ΖΑΝ ΡΕΝΟΥΑΡ
Η μεγάλη Χίμαιρα
Πέμπτη 29 Δεκέμβρη 2011

Στα μέσα της δεκαετίας του '30 εμφανίζεται και στη Γαλλία η ιδέα του Λαϊκού Μετώπου (ΛΜ), συνασπισμού κομμουνιστών/σοσιαλδημοκρατών κυρίως, με στόχο την απόκρουση του διαφαινόμενου κινδύνου του φασισμού και του πολέμου. Το 1935 ο κίνδυνος γίνεται περισσότερο από ορατός. Το 1936 το ΛΜ κερδίζει τις βουλευτικές εκλογές. Με τη δημιουργία του ΛΜ οι κομμουνιστές ήταν εκείνοι που δεσμεύτηκαν σε μια ευρείας έκτασης στροφή πολιτικού και, τελικά, ιδεολογικού χαρακτήρα, ενώ οι άλλοι συμβαλλόμενοι δεν δεσμεύτηκαν σε τίποτα απολύτως. Παραχωρήσεις έκαναν μόνο οι κομμουνιστές, ενώ ο αρχηγός της κυβέρνησης του ΛΜ Λεόν Μπλουμ διευκρίνιζε ότι «η κυβέρνηση του ΛΜ θα δράσει μέσα στα πλαίσια της σημερινής κοινωνίας». Δηλαδή, όπως αναφέρει ο Θανάσης Παπαρήγας στο εξαιρετικό βιβλίο του «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Σκέψεις για μερικές πλευρές του» (εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»), «...οι κομμουνιστές έχουν ήδη αναλάβει μια υποχρέωση που αχρηστεύει οποιαδήποτε άλλη: Να υποστηρίξουν μια κυβέρνηση που δρα στα "πλαίσια της σημερινής κοινωνίας"». Ηδη στα τέλη του '36 ήταν σαφές ότι η κυβέρνηση του γαλλικού ΛΜ δεν κούνησε ούτε το δαχτυλάκι της για να σώσει την κυβέρνηση του ΛΜ στην Ισπανία και ότι δεν ανέτρεψε διόλου την πορεία προς το φασισμό και τον πόλεμο. Με φόντο τα παραπάνω και την επικείμενη προέλαση του Τρίτου Ράιχ, ο Ζαν Ρενουάρ γυρίζει το χειμώνα του 1936-'37 την ταινία «ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ». Η ταινία - από τις σημαντικότερες ταινίες, τόσο για τον πόλεμο όσο και στην ιστορία του κινηματογράφου - στόχο, μεταξύ άλλων, είχε να λειτουργήσει απαντητικά στο ζήτημα μιας μετωπικής σύγκρουσης με τη Γερμανία.


Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκονται δυο Γάλλοι αξιωματικοί που κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο αιχμαλωτίζονται από τους Γερμανούς. Παρά την κοινή τους εθνικότητα και την καθημερινή τους συνεργασία, στο να καταφέρουν να αποδράσουν από το στρατόπεδο που κρατούνται, οι δυο τους παραμένουν ξένοι, λόγω της ταξικής τους διαφοράς.

Ο Ζαν Γκαμπέν υποδύεται τον Μαρεσάλ, έναν ανεπιτήδευτο μηχανικό που προβιβάστηκε σε υπολοχαγό χάρη στη σημασία που απόκτησε η αεροπορία στη διεξαγωγή του πολέμου. Ο Μαρεσάλ δεν μπορεί να κατανοήσει τη σοφιστικέ κομψή συμπεριφορά και την επιφυλακτική απόσταση που κρατά ο αριστοκράτης συγκρατούμενός του - τον οποίο υποδύεται ο Πιέρ Φρενέ - που ως επί το πλείστον επιθυμεί να μένει μόνος, να ρίχνει πασιέντζες και απευθύνεται στον πληθυντικό στους συντρόφους του ενώ πλένει με σχολαστικότητα τα λευκά του γάντια. Ωστόσο, ο Γάλλος αριστοκράτης επικοινωνεί πολύ ευκολότερα με το Γερμανό ευγενή φύλακά του, ένα στρατιωτικό καριέρας με μονόκλ και επίσης λευκά γάντια, που υποδύεται ο μέγας Εριχ φον Στρόχαϊμ - επίκαιρος την ερχόμενη εβδομάδα με τη σκηνοθετική του ιδιότητα, λόγω της ταινίας του «ΑΠΛΗΣΤΙΑ», που βγαίνει στις αίθουσες. Και οι δυο αξιωματικοί ανήκουν σε έναν κόσμο υπεράνω «εθνικών συνόρων», που διέπεται από τις ίδιες τελετουργικές αβρότητες και το ίδιο επιτηδευμένα εξιδανικευμένο στιλ. Και οι δυο τους είναι σε θέση να συζητούν για αγώνες ιπποδρομίας που κέρδισαν τρόπαια ή για την αισθησιακή Φιφί, που αμφότεροι συνάντησαν το 1913 στο Παρίσι, στο «Maxim's». Η κοσμοπολίτικη κουλτούρα τους, τους παρέχει τη δυνατότητα να μιλά ο ένας τη γλώσσα του άλλου ή ακόμα και να συνδιαλέγονται σε μια τρίτη γλώσσα, που αμφότεροι χειρίζονται άριστα, στην προκειμένη περίπτωση τα αγγλικά, που εδώ μετατρέπονται σε γλώσσα ταξική, η οποία τους διαχωρίζει από τον περίγυρο των συμπατριωτών τους.

Ο Γάλλος όμως ξεχωρίζει σε κάτι από το Γερμανό ομογάλακτό του: Είναι ένας «διαφωτισμένος» αριστοκράτης, ενώ ο Γερμανός, ο Πρώσσος φαλακρός ευγενής, είναι ένα απολίθωμα που πεισματικά αρνείται να αποδεχθεί ότι ανήκει σε μια κοινωνική τάξη που ήδη έχει ολοκληρώσει τον κύκλο ζωής της. Οταν ο Γάλλος αριστοκράτης επισημαίνει ότι «άνδρες σαν τον Μαρεσάλ (Ζαν Γκαμπέν) είναι καλοί αξιωματικοί και καλοί στρατιώτες» ο Γερμανός ευγενής χαχανίζει περιφρονητικά: «Κομψό δώρο της Γαλλικής Επανάστασης!». Ο Γάλλος αριστοκράτης αντίθετα από τον Γερμανό αποδέχεται ορθολογικά ότι ο Μαρεσάλ ανήκει σε μια ανερχόμενη κοινωνική τάξη λέγοντας ότι «κανένας δεν μπορεί να κάνει κάτι για να εμποδίσει τη ροή του χρόνου». Και λίγο πριν πεθάνει, απευθυνόμενος στον Γερμανό ισότιμό του αναφέρει:

«Για έναν άνθρωπο του λαού, να πεθαίνει στον πόλεμο είναι φριχτό. Για σάς και για μένα είναι μια καλή λύση».

Με την αυτοθυσία του, ο Γάλλος αριστοκράτης, εισέρχεται στη σφαίρα μιας αδελφότητας (τάξης εθνικής) που μέχρι τώρα φρόντιζε να κρατά σε απόσταση, όπου οι ταξικές διαφορές «συμφιλιώνονται». Η προνομιούχα - προηγουμένως - τάξη υποκλίνεται στην εξέλιξη που συνοδεύει αναπόφευκτα το πέρασμα του χρόνου και παραμερίζει για να προσφέρει τη θέση της στην καινούργια - φτάνει να μην είναι απειλητική - ανερχόμενη τάξη. Βλέπετε... η ευγένεια υποχρεώνει ή μάλλον noblesse oblige!

Βέβαια, κατά τον συν-σεναριογράφο Spaak, στο σενάριο θα έπρεπε να τονίζεται ιδιαίτερα και η αμοιβαία αντιπάθεια των δύο Γάλλων, εκπροσώπων δύο διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, που μπορεί ο πόλεμος να τοποθέτησε στο ίδιο στρατόπεδο, η ειρήνη όμως θα τους ξανάστελνε σε δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους, ενεργοποιώντας εκ νέου την αναμεταξύ τους αντιπαλότητα. Εξ ου και ο τίτλος «Χίμαιρα», για την αγία συμμαχία πέρα από ταξικά σύνορα.

Με χωλαίνουσα ταξική ανάλυση, ο Ρενουάρ αποφεύγει να τοποθετήσει τον πόλεμο σε οικονομικο-πολιτικά πλαίσια και να επεξηγήσει τις αιτίες που τον προκαλούν. Αντί για τη φρικιαστική περιγραφή της κόλασης του μετώπου, μας οδηγεί σε ψυχολογικά πλαίσια και σε συναρπαστικές στιγμές καταμέτρησης της δύναμης και του συσχετισμού ανάμεσα στους κρατούμενους και τους κρατούντες.

«Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ» σημείωσε μεγάλη επιτυχία στην πρεμιέρα της τον Ιούνη του 1937 και ομόθυμη σχεδόν η κριτική την εξύψωσε στα ουράνια. Η ταινία έγινε κάτι σαν τεστ Rorschach (για περιπτώσεις δικανικής αξιολόγησης) με τις εναλλαγές και την ύφανση στον ιστό της διαφορετικών στρώσεων από μοτίβα και συναισθηματικούς τόνους πράγματι αντιθετικά που όμως εδώ λειώνει το ένα μέσα στο άλλο χάρη στην «αντικειμενικότητα» προς όλες τις πλευρές που βρίσκεται στην υπηρεσία ενός ουμανιστικού πάθους για τον Ανθρωπο. Αδελφότης και Ειρήνη. Η Αριστερά έκανε αναλύσεις επί αναλύσεων για το πώς οι ταξικές διαφορές και η αλληλεγγύη έξω από τα εθνικά σύνορα λειτουργεί πιο έντονα απ' όσο εντός συνόρων ανάμεσα στις τάξεις, ενώ αντίθετα η Δεξιά τόνιζε πως ο πόλεμος και η αιχμαλωσία μπορούν να συνενώσουν τις κοινωνικές τάξεις σε μια εθνική αδελφότητα. Μετά από κάποιον καιρό η εφημερίδα του ΓΚΚ «Humanite» σημείωνε ότι στον επίλογο της ταινίας ο Μαρεσάλ δεν έμεινε τελικά με την Γερμανίδα αγρότισσα, από τη σύμμαχη κοινωνική τάξη που τον περιέθαλψε, αλλά έφυγε. Το γεγονός κατακρίνεται ως μορφή λιποταξίας...

Παίζουν: Ζαν Γκαμπέν, Πιέρ Φρενέ, Εριχ φον Στρόχαϊμ, Ντιτά Παρλό κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία (1937).