Ο διακεκριμένος αρχιμουσικός Βύρων Φιδετζής μιλά για τη ζωή και τη δημιουργία του μεγάλου μουσουργού
Με αφορμή την επέτειο των 50 χρόνων από το θάνατο του Μανώλη Καλομοίρη, για τη ζωή και τη δημιουργία του, μας μιλά ο διακεκριμένος αρχιμουσικός Βύρων Φιδετζής, ο οποίος έχει παρουσιάσει πολλά και σημαντικά έργα του συνθέτη σε συναυλίες και στη δισκογραφία.
«Η οικογένεια του πατέρα του ήταν σαμιώτικης καταγωγής και η μάνα του ήταν Μικρασιάτισσα από ένα χωριό της Σμύρνης», αναφέρει ο Βύρων Φιδετζής. «Ο πατέρας του ήταν γιατρός και πέθανε όταν ο Μανώλης Καλομοίρης ήταν πολύ μικρός. Ουσιαστικά τους ανέθρεψε ο αδελφός της μητέρας του Μηνάς Χαμουδόπουλος, τον οποίο υπεραγαπούσε ο Καλομοίρης. Τα μαθητικά του χρόνια τα πέρασε στη Σμύρνη, στην Αθήνα και στην Πόλη. Ενώ η μάνα του επιθυμούσε να γίνει γιατρός, συνεχίζοντας του πατέρα του την παράδοση, ο ίδιος ήθελε να γίνει μουσικός. Είχε πάρει κάποια μαθήματα στις πόλεις που προανέφερα - στην Κωνσταντινούπολη μάλιστα είχε δασκάλα τη Σοφία Σπανούδη, η οποία έγινε και ηγερία του. Στη συνέχεια πήγε στη Βιέννη, σπούδασε και εντυπωσιάστηκε από τα επιτεύγματα και τον τρόπο έκφρασης της Ρωσικής Σχολής. Στη Βιέννη παντρεύτηκε μια καταπληκτική γυναίκα την Κερκυραία Χαρίκλεια Παπαμόσχου, που είχε πάει να σπουδάσει μουσική. Μαζί με τη σύζυγό του ταξίδεψε στη Ρωσία και για τρία χρόνια δούλεψε στο Χάρκοβο της Ουκρανίας ως καθηγητής στο ιδιωτικό ωδείο Ομπολένσκι, μελετώντας παράλληλα από κοντά τη ρωσική μουσική.
Οταν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ο Βενιζέλος τον όρισε διευθυντή των Στρατιωτικών Μουσικών, προκειμένου να έχει μια εργασία. Οποτε έρχονταν οι βασιλικοί στην εξουσία τον διώχνανε. Είχε διάφορες περιπέτειες. Στο Ωδείο Αθηνών, συγκρούστηκε με τον Νάζο και παραιτήθηκε, ιδρύοντας στη συνέχεια το Ελληνικό Ωδείο και εντέλει το Εθνικό Ωδείο, στα μέσα της δεκαετίας του '20. Ο Καλομοίρης υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη και για χρόνια πρόεδρος της Ενωσης Ελλήνων Μουσουργών. Ηρθε σε αντίθεση με την τρέχουσα αντίληψη των Επτανησίων, η οποία ήταν φυσικό να έχει μια ιταλική επιρροή. Οι δικές του επιρροές ήταν πιο πολύ από το δημοτικό τραγούδι και τη βυζαντινή μουσική, που ήταν οι φυσικές παραδόσεις του ελληνικού λαού. Βέβαια, καταλάβαινε ότι αν δεν υπήρχαν οι Επτανήσιοι, η μουσική στην Ελλάδα θα ήταν πάρα πολύ πίσω. Εμπρακτη αναγνώριση αυτού είναι ότι το '35, με τον μελοδραματικό θίασο που είχε ο ίδιος ιδρύσει, έπαιξε επανειλημμένα την όπερα του κορυφαίου της επτανησιακής μουσικής Σπύρου Σαμάρα "Μάρτυς", ενώ το '44 όταν άνοιξε η Λυρική Σκηνή επέλεξε τη "Ρέα" του Σαμάρα ως εναρκτήριο έργο. Επηρεάστηκε και από τη γερμανική μουσική και τον Βάγκνερ, ο οποίος υπήρξε σημείο αναφοράς στην ευρωπαϊκή μουσική. Επίσης, από τη ρωσική μουσική αλλά και από τη γαλλική».
Εγραψε πέντε όπερες: η πρώτη "Ο Πρωτομάστορας" πάνω σε κείμενο του Ν. Καζαντζάκη, η δεύτερη "Το δαχτυλίδι της μάνας" πάνω σε κείμενο του Γιάννη Καμβύση, η τρίτη "Η Ανατολή" πάλι σε κείμενο Γ. Καμβύση, η τέταρτη "Τα Ξωτικά Νερά" είναι σε ελληνική μετάφραση ποιήματος του μεγάλου Ιρλανδού ποιητή Γέιτς και η πέμπτη "Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος" πάλι πάνω σε κείμενο του Ν. Καζαντζάκη, της οποίας η παρουσίαση έγινε μετά το θάνατό του, το καλοκαίρι του '62. Εγραψε και έργα μουσικής δωματίου και πάρα πολλά τραγούδια, κυρίως σε ποίηση Παλαμά αλλά και άλλων όπως των Γρυπάρη και Σικελιανού. Η παραγωγή του στο τραγούδι είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.
Το τελευταίο συμφωνικό του ποίημα είχε τίτλο "Ο θάνατος της Αντρειωμένης" και βασίζεται στο περίφημο δημοτικό τραγούδι "Στη στεριά δεν ζει το ψάρι". Το έγραψε μέσα στην Κατοχή, συγκλονισμένος από το θάνατο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης της Γαλλίδας κουνιάδας της κόρης του Κρινώς, η οποία όπως η κόρη και ο γαμπρός του συμμετείχαν στη Γαλλική Αντίσταση. Η θυσία της, που θυμίζει εκείνη των γυναικών του Ζαλόγγου, τον ενέπνευσε για τη σύνθεση του έργου.
Ο Καλομοίρης ήταν ο πρωτομάστορας της ελληνικής εθνικής μουσικής, σε μια περίοδο που η Ελλάδα υστερούσε σε επίπεδο ανάπτυξης, ενώ υπήρχε τεράστιο ποσοστό αναλφαβητισμού. Ηρθε στην Αθήνα προερχόμενος από ένα αστικό κέντρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τη Σμύρνη, με δική της παράδοση πολιτισμού και έχοντας την παιδεία, την καλλιέργεια, τις προσλαμβάνουσες και βέβαια την ευρωπαϊκή εμπειρία. Τα χρόνια εκείνα υπήρχε στην Ευρώπη μεγάλη άνθηση της έννοιας των εθνικών σχολών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Γερμανοί προσπαθούσαν ολόκληρο τον 19ο αιώνα να γίνουν "Γερμανοί στη μουσική", θέλοντας να ξεφύγουν από την πίεση της ιταλικής παράδοσης - το ίδιο και οι Γάλλοι. Αλλοι ευρωπαϊκοί λαοί π.χ. Τσέχοι, Ούγγροι, Νορβηγοί, προσπάθησαν κι αυτοί να διαφοροποιηθούν σταδιακά από τους Ιταλούς, τους Γερμανούς, τους Γάλλους, τους Ρώσους. Μέσα σ' αυτό το κλίμα των αρχών του 20ού αιώνα ξεκινά να δημιουργεί το έργο του ο Μανώλης Καλομοίρης».
Παρά τη μεγάλη αξία της η μουσική του Καλομοίρη όπως και άλλων μουσουργών, δεν μπορούμε να πούμε ότι έχει γίνει κτήμα του φυσικού αποδέκτη της, του λαού. Ο Βύρων Φιδετζής αναφέρει «ότι στον τόπο μας δεν υπήρξε η ομαλή αστική εξέλιξη όπως έγινε σε άλλες χώρες της Ευρώπης», ενώ «το σύστημα παιδείας που έχουμε είναι πολύ κολοβό και δημιουργεί τεράστια κενά που με τη σειρά τους δημιουργούν και πάρα πολλά συμπλέγματα. Υπάρχει τρομερή ανάγκη να βελτιώσουμε το ζήτημα της παιδείας, γιατί εκεί είναι όλο το μυστικό». Από την κουβέντα μας δεν θα μπορούσε να λείψει η αναφορά στο πολύπαθο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης(ΚΩΘ), το μοναδικό κρατικό μουσικό ίδρυμα στη χώρα μας. Απόφοιτος ο ίδιος ο μαέστρος, του ΚΩΘ, σημειώνει: «Είναι το ωδείο βάσει του οποίου πορεύονται τα υπόλοιπα. Διότι ο κανονισμός του και ο τρόπος λειτουργίας του αποτελεί την πυξίδα για τα υπόλοιπα ωδεία. Είναι το σημείο αναφοράς. Και τον θεό να βάλουν διευθυντή, αν του κόψουν τα χρήματα τι να κάνει; Το βασικό είναι ότι πρέπει το υπουργείο να καλύψει τις ανάγκες αυτών των ιδρυμάτων. Πώς θα λειτουργήσουν χωρίς ούτε τα στοιχειώδη;». Παράλληλα, ο Βύρων Φιδετζής υπογραμμίζει την ευθύνη του κράτους για την άγνοια που υπάρχει σε μεγάλο μέρος του κόσμου ως προς την πνευματική πολιτιστική μουσική δημιουργία. «Ας πάρουμε έναν στρατευμένο συνθέτη, τον Αλέκο Ξένο. Το έργο του ποιος το ξέρει σήμερα στη χώρα μας; Ενα έργο, που είναι πάρα πολύ ευπρόσιτο στον απλό άνθρωπο, αρκεί όμως κάποιος να του το προσφέρει. Αν δεν του προσφερθεί, πώς θα το μάθει; Εκανε ποτέ το ΥΠΠΟ μια πολιτική στο θέμα της ελληνικής μουσικής σε σχέση με τους υπάρχοντες οργανισμούς, σε σχέση με τη δισκογραφία; Εντάξει, μια ορχήστρα δεν μπορεί να τα παίξει όλα, αλλά με τη δισκογραφία μπορούν να καλύπτονται πολλά τέτοια κενά. Αν πας σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα, η δισκογραφία της ντόπιας παράδοσής της είναι τεράστια. Εδώ ό,τι έχει γίνει, έγινε από προσπάθειες ανθρώπων από εδώ και από εκεί...Το υπουργείο λάμπει διά της απουσίας του. Οχι μόνο γιατί δεν έκανε κάτι, αλλά γιατί ούτε καν σκέφτηκε να κάνει κάτι. Εμείς όπως ξέρετε στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών προσπαθήσαμε να κάνουμε κάθε χρόνο τις Ελληνικές Μουσικές Γιορτές. Δυστυχώς, έχουν κόψει την επιχορήγηση στην Ορχήστρα σε τραγικό βαθμό. Πρέπει να ξέρουμε, ότι δεν μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος πέντε μέρες χωρίς νερό... Και ότι αν θέλουμε να λέμε πως είμαστε πολιτισμένη χώρα, πρέπει κάποια πράγματα να τα διαφυλάξουμε. Ποιος είναι ο νεότερος ελληνικός πολιτισμός; Εμείς ως λαός στην παγκόσμια κονίστρα τι θα προσκομίσουμε;».
Οπως μας πληροφόρησε ο κ. Βύρων Φιδετζής, φέτος ο Σύλλογος «Μανώλης Καλομοίρης», σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Αθηνών, θα εκδώσει αφιερωματικό τόμο, παράλληλα με άλλες εκδηλώσεις, για τα 50 χρόνια από το θάνατο του Μανώλη Καλομοίρη.