Ωστόσο, η λειτουργία αυτής της σαφούς ανατομικής διάταξης δεν είναι απόλυτα σαφής στους επιστήμονες. Στη δεκαετία του 1960, μια ομάδα νευροεπιστημόνων, μαθηματικών και επιστημόνων πληροφορικής διατύπωσαν τη θεωρία ότι αυτά τα κύτταρα παίζουν σημαντικό ρόλο στην ικανότητα απόκτησης κινητικών δεξιοτήτων, με πρωταγωνιστή την παρεγκεφαλίδα. Πολλές ερευνητικές ομάδες προσπάθησαν να ελέγξουν πειραματικά τη θεωρία αυτή, ελπίζοντας ότι η γνώση μας για τον εγκέφαλο θα έκανε πολύ σύντομα ένα μεγάλο άλμα. Ομως, η συλλογή δεδομένων για τα κοκκιώδη κύτταρα αποδείχτηκε δύσκολη. Η πυκνή διάταξή τους, το μικρό τους μέγεθος και η θέση τους βαθιά μέσα στον εγκέφαλο, κάνουν δύσκολη την προσέγγισή τους με τις συμβατικές πειραματικές τεχνικές. Ετσι, η θεωρία παραμένει ανεπιβεβαίωτη επί 40 χρόνια.
Μια πιθανή οδός προς την απάντηση του προβλήματος ήρθε πρόσφατα από μια ασυνήθιστη πηγή: το ηλεκτροφόρο ψάρι Gnathonemus petersii, με τη χαρακτηριστική προεξοχή σαν προβοσκίδα, από παλιά προκαλούσε το ενδιαφέρον των νευροφυσιολόγων, επειδή έχει ασυνήθιστα μεγάλη παρεγκεφαλίδα. Καταγράφοντας κοπιωδώς τη δραστηριότητα μεμονωμένων κοκκιωδών κυττάρων με μικροηλεκτρόδια τοποθετημένα σε ένα ζωντανό ηλεκτροφόρο ψάρι, οι ερευνητές ανακάλυψαν τις πρώτες άμεσες αποδείξεις, για τη θεωρία του 1960. Διαπίστωσαν ότι οι νευρώνες που λαμβάνουν είσοδο (δεδομένα) από αυτά τα κύτταρα μπορούσαν να προβλέψουν τη θέση της ουράς του ψαριού, βασισμένοι σε ένα συνδυασμό κιναισθητικών σημάτων, βήμα σημαντικό στη διαδικασία εκμάθησης κινητικών δεξιοτήτων.
Η κατανόηση της λειτουργίας των κοκκιωδών κυττάρων της παρεγκεφαλίδας θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικές ανακαλύψεις. Στον άνθρωπο, η εκτεταμένη διασύνδεση της παρεγκεφαλίδας με τον υπόλοιπο εγκέφαλο, δείχνει ότι ίσως κάνει πολύ περισσότερα από την εκμάθηση κινητικών δεξιοτήτων. Ηδη έχει αποδειχτεί ότι παίζει ρόλο στην αντίληψη και στην επίγνωση, ενώ βλάβες στην παρεγκεφαλίδα έχουν συσχετιστεί με σύνθετες ασθένειες, όπως η σχιζοφρένεια και ο αυτισμός.