ΠΑΟΛΟ ΚΑΙ ΒΙΤΟΡΙΟ ΤΑΒΙΑΝΙ
«Πατέρας αφέντης»
Πέμπτη 26 Απρίλη 2012

Αριστουργηματική ταινία, υπόδειγμα αισθητικής αποστασιοποίησης, με αναγνωρίσιμη την υπογραφή των Ταβιάνι. Με αυστηρές δεσμεύσεις και εκπληκτικά στέρεη και ξεκάθαρα μπρεχτική στιλιστική μορφή όπου το παγκανιστικό στοιχείο εναλλάσσεται με το ξηρό και άνυδρο. Εδώ το παιδικό βλέμμα γίνεται η οπτική της σκηνοθεσίας, για την υπέρβαση της πραγματικότητας προς το χώρο της φαντασίας. Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο αυτοβιογραφίας (1975), γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, κάποιου αναλφάβητου - έως την έναρξη της στρατιωτικής του θητείας - βοσκού ονόματι Γκαβίνο Λέντα. Ο πρώην αναλφάβητος και κατοπινός γλωσσολόγος, καθηγητής Πανεπιστημίου και συγγραφέας, αφηγείται την μοναδική εμπειρία ζωής του από τη θέση του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα στην ταινία των αδελφών Ταβιάνι, που ο ίδιος ο Ρομπέρτο Ροσελίνι, ως πρόεδρος της κριτικής επιτροπής στο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Καννών το 1977, βράβευσε με τον «Χρυσό Φοίνικα» καλύτερου φιλμ. Ενα αληθινό επίτευγμα «κινηματογράφου του δημιουργού» και παρακαταθήκη στην κινηματογραφική τέχνη.

Ταινία με υποδειγματική γραμμικότητα στις εικόνες, με διεξοδική αφήγηση, με μουσική δομή και μεγάλο πλούτο και εφευρετικότητα στην ηχητική και μουσική μπάντα. Παθιασμένοι μπρεχτικοί οι Ταβιάνι αποκαλύπτουν έναν κόσμο αρχαϊκό και ωμό, ακολουθώντας το μικρό ήρωα της ταινίας - βοσκό στο χωριό Σιλίγκο έξω από το Σάσαρι της Σαρδηνίας να αναπαράγει, μέσα από το παιδικό του βλέμμα τη γύρω του πραγματικότητα - από μια απόσταση ασφαλείας, συναισθηματικής τάξης. Ο εξάχρονος Γκαβίνο υποχρεώνεται από τον πατέρα του να εγκαταλείψει το σχολείο γιατί πρέπει να δουλέψει για να στηρίξει οικονομικά την οικογένεια. Θα ζήσει μέχρι τα είκοσί του στις βουνοκορφές με τις κατσίκες του, τις μέρες και τις νύχτες του μέσα στο βουητό της μοναξιάς και το θρόισμα από τις φυλλωσιές. Αποσπασμένος βίαια από το σχολείο, διαχωρισμένος από τη γλώσσα - μιλά μόνο την τοπική διάλεκτο - και αποκλεισμένος από τη συλλογικότητα, εκστασιάζεται στη θέα και τον ήχο ενός ακορντεόν που μιμείται την μελωδία της φύσης και την οργανώνει σε μια άλλη γλώσσα. Παρά τη διδαχτική σκληρότητα και τις νοησιαρχικές ιστορίες η ταινία είναι ορθολογική και διαυγής με πολλές μορφολογικές ομοιότητες με το τοπίο της Σαρδηνίας: ανεμοδαρμένο και τραχύ, άγονο και βίαιο, φωτισμένο με μια ποιότητα φωτός που δωρίζει στο νησί εκείνη τη μεγαλόπρεπη ευγένεια, ιδιότητα που διαθέτουν οι παλαιοί πίνακες ζωγραφικής. Οι Ταβιάνι, εμπνέονται από το λογοτεχνικό κείμενο. Γνωρίζουν όμως καλά τον τρόπο υπέρβασης των βιωμάτων του συγγραφέα από την Σαρδηνία και κατασκευάζουν μια ταινία κατάδική τους, πάνω στα ζητήματα της πραγμάτωσης της ουτοπίας, θεματική που οι δυο σκηνοθέτες ποτέ δεν έπαψαν να αντιμετωπίζουν στο σύνολο του έργου τους. Στον «ΠΑΤΕΡΑ ΑΦΕΝΤΗ» εμπόδιο στην ουτοπική πρακτική δεν είναι μόνο ο πατέρας αλλά η συμβίωση του πατέρα με την ερημωμένη και αφιλόξενη γη ενός δυστοπικού χώρου (όχι υποχρεωτικά της Σαρδηνίας αλλά ενός φαντασιακού χώρου) .

Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας ο Γκαβίνο, πεισματάρης κι επίμονος, σπουδάζει. Παίρνει απολυτήριο λυκείου και πανεπιστημιακό πτυχίο. Η γλώσσα - η γλωσσολογία - που σπουδάζει ο Γκαβίνο δεν είναι απλά μέσο επικοινωνίας αλλά και το γνωσιολογικό όπλο σε ένα στάτους που ο ίδιος διδάχθηκε να υπακούει. Επιστρέφει στην γη του και εξεγείρεται κατά του πατέρα, σε μια δραματική «φυσική» σύγκρουση, σε μια παραβολή ως προς την άρνηση της σιωπής, ως προς την αναγκαιότητα ρήξης με την αυταρχική δύναμη ενός εξουσιαστικού πατέρα, που η ανάγκη και μόνο μετέτρεψε σε εργαλείο αυτού του διαχωρισμού που με βιαιότητα ενέταξε το μικρό Γκαβίνο στο νομοτελειακό αυτό χώρο, σαν αναγκαίο παράρτημά του. Η παραβολή στην ταινία έρχεται από πολύ μακριά και αγκαλιάζει πολλές δεκαετίες ζωής του νησιού, για να μπορέσει δε, να γίνει κατανοητή θα πρέπει να εξετάζεται παίρνοντας υπόψη τις σωστές ιστορικές και πολιτισμικές συντεταγμένες.

Παίζουν: Ομέρο Αντονούτι, Σαβέριο Μαρκόνι, Στάνκο Μολνάρ, Νάννι Μορέτι, κ.α.

Παραγωγή: Ιταλία 1977, ( Διάρκεια 113΄).