύθηκαν όντας αντιπρόσωπος της Ελλάδας στους διεθνείς οργανισμούς. Κατοικούσε μόνιμα στις ΗΠΑ, όταν η κυβέρνηση Πλαστήρα του ζήτησε Εκθεση επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδας. Ο ίδιος υπήρξε πηγή πληροφοριών των ΗΠΑ σχετικά με την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας και στήριγμά τους, όχι όμως με τη λογική της «εθνικής μειοδοσίας». Είχε ιστορικό διαπραγμάτευσης των «ελληνικών» συμφερόντων στις διεθνείς οικονομικές ενώσεις, όπως στην UNRA και τη Διεθνή Τράπεζα.
Η Εκθεση Βαρβαρέσου πυροδότησε την αντίληψη για τις πρωταρχικές ευθύνες του ξένου παράγοντα στη βιομηχανική καθυστέρηση της Ελλάδας.(...)
Τόσο εκ μέρους των ΗΠΑ όσο και του σημαντικότερου τμήματος της αστικής τάξης στην Ελλάδα, το «Σχέδιο Marschall» προβλήθηκε ως σωτήριο μέσο για την «εθνική» οικονομία και ανάπτυξη της Ελλάδας, υπεράνω της ταξικής της διάρθρωσης και των εσωτερικών καπιταλιστικών αντιθέσεών της.
1. Εφημερίδα «Καθημερινή», 17 Ιουνίου 2007.
2. Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 2 Ιουνίου 2007.
4 Εφημερίδα «Εστία», 11 Ιουνίου 2007.
5 Βιβλιογραφικά βλέπε: Τράπεζα της Ελλάδος: «Τα πρώτα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος», 1978, σελ. 346-349. Γεωργίου Μίρκου: «Η οικονομική διάσταση του δόγματος Truman και του "Σχεδίου Marschall" στην Ελλάδα», στην έκδοση του υπουργείου Εξωτερικών - Καστανιώτη «Η Ελλάδα στο μεταίχμιο ενός νέου κόσμου», τόμος Α΄, σελ. 60-63.
6 Περιοδικό «Νέα Οικονομία», τόμος 1947-1948, σελ. 73 (τεύχος Δεκεμβρίου 1947), άρθρο του Α. Αγγελόπουλου: «Γιατί η Αμερική θέλει να βοηθήσει την Ευρώπη».
7 Γεώργιος Μίρκος: «Η οικονομική διάσταση του δόγματος Truman και του "Σχεδίου Marschall" στην Ελλάδα», στην έκδοση του υπουργείου Εξωτερικών - Καστανιώτη «Η Ελλάδα στο μεταίχμιο ενός νέου κόσμου», σελ. 60-61.
8 Τράπεζα της Ελλάδος: «Τα πρώτα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος», 1978, σελ. 286.
9 Την τακτική αυτή, να μένει στείρο ένα μέρος των εισπράξεων σε εθνικό νόμισμα που αντιστοιχούσαν στην αμερικανική βοήθεια, τη χρησιμοποιούσε γενικώς η ECA στις ευρωπαϊκές χώρες που έπαιρναν βοήθεια του «Σχεδίου Marschall» ως μέσο αποπληθωριστικής πολιτικής, προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να φέρει αντιπερισπασμό σε τυχόν πληθωριστική έκδοση χαρτονομίσματος για την κάλυψη ελλειμμάτων του προϋπολογισμού ή τη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Τράπεζα της Ελλάδος: «Τα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος», 1978, σελ. 293-294.
Βλέπε, Ξ. Ζολώτα: «Νομισματικό πρόβλημα και ελληνική οικονομία», Αθήνα 1950, σελ. 36.
10 Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 8 Ιανουαρίου 1949, άρθρο του Ξ. Ζολώτα :«Προοπτική ανασυγκροτήσεως», περιοδικό ΑΝΤΑΙΟΣ, τόμος 1948-1949, σελ. 263 (ή τεύχος 5-6, συμπληρωματικό του έτους 1948).
11 «Νέα Οικονομία», «Το τέλος του Σχεδίου Μάρσαλλ», τεύχος Αυγούστου 1952, σελ. 337-338.
12 Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος: «Η Ελλάδα στο μεταίχμιο ενός νέου κόσμου», τόμος πρώτος, εκδόσεις «Καστανιώτη», σελ. 61.
13 Η Εκθεση περιελάμβανε και ένα εμπιστευτικό τμήμα, θέμα του οποίου ήταν «Η αναπροσαρμογή της δραχμής», το οποίο δημοσιοποιήθηκε μετά την υποτίμηση της δραχμής το 1953. Συμπεριλαμβάνεται στη σχετικά πρόσφατη έκδοση «Σαββάλας», Κυριάκος Βαρβαρέσος: «Εκθεσις επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος».
14 Βλέπε: «Νέα Οικονομία», τόμος 1952, τεύχος Φεβρουαρίου, σελ. 49-52.