Αμέσως μετά την απόφαση η «Συσπείρωση» έβγαλε ανακοίνωση στην οποία μιλούσε για απόφαση που πήρε «η Γενική Συνέλευση των απεργών» διαχωρίζοντας τη θέση της από αυτή. Τεχνηέντως παρουσίασε τις θέσεις της διοίκησης της Τράπεζας Πειραιώς ως θετικές («γενικά η διοίκηση της Πειραιώς έσταζε μέλι σε όποιο θέμα και αν προτείναμε χωρίς να δεσμευθεί πουθενά εγγράφως»), την πρόταση της πλειοψηφίας του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου ως αποτέλεσμα... λογικής επεξεργασίας (η συνεδρίαση του ΔΣ για τη διαμόρφωση της πρότασης «έγινε με την παρουσία των νομικών του συμβούλων») και την απόφαση των εργαζομένων ως προϊόν συναισθηματικής φόρτισης (η πρόταση της πλειοψηφίας «απορρίφτηκε με φορτισμένες συναισθηματικά τοποθετήσεις»)! Με αυτές τις μεθοδεύσεις η «Συσπείρωση» και στελέχη των άλλων δύο παρατάξεων αποπροσανατόλισαν και φόβισαν τους εργαζόμενους, ακύρωσαν στην πράξη την απόφαση του Συλλόγου για τη μη υπογραφή των συμβάσεων.
Στο πλαίσιο αυτό οι εργαζόμενοι στη Γενική Συνέλευση του Σαββάτου πήραν την απόφαση για συνέχιση του αγώνα με άλλες μορφές, κάνοντας καθαρό ότι δε νομιμοποιούν την πώληση - χάρισμα της ΑΤΕ. Διεκδικούν να αφαιρεθούν οι δυσμενείς όροι της σύμβασης (μεταθέσεις, μονομερείς μεταβολές κ.λπ.), ένταξη με πλήρη εργασιακά δικαιώματα (όχι ως νεοπροσλαμβανόμενοι), άμεση καταβολή των αποζημιώσεων για όσους αποχωρήσουν κ.ά. Ταυτόχρονα αποφάσισαν την τροποποίηση του καταστατικού του Συλλόγου με πανελλαδική ψηφοφορία και εκλογές για την ανάδειξη νέας διοίκησης.
Μέχρι να γίνουν οι εκλογές να συγκροτηθούν Επιτροπές Αγώνα στην Αττική και κατά περιφέρεια για να μη βρεθούν οι εργαζόμενοι απροετοίμαστοι. Ακόμα, οι επιτροπές που ήδη έχουν συγκροτηθεί και οι Γενικές Συνελεύσεις να συνεχίσουν να λειτουργούν και να αποφασίζουν με σχέδιο τα υπόλοιπα βήματα και μορφές (συλλαλητήρια, παραστάσεις, απεργίες, καταλήψεις κ.λπ.). Συντονισμός με τους υπόλοιπους εργαζόμενους, μικροαγρότες και μικρομεσαίους.
Η ατομική σύμβαση, στην υπογραφή της οποίας ώθησαν οι μεθοδεύσεις της πλειοψηφίας, προβλέπει όρους εξαιρετικά δυσμενείς για τους εργαζόμενους. Μεταξύ άλλων προβλέπεται ότι «η παρούσα σύμβαση δεν σχετίζεται ούτε αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης σύμβασης». Δηλαδή οι εργαζόμενοι είναι σαν να ξεκινάνε τον εργασιακό τους βίο από το μηδέν. Επίσης, ορίζεται ότι «το είδος της απασχόλησης του μισθωτού θα προσδιορίζεται εκάστοτε από την Τράπεζα» και ότι «η Τράπεζα διατηρεί την ευχέρεια (...) να καθορίζει (...) το είδος των υπηρεσιών που ο μισθωτός θα προσφέρει». Εάν ο μισθωτός δε συμμορφωθεί άμεσα «θα θεωρείται μονομερής από το μισθωτό καταγγελία της παρούσας σύμβασης». Ακόμα η Τράπεζα «δικαιούται να μετακινεί το μισθωτό (...) σε άλλη υπηρεσία» ή ακόμα και «σε θυγατρική». Και εδώ προβλέπεται ότι αν ο μισθωτός αρνηθεί τη μετακίνησή του «θεωρείται ότι παραιτείται από τη θέση του». Δηλαδή, η εργοδοσία δικαιούται να ορίζει όπως και όποτε θέλει το αντικείμενο εργασίας και τον τόπο εργασίας και να απολύει τον εργαζόμενο αν αυτός αρνηθεί.