ΣΟΝ ΝΤΕΡΚΙΝ
Μάρθα, Μάρσι, Μέι, Μαρλίν
Παρασκευή 20 Γενάρη 2012

Ολα, στο ψυχολογικό δραματικό θρίλερ του Σον Ντέρκιν που με αυτή, την παρθενική του ταινία απέσπασε στο κινηματογραφικό φεστιβάλ Sundance το βραβείο σκηνοθεσίας, ξεκινούν από έναν τόπο μέσα στη φύση όπου ζουν παιδιά, νέες γυναίκες με απλά βαμβακερά φορέματα και νεαροί άνδρες με ρούχα εργασίας. Ενα αγροτικό κοινόβιο με χαρακτηριστικά παραθρησκευτικής αίρεσης όπως αποκαλύπτεται στη συνέχεια. Τα ρήγματα στην ειδυλλιακή εικόνα εμφανίζονται ήδη στα πρώτα πλάνα. Βλέπουμε τους άνδρες να τρώνε και μόνο όταν αυτοί τελειώνουν κάθονται οι γυναίκες στο τραπέζι. Κοιμούνται όλοι μαζί στον ίδιο χώρο και μοιράζονται κοινό ρουχισμό... Ωστόσο, μια σιωπή που κοχλάζει, προϊδεάζει το θεατή και υποθάλπει ανησυχία που πλησιάζει έρποντας. Κι ένα πρωινό πριν ακόμα χαράξει, η Μάρθα, μέλος της αίρεσης, το σκάει τρέχοντας μέσα από το δάσος εμφανώς τρομοκρατημένη και καταφέρνει να φθάσει στο εξοχικό της αδελφής της Λούσι και του συζύγου της. Η Μάρθα βρίσκεται σε κατάσταση μετα-τραυματικού άγχους.

Ο τίτλος της ταινίας που συντίθεται από τέσσερα γυναικεία ονόματα αναφέρεται σε ένα και το αυτό πρόσωπο και θα μπορούσε κάλλιστα - συμπυκνωμένος σε ένα τεράστιο Μ - να δηλώνει εκλεκτικές συγγένειες με κλασικές ταινίες που έχουν για τίτλο το «Μ» - αρχικό της λέξης δολοφόνος - όπως το «Μ» του Φριτς Λανγκ ή το «DIALM FOR MURDER» του Χίτσκοκ, όπου γυναίκες βρίσκονται στη θέση του θύματος. Καθένα από τα ονόματα του τίτλου αντιπροσωπεύει μια διαφορετική όψη της πρωταγωνίστριας. Οψεις που συνυπάρχουν μέσα της και αντιμάχονται αναμεταξύ τους για το ποια τελικά θα επικρατήσει. Μάρθα είναι το πραγματικό της όνομα. Μάρσι Μέι τη βαφτίζει ο αρχηγός της αίρεσης. Το όνομα Μαρλίν ακούγεται στο βραδινό τηλεφώνημα προς τη σέκτα.

Σε κάθε νέα εμπειρία που προέρχεται από την πλευρά της Λούσι ή του συζύγου της, η Μάρθα ξαναγυρίζει πίσω στο χρόνο απ' όπου αναδύονται σαν εφιάλτες οι εικόνες από τη ζωή στο κοινόβιο /αίρεση, με μοναδικό και απόλυτο ηγέτη τον ασκητικό Πάτρικ που με τη γλώσσα του σώματος και τον απολυταρχικό τόνο φωνής που κάνει το αίμα να παγώνει «υπνωτίζει» όσους αφήνονται να υπνωτιστούν. Και αποδεικνύεται όχι ιδιαίτερα δύσκολο για κάθε επιτήδειο να χειραγωγήσει και να διαστρεβλώσει ένα «εξεγερμένο», απομονωμένο νεανικό πνεύμα, που αναζητά κοινωνική ταύτιση, αποδοχή και συναισθηματική κάλυψη. Κομμάτι - κομμάτι, στα μάτια της Μάρθας αντιπαρατίθεται το παρόν με το παρελθόν, ενώ η ίδια δεν αποκαλύπτει στη Λούσι το παραμικρό για πρόσωπα και καταστάσεις στο κοινόβιο. Το μικροαστικό ωστόσο παρόν, με τους ασφυκτικούς του κανονιστικούς καθωσπρεπισμούς, δε μορφώνει θετική εικόνα στα μάτια της κοπέλας που υπερασπίζεται ένα, γενικά και αόριστα, διαφορετικό τρόπο ζωής. Ευτυχισμένο, κοντά στην φύση, χωρίς άχρηστα πολυτελή καταναλωτικά αγαθά, χωρίς αποξενωμένους ανθρώπους. Ιδανικά που, με τον ακατέργαστο και ενοχλητικά αφελή τρόπο που εκφράζονται, φαινομενικά μειονεκτούν στη λογική της μετωπικής σύγκρουσης με τις κυρίαρχες αντιλήψεις και τις κοσμοθεωρίες - τις οποίες ασπάζεται το ζευγάρι που τη φιλοξενεί - που θεοποιούν το χρήμα και ανάγουν την επιτυχημένη/ακριβοπληρωμένη καριέρα και την υπερκατανάλωση σε μοναδικές και ύψιστες υπαρξιακές και συστημικές αξίες. Κι όσο η Μάρθα δυσκολεύεται να ξεχωρίσει τι είναι νορμάλ, δηλαδή κοινωνικά αποδεκτό και τι όχι, τόσο συχνότερα πέφτει σε κρίσεις. Στο μπρος /πίσω του χρόνου, που μέσα από τις αναμνήσεις αποκαλύπτονται οι αθέατες, ζοφερές πλευρές του κοινοβίου της αίρεσης: βία, σεξουαλικός καταναγκασμός, εκβιασμοί, ληστείες και στυγνές δολοφονίες.

Κι ενώ στο χαρτί όλα αυτά ακούγονται πολύ ενδιαφέροντα, στην ταινία υπερέχει ένα στοιχείο που υποβαθμίζει τη γενίκευση των παραπάνω, στοιχείο που επιβάλλει την ανάγνωση. Η επιμονή της κάμερας στις κινήσεις ηδονοβλεψία στο σώμα της πανέμορφης Ελίζαμπεθ Ολσεν, πειστικότατης στονρόλο της Μάρθας.

Η ταινία θεματικά προτείνει πληθώρα ζητημάτων προς συζήτηση. Η κινηματογραφημένη σε όλους τους τόνους του γκρίζου ιστορία - με περίβλημα ανολοκλήρωτου θρίλερ - θα μπορούσε να είναι θελκτικότερη και όχι απλά αποσπασματικά ενδιαφέρουσα που να αρκεί να τη δεις μια μόνο φορά. Φαίνεται ότι ο σκηνοθέτης εστίασε το ενδιαφέρον του στους αφηγηματικούς χειρισμούς της ψυχολογικής γκρίζας ζώνης και στην έκπληξη της κλιμάκωσης, στο κρεσέντο του φινάλε.

Παίζουν: Ελίζαμπεθ Ολσεν, Σάρα Πόλσον, Τζον Χόουκς, Χιου Ντάνσι, Κρίστοφερ Αμποτ, Τζούλια Γκάρνερ, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).