ΞΑΒΙΕ ΝΤΟΥΡΙΝΖΕ
Ο κατακτητής
Πέμπτη 10 Νοέμβρη 2011

Εν μέσω βαθέματος και στη Γαλλία της καπιταλιστικής κρίσης, με συνεχώς επιδεινούμενα μέτρα λιτότητας για το λαό κι ενώ οι προεδρικές εκλογές τέμνουν τον ορίζοντα του 2012, «συνέπεσε» η έξοδος, στις κινηματογραφικές αίθουσες, μιας βιογραφικής, για τον Νικολά Σαρκοζί, ταινίας με τίτλο «Ο ΚΑΤΑΚΤΗΤΗΣ». Το φιλμ καλύπτει την περίοδο 2002 - 2007 και αναφέρεται στο χρονικό αναρρίχησης του ανδρός, από μια υπουργική έδρα, στο ύψιστο πολιτειακό αξίωμα της χώρας του. Πρόκειται για μια επίπεδη κι ελαφριά κωμωδία, με χαρακτηριστικά καρικατούρας, με νευρικό μοντάζ, με πιστές προσωπογραφίες αισθητικής «μασκαρέματος» πασίγνωστων μάχιμων πολιτικών. Οι ηθοποιοί που υποδύονται τους χαρακτήρες της ταινίας επιζητούν να φανούν άξιοι διασκεδαστές μέσα από την επίδειξη των μιμητικών τους δεξιοτήτων ή, καλύτερα, εκθέτοντας στη δημόσια θέα, τα αποτελέσματα της σπουδής τους πάνω στο αντικείμενο.

Μια πρώτη ανάγνωση - λαμβάνοντας σαφώς υπόψη το ανούσιο και άχρηστο του περιεχομένου - οδηγεί στο καθόλου αυθαίρετο συμπέρασμα ότι αυτό το φιλμ υπάρχει για να ξαναλουστράρει την εικόνα του Νικολά Σαρκοζί, να κρατήσει άσβεστο το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για το άτομό του και να αυξήσει κατά τι τα ποσοστά του ενόψει των εκλογών του 2012. Κανείς, φυσικά, δε διανοείται ότι αν η ταινία - που λέγεται ότι γυρίστηκε σε συνθήκες μυστικότητας και διακριτικότητας - δε βόλευε τον Πρόεδρο θα έφθανε καν στις αίθουσες.


Μια δεύτερη, βέβαια, ανάγνωση θα μπορούσε να εστιάσει στον ίδιο τον Σαρκοζί. Στον πολιτικό που λειτουργεί ταυτόχρονα και σαν ηθοποιός και σαν σκηνοθέτης του εαυτού του. Ο ίδιος παράγει το επικοινωνιακό γεγονός και ο ίδιος το σκηνοθετεί. Συστατικό στοιχείο της επικοινωνιακής του στρατηγικής είναι η τήξη της δημόσιας και ιδιωτικής του εικόνας, σε σημείο που να καθίσταται απολύτως δυσδιάκριτο πού τελειώνει το ένα και πού αρχίζει το άλλο... Από το «λιώσιμο» αυτό του ενός μέσα στο άλλο απορρέει η εν δυνάμει χρησιμοποίηση της ιδιωτικής του ζωής προς όφελος των πολιτικών του στόχων... Μέχρι πού μπορεί αυτό να φθάσει; Μέχρι το σημείο που ακουμπά στα όρια του νόμου. Φαίνεται ότι ο Σαρκοζί είχε εξαρχής όχι μόνο μελετήσει, αλλά και θεωρητικοποιήσει αυτήν τη σχέση, την αντικατάσταση του πολιτικού λόγου από την επικοινωνιακή εικόνα, δεδομένου ότι ο ίδιος δε μεγάλωσε χωμένος στα βιβλία και την κλασική παιδεία, αλλά μπροστά στην τηλεόραση. Με αυτό το Μέσο έμαθε να έχει σχέση και τη γλώσσα αυτού του Μέσου αποκωδικοποίησε. Η τέταρτη εξουσία γέννησε την εικόνα του Σαρκοζί «κατακτητή» που κατακτά την κοινή γνώμη, τις ωραίες γυναίκες, την πολιτική εξουσία, την προεδρία... Η - κατά Σαρκοζί - πολιτική συνίσταται σε έναν μηχανισμό μάρκετινγκ στην υπηρεσία της κατάκτησης της εξουσίας, ο πολιτικός αγώνας συνίσταται στον τρόπο λειτουργίας και διαχείρισης του συνόλου του πολιτικού και επικοινωνιακού συστήματος. Ο Σαρκοζί κατάκτησε την εξουσία με μια ντουζίνα ανθρώπους τοποθετημένους στη σωστή θέση στους μηχανισμούς εξουσίας.

Η ταινία του Ντουρινζέ έχει υλικό την πολιτική. Με ένα σενάριο - κολάζ από ανεκδοτολογικά σημειώματα και άρθρα που κατά καιρούς είδαν το φως της δημοσιότητας, με επίπεδη κινηματογραφική απόδοση και όρους πιο κοντά στη διήγηση παρά στην αναπαράσταση, αναρωτιέται κανείς ποια η ανάγκη για φιλμ για τον κινηματογράφο κι όχι για την τηλεόραση. Γιατί ο σεναριογράφος της ταινίας Πατρίκ Ροτμάν, δημιουργός τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ για τον Μιτεράν και τον Σιράκ, δεν έκανε ακόμα ένα, για τον Σαρκοζί; Με αυθεντικό τίτλο «Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ» τι άλλο πάει να κάνει η ταινία παρά promotion για τον Σαρκοζί; Με πανουργιά και υπαινιγμούς πάει να δώσει την εντύπωση μιας ψευδο-αντικειμενικότητας, με βάρος στις κρυμμένες πτυχές της ζωής του. Δείχνει, π.χ., τον Σαρκοζί να ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για τη διαμάχη με τον Βιλπέν, την ίντριγκα με τον Σιράκ και την προσωπική περιπέτεια με την σύζυγό του Σεσιλιά που τον εγκαταλείπει, παρά για το λαό και την τύχη του. Παρουσιάζεται σαν πολυεδρική προσωπικότητα με χαρακτηριστικά αντιθετικά, μοιρασμένα ισόβαρα: χαρισματικός / αξιολύπητος, αμείλικτος / εύθραυστος, κάτι που προβάλλει τον «ανθρώπινο» Σαρκοζί. Ο λόγος του επίσης αρθρώνεται σε τρία επίπεδα: ως λόγος στις σημαντικές ομιλίες, ως λόγος μπροστά στις κάμερες και ως λόγος ιδιωτικός (όταν κλείνουν οι κάμερες), ενώ ο ίδιος παρουσιάζεται ειλικρινής και αληθινός. Ωστόσο, οι αλήθειες του είναι ρευστές, μετατοπίζονται και αλλάζουν συνεχώς.

Η ταινία ήθελε, από τη μια, να αποφύγει την ντοκουμενταρίστικη πλευρά και την κάμερα στον ώμο, ενώ, από την άλλη, το εξ αντικειμένου στατικό θέμα, έπρεπε να δοθεί κίνηση, κάτι που η κάμερα σπάνια μας κάνει να αισθανθούμε: Το επείγον στην κίνηση αυτού του μανιοκαταθλιπτικού ατόμου. Οι ηθοποιοί κάνουν αξιοπρεπώς τη δουλειά που κλήθηκαν να κάνουν, προσπαθώντας να μην τους καταπιεί το ντεκόρ. Ιδιαίτερα ο Ντενί Πονταλιντές, στο ρόλο του Νικολά Σαρκοζί, συλλαμβάνει την ενέργεια και τη στάση σε πρόσωπα και γεγονότα του χαρακτήρα που υποδύεται, σε ένα ατέλειωτο one man's show. Χωρίς κανείς να αμφισβητεί το ταλέντο του, η «μίμηση» είναι τάξης overdose, καρικατούρας. Είναι μίμηση του περιγράμματος, του σχήματος, των τικ, του τόνου και χροιά φωνής, των χειρονομιών... Οι γκριμάτσες, το βλέμμα, το νεύρο, οι ρυθμοί, η ενέργεια δε βγαίνουν αβίαστα, πλήρως αφομοιωμένα. «Δεν είμαι μίμος, λέει ο Ντενί Πονταλιντές. Στη ζωή, βέβαια, μου αρέσει να μιμούμαι ...».

Γεγονός είναι ότι ο Σαρκοζί ετοιμάζεται να ξαναχτυπήσει στις εκλογές του 2012, ετοιμάζεται πάλι για προεκλογική εκστρατεία υπό σχήμα «ζευγαριού», με τα ΜΜΕ να τροφοδοτούν τη χειραγωγημένη περιέργεια των μαζών για τον πρόεδρο και την γυναίκα του, να εστιάζουν στο πρόσωπο και όχι στο πρόγραμμα ενός πολιτικού. Το γεγονός και μόνο ότι η κινηματογραφική «ωδή στον Σαρκοζί» προκαλεί συζητήσεις επί συζητήσεων αποδεικνύεται καλό κόλπο για τις επικείμενες εκλογές. Ολα είναι υπολογισμένα και τίποτα δεν είναι τυχαίο...

Παίζουν: Ντενί Πονταλιντές, Φλοράνς Περνέλ, Ιπολίτ Ζιραρντό, Μπερνάρ Λε Κοκ, Σαμουέλ Λαμπάρτ, κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία (2011).