ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
«Βυθίζεται» στα προβλήματα

Αναλυτικό υπόμνημα των μονίμων αρχαιολόγων στη νέα πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού

Τρίτη 10 Ιούλη 2012

Eurokinissi

Από πρόσφατη κινητοποίηση των εκτάκτων αρχαιολόγων
Μια «τοιχογραφία» των σοβαρών και μεγάλων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η πολιτιστική κληρονομιά και οι εργαζόμενοι σε αυτήν κατέθεσε, με μορφή υπομνήματος, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, στον αναπληρωτή υπουργό Παιδείας, Θρησκευμάτων, Πολιτισμού, Αθλητισμού, Κ. Τζαβάρα, σε συνάντησή τους την περασμένη βδομάδα.

Αν εξαιρέσει κανείς κάποιες ιδεολογικές/πολιτικές αυταπάτες του ΣΕΑ (π.χ. «σήμερα ο πολιτισμός μπορεί να αποτελέσει εργαλείο ανάπτυξης προς μια κατεύθυνση διαφορετική από αυτή της στρεβλής οικονομικής διόγκωσης, που μας οδήγησε στην τωρινή βαθιά οικονομική κρίση» - όπου η νομοτέλεια των κρίσεων στον καπιταλισμό εμφανίζεται ως «στρεβλότητα», άρα, μπορεί να «διορθωθεί»), το υπόμνημα τεκμηριώνει με στοιχεία την άθλια κατάσταση στην οποία οδήγησαν την Αρχαιολογική Υπηρεσία όλες οι αστικές κυβερνήσεις.

Χαρακτηριστικά σημειώνεται ότι ενώ σήμερα υπάρχουν 66 Εφορείες Αρχαιοτήτων, 6 Αρχαιολογικά Ινστιτούτα, 210 μουσεία και συλλογές, 250 οργανωμένοι αρχαιολογικοί χώροι, 19.000 κηρυγμένοι αρχαιολογικοί χώροι και ιστορικά μνημεία, εκατοντάδες ανασκαφές σε εξέλιξη (στο πλαίσιο κατασκευής δημόσιων και ιδιωτικών τεχνικών έργων ή στο πλαίσιο προγραμμάτων έρευνας), εργάζονται σε αυτά μόλις 7.000 υπάλληλοι ως τακτικό προσωπικό όλων των ειδικοτήτων, εκ των οποίων μόλις 950 αρχαιολόγοι!

Επιπλέον, με την «εφεδρεία» (Νοέμβρης 2011), «το 10% του πλέον έμπειρου προσωπικού όλων των ειδικοτήτων εκδιώχθηκε άρον-άρον από το υπουργείο Πολιτισμού και οι οργανικές τους θέσεις καταργήθηκαν!». Ακόμη κι έτσι όμως εξακολουθούν να παραμένουν κενές περίπου 500 οργανικές θέσεις αρχαιολόγων σε όλη την Ελλάδα!

Αφού σημειώνει το διαχρονικό αίτημα για στελέχωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας με μόνιμο προσωπικό, ο ΣΕΑ προσθέτει ότι «στον ευαίσθητο τομέα της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς και ιδιαίτερα στη φύλαξη αρχαιολογικών χώρων και μουσείων, είναι απαραίτητο να καλύπτονται οι ανάγκες από προσωπικό εκπαιδευμένο και με κανονική σχέση εργασίας με την Αρχαιολογική Υπηρεσία». Ετσι, «είμαστε έντονα προβληματισμένοι για την κάλυψη αναγκών φύλαξης αρχαιολογικών χώρων και μουσείων με πεντάμηνες προσλήψεις μέσω ΜΚΟ (σ.σ. Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις), καθώς η εμπειρία των προγραμμάτων Stage δείχνει ότι η κάλυψη των αναγκών με ημιαπασχόληση, με τη μορφή μαθητείας ή κοινωνικής εργασίας, δεν αποτελεί πραγματική λύση στα προβλήματα τόσο των μνημείων όσο και της ανεργίας».

Θυμίζουν επίσης τις οξυμένες ανάγκες για διοικητικό προσωπικό, εργατοτεχνίτες και επιστημονικό προσωπικό (αρχαιολόγους, μηχανικούς, συντηρητές). «Ιδιαίτερα σε υπηρεσίες της επαρχίας, καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής η εξυπηρέτηση των πολιτών από τους ελάχιστους (έως και έναν σε κάποιες περιπτώσεις) εναπομείναντες αρχαιολόγους» σημειώνουν.

Για την υποχρηματοδότηση του πολιτισμού οι αρχαιολόγοι υπογραμμίζουν ότι εκτός του ότι μονίμως το ποσοστό για τον πολιτισμό από τον κρατικό προϋπολογισμό δεν ξεπερνά το 0,5%, η κατάσταση χειροτέρευσε με το «κούρεμα» των αποθεματικών του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων, «χρημάτων που αποτελούσαν την "περιουσία" των μνημείων και χρησιμοποιούνταν για τις λειτουργικές ανάγκες Εφορειών και Μουσείων». Επιπλέον, με νόμο προβλέπεται ότι έως και το 40% των ετήσιων εσόδων του ΤΑΠ αποδίδεται στον κρατικό προϋπολογισμό ως δημόσιο έσοδο. Επίσης, «δεν έχει καθοριστεί ακόμη το ύψος της συνεισφοράς του Μουσείου Ακρόπολης στο Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων (...) με αποτέλεσμα το ταμείο (και μέσω αυτού τα μνημεία όλης της χώρας) να αποστερείται ιδιαίτερα σημαντικά έσοδα».

Οσον αφορά στην «πολιτιστική χορηγία», ο ΣΕΑ εκτιμά ότι «σε καμία περίπτωση» δεν μπορεί να λειτουργήσει ως «άλλοθι για συρρίκνωση των κρατικών πιστώσεων για την προστασία των μνημείων ή και να τις υποκαταστήσει».