ΤΟΜΑΣ ΑΛΦΡΕΝΤΣΟΝ
Και ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι
Πέμπτη 16 Φλεβάρη 2012

Ολες οι σύγχρονες κινηματογραφικές αναπαραγωγές, ιδιαίτερα βέβαια όσες άπτονται κλασικών ταινιών του είδους του πολιτικού σινεμά, υποχρεούνται κατά κάποιον τρόπο να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους σε σχέση με την εποχή. Υπ' αυτό το πρίσμα αρθρώνεται εύλογα το ερώτημα: Υπάρχει κάτι πέραν της αφήγησης μιας δύστροπης ομολογουμένως ιστορίας που επιθυμεί να κοινωνήσει στο σημερινό κοινό η αναπαραγωγή που σκηνοθέτησε ο άξιος Σουηδός κινηματογραφιστής Τόμας Αλφρεντσον; Γιατί η ταινία του Αλφρεντσον («ΑΣΕ ΤΟ ΚΑΚΟ ΝΑ ΜΠΕΙ») βασίζεται στο τηλεοπτικό - 290 λεπτών - θρίλερ του BBC του 1979 σε σκηνοθεσία Τζον Ιρβινγκ. Ορόσημο για το αγγλικό τηλεοπτικό δίκτυο η σειρά επεισοδίων μετέφερε στη μικρή οθόνη το ομότιτλο ψυχροπολεμικό μυθιστόρημα αντικατασκοπείας του Τζον Λε Καρέ. Η ταινία του Αλφρεντσον διατηρεί σοβαρές ομοιότητες με το πρωτογενές υλικό, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την πρωταγωνιστική φιγούρα του συνταξιούχου δημόσιου υπάλληλου της αγγλικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Τζορτζ Σμάιλι - που ερμήνευσε ο Αλεκ Γκίνες στο τηλεοπτικό του ντεμπούτο - φιγούρα που επανέρχεται σε πολλά βιβλία του συγγραφέα...

Ο Αλφρεντσον πήρε το ρίσκο να βρεθεί ανάμεσα σε δύο «γίγαντες» και να υπόκειται σε συνεχή σύγκριση μαζί τους. Ανάμεσα δηλαδή στο βιβλίο και την ευρύτατα γνωστή τηλεοπτική δραματοποίησή του. Το μεγαλύτερο στοίχημα που αντιμετώπισε θα πρέπει μάλλον να ήταν ο χρόνος, τον οποίο ήταν υποχρεωμένος να συμπιέσει δραστικότατα σε σημείο που ίσως δυσκόλευε το θεατή - που δεν είχε υπόψη του το βιβλίο ή την τηλεοπτική σειρά - στη σύνθεση του παζλ που οδηγεί στη μεγάλη αποκάλυψη του φινάλε.


Στην, βρετανικής προσέγγισης, ψυχροπολεμική ιστορία αντικατασκοπείας - όπως αντικατοπτρίζεται στο βιβλίο του Λε Καρέ που θεωρείται σαν το καλύτερο όλων των εποχών στο είδος του - τίποτα δεν είναι απλό ή ξεκάθαρο. Το 1973, έτος που εκτυλίσσεται η ιστορία, από τη μια είναι η Αμερική κι απ' την άλλη η Σοβιετική Ενωση. Κάπου γεωγραφικά στη μέση η Αγγλία. Εδώ, όλα είναι συγκεχυμένα στην εξαιρετικά δύσβατη γκρίζα ζώνη που μόνο σκιές διαχωρίζουν τους δυο αντιτιθέμενους πόλους. Και το ψιλόβροχο να ψεκάζει συνεχώς το κρύο και υγρό γκριζοκαφετί Λονδίνο, που μοναδικό αντίδοτο έχει το ουίσκι και τα τσιγάρα. Ντεκόρ που απέχει παρασάγγας από τις παραλίες της Καραϊβικής του Τζέιμς Μποντ, τα χρωματιστά κοκτέιλ και τις γυναίκες λιχουδιές. Εδώ ακόμη κι όταν οι πράκτορες ταξιδεύουν, στη Βουδαπέστη, στην Κωνσταντινούπολη ή το Παρίσι, παίρνουν μαζί τη θλιβερότητα στις αποσκευές τους.

Οι Βρετανοί πράκτορες υποπτεύονται την ύπαρξη ενός τυφλοπόντικα, στα ανώτερα κλιμάκια - τα οποία αποκαλούνται «Τσίρκο» - της βρετανικής αντικατασκοπείας MI6, που πρέπει να επικοινωνεί με τους Σοβιετικούς. Ο Σμάιλι, προτού καλά - καλά προλάβει να βγει στη σύνταξη, καλείται από την υπηρεσία να ερευνήσει - με πλήρη μυστικότητα - την υπόθεση. Εκείνος επανέρχεται και βρίσκεται αντιμέτωπος με απλήρωτους, προσωπικούς λογαριασμούς από ένα πικρό παρελθόν. Ο Σμάιλι συλλογίζεται σιωπηλά, μόλις που μειδιά, οι φράσεις του φειδωλές, ψυχρός και σκεφτικός με πολλά απωθημένα εσωτερικά δράματα. Ο Σμάιλι του Αλφρεντσον φορά γυαλιά όπως ο Αλεκ Γκίνες (μοιάζει δε πολύ με τον Ιταλό Τόνι Σερβίλο), σημείο, που σε συνδυασμό με τα μουντά, υγρά χρώματα της εικόνας, προκαταβάλλει το θεατή εξαρχής για το ότι εδώ δεν πρόκειται να επακολουθήσει κάποια μάλλον ρηξικέλευθα τολμηρή καινούρια ερμηνεία... ενώ προϊδεάζει ταυτόχρονα για ένα ανώνυμο κοστούμι που θα φορέσει μια άρτια, από τεχνική άποψη, παραγωγή, γεγονός που δε συνεπάγεται ότι η ταινία είναι κακή. Κάθε άλλο! Η αφήγηση είναι συναρπαστική και απευθύνεται σε κοινό που διψάει για θρίλερ.


Γύρω από τον Σμάιλι κινούνται πρόσωπα λιγότερο ή περισσότερο σκοτεινά τυλιγμένα σε μια λες υγρή ίντριγκα. Με πρώτο και καλύτερο τον Μαρκ Στρονγκ, τον πρωταγωνιστή του δράματος απ' όπου ξεκινούν οι κύριες υποψίες. Ποιος απ' αυτούς που για χρόνια έζησες μαζί να είναι ο πραγματικός τυφλοπόντικας; Δύσκολο να πει κανείς γιατί τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Ολα είναι ένα κουβάρι από εσωτερικές ίντριγκες και μυστικές ατζέντες. Κι εκτός των άλλων το βυζαντινής χροιάς γραφειοκρατικό μπέρδεμα οδηγεί σε αντιπαραγωγικούς συμβιβασμούς. Και αν η ίντριγκα κάπου - κάπου εξαφανίζεται μέσα στην ομίχλη δεν πειράζει γιατί δεν αποτελεί το κύριο στοιχείο δυναμικής, δε συνιστά το μοχλό στην εξέλιξη της ιστορίας. Αντίθετα ωθεί προς την πλευρά της συνεχούς εξερεύνησης μιας κατάστασης. Οι ηθοποιοί της ταινίας αποδίδουν με θαυμαστή ακρίβεια τις αποχρώσεις της κάθε κατάστασης.

Ο Αλφρεντσον μοιάζει να έχει αδυναμία στη σκηνοθεσία του πλάνου που καλύπτει με το μοντάζ. Δεν υπάρχει καταιγιστική δράση και κυνηγητά αυτοκινήτων. Το φιλμικό κείμενο πυκνό, οι αφηγηματικοί χρόνοι εναλλάσσονται σε γραμμική διάταξη. Οι διάλογοι διεξοδικοί σε καταπληκτικά αγγλικά. Φυλακίζουν τη διάχυτη παράνοια της εποχής μέσα σε ένα αποπνικτικά κλειστοφοβικό κλίμα όπου καλλιεργείται η καχυποψία των εγκεφάλων των υπηρεσιών αντικατασκοπείας οι οποίοι κατασκευάζουν σύνθετα παιχνίδια με πράκτορες, αντικατασκοπεία και παραπληροφόρηση, με την προδοσία να περιμένει πίσω από κάθε στροφή και με αποκορύφωμα τις βρώμικες δολοφονίες. Ο Τόμας Αλφρεντσον βάζει σε ενέργεια ατέλειωτες αποχρώσεις του καφέ και μυριάδες λεπτομέρειες που προσδίδουν πατίνα περασμένων δεκαετιών στην κορεσμένη ατμόσφαιρα που μυρίζει κλεισούρα. Ο χώρος στα γραφεία των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών και οι αόρατοί τους ένοικοι, εκπέμπουν κύματα σουσπάνς, δημοσιοϋπαλληλικής θλιβερότητας και μούχλας που επικάθεται στα πάντα. Ο Αλφρεντσον μεταφέρει με στιλιστική ευαισθησία όλες αυτές τις ιδιότητες και η λαμπρή φωτογραφία, με γκάμα χρωμάτων τόνου πάνω στον τόνο, συμπληρώνει ό,τι λείπει... το ίδιο και η αυθεντική μουσική γραμμένη ειδικά για την ταινία.

Από τον αντικομμουνισμό της θεματογραφίας του Λε Καρέ δε θα μπορούσε να ξεφύγει η «ΚΑΙ Ο ΚΛΗΡΟΣ ΕΠΕΣΕ ΣΤΟΝ ΣΜΑΪΛΙ» που περιστρέφεται γύρω από το αντιθετικό δίπολο καλής Δύσης/κακής Ανατολής. Το δίπολο αυτό που ο κινηματογράφος εξακολουθεί να διατηρεί ζωντανό έχει κοινό παρανομαστή - τις μυστικές υπηρεσίες με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο κακός όμως που απαγάγει, βασανίζει και εν ψυχρώ δολοφονεί είναι πάντα ο ίδιος. Ποτέ η Δύση, που πάντα βρίσκεται σε άμυνα ... Ο Αλφρεντσον, λοιπόν, εμμέσως πλην σαφώς, επανενεργοποιεί τη χιλιοειπωμένη υπενθύμιση περί του τέλους της ψευδαίσθησης, θέση που ήδη στις αρχές του '80 προετοίμασε και άνοιξε τον ιδεολογικό δρόμο στην Θάτσερ και τον Ρήγκαν.

Βέβαια, ένα πραγματικά καλό φιλμ είναι εκείνο που δίνει στο θεατή πολύ περισσότερα απ' όσα ο ίδιος φαντάζεται και είναι δύσκολο να επιτευχθεί με το μοντέλο που κατ' εξακολούθηση χρησιμοποιεί ο Αλφρεντσον που ικανοποιείται να μαρκάρει απλά χωρίς να στριμώχνει κανέναν και τίποτα.

Παίζουν: Γκάρι Ολντμαν, Κόλιν Φερθ, Μαρκ Στρονγκ, Κιάραν Χιντς, Τζον Χαρτ, Κάθυ Μπέιτς κ.ά.

Παραγωγή: Μ. Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία (2011).