Στην πρωτοπορία της κομμουνιστικής και της ΕΑΜικής διανόησης
Η Αξιώτη (1905-1973), κόρη του Μυκονιάτη μουσικοσυνθέτη και τεχνοκριτικού Γεωργίου Αξιώτη και μιας αριστοκράτισσας, πολύ μικρή «σημαδεύτηκε» από το χωρισμό των γονιών της. Μεγάλωσε στη Μύκονο. Μετά το Σχολαρχείο, κλείστηκε στις «Ουρσουλίνες» της Τήνου. Το 1922 ήρθε στην Αθήνα και έζησε με τη μητέρα και την ετεροθαλή αδερφή της. Το 1925 παντρεύτηκε τον δάσκαλό της Βασίλη Μάρκαρη, με τον οποίο έζησε τέσσερα χρόνια στη Μύκονο. Μετά το χωρισμό της, έζησε για λίγο με τη μητέρα της. Για να επιβιώσει ασχολήθηκε με τη ραπτική. Το 1936 εντάχθηκε - και έμεινε εφ' όρου ζωής - στο ΚΚΕ. Στα Γράμματα εμφανίστηκε το 1933. Το 1938 κυκλοφόρησαν οι «Δύσκολες νύχτες». Στην Κατοχή εντάχθηκε στο ΕΑΜ, στην Εθνική Αλληλεγγύη και έγραφε για ΕΑΜικά έντυπα. Διωκόμενη κατέφυγε (1947) στο Παρίσι, όπου συνέχισε τον αγώνα της. Με απαίτηση της ελληνικής κυβέρνησης, το 1950 απελάθηκε από τη Γαλλία και εγκαταστάθηκε στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία. Το 1952 πήγε στη Βαρσοβία και εργάστηκε σε ελληνική εκπομπή του εκεί ραδιοφωνικού σταθμού. Το 1956 επέστρεψε στη ΓΛΔ, όπου ως το 1964 δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Humboldt Νέα Ελληνικά και Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Το Δεκέμβρη του 1964 μπόρεσε να επισκεφθεί την Ελλάδα και το 1965 επαναπατρίσθηκε. Πάμφτωχη και βαριά άρρωστη, η Μέλπω Αξιώτη πεθαίνει στις 23/5/1973. Στο αυτοβιογραφικό έργο της «Κάδμω» (1972) έγραφε: «Κι εγώ τώρα σε ποιον θ' αφήσω την κληρονομιά μου;.. Οχι την υλική κληρονομιά - δεν έχω εγώ παρόμοια, κι έτσι δεν είμαι τώρα πια παρά ένα άγαλμα μαρμάρινο πάνω σ' ένα μικρό σταυροδρόμι...».
Η Μέλπω Αξιώτη, μαχητική αγωνίστρια του πνεύματος αλλά και της δράσης στα χρόνια της Eθνικής Aντίστασης, είναι από τους λογοτέχνες που με το έργο τους παίρνουν άμεσα θέση για τον κοινωνικό ρόλο του λογοτέχνη και της τέχνης. Ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος του λογοτέχνη, του πνευματικού ανθρώπου και του έργου, είναι ξεκάθαρο για την Αξιώτη και αποκρυσταλλώνεται και στο έργο της τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Το βίωμα, στην πολιτική, ιδεολογική και ανθρώπινη υπόστασή του, γίνεται λόγος, γίνεται αφήγηση, γίνεται συναίσθημα και κατάθεση ψυχής, καθώς προσπαθεί να προσπεράσει τη μυθοπλασία και να αγγίξει στο μέγιστο βαθμό την αλήθεια, ακολουθώντας βήμα προς βήμα την πορεία των χιλιάδων επώνυμων και ανώνυμων ηρώων της.
Σε άρθρο της σε γαλλικό περιοδικό με τίτλο «Γιατί δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τον Μπαλζάκ» και στη μελέτη της με τίτλο «Μια καταγραφή στην περιοχή της λογοτεχνίας», που κυκλοφορεί από τη Νέα Ελλάδα το '53, ουσιαστικά επεξεργάζεται -σε σχέση με τη σύγχρονή της ιστορική συγκυρία στην Ελλάδα- τις αποφάσεις και τις κατευθύνσεις για την τέχνη και τη λογοτεχνία στην ΕΣΣΔ, όπως διαμορφώθηκαν και εξελίχθηκαν μετά το Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων του 1934 και το πρόταγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Η Αξιώτη παραθέτει στη μελέτη της την τοποθέτηση του Μαλένκoφ στο 19ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ σχετικά με την καλλιτεχνική δημιουργία, η οποία για να μπορεί να είναι σε επαφή με την εποχή και τους ανθρώπους της θα πρέπει να αναπαράγει τους κοινωνικούς της τύπους. Η Αξιώτη αναζητά τους τύπους αυτούς ανάμεσα στους χιλιάδες αντάρτες και μαχητές του ΔΣΕ, ανάμεσα στους διακόσιους της Καισαριανής, σε αγωνιστές επώνυμους και ανώνυμους, σ' ολόκληρο τον ελληνικό λαό. «Δεν έχουμε τάχα κι εμείς οι Ελληνες τη βάση από όπου μπορούμε να βγάλουμε τους τύπους μας, τους καινούργιους ήρωες που απαιτεί η λογοτεχνία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού; Δεν έχουμε τάχα κι εμείς τον ελληνικό χαρακτήρα που να τον βρούμε γύρω μας να τον προβάλουμε και να τον φωτίσουμε με το φως το αληθινό, που θα τον αναδείξει σ' ολόκληρο το μεγαλείο του πριν απ' όλα εθνικό και ακριβώς γι' αυτό και πανανθρώπινο;.