Τα διαπιστευτήριά της μας φαίνονται άψογα. Οταν είσαι μια πόλη σε ένα νησί από τα πρώτα εδάφη της Αμερικής όπου πάτησε το πόδι του ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο οποίος, σε μια άλλη κρίση ισχυρογνωμοσύνης, επέμενε ότι η Κούβα δεν ήταν νησί και έβαλε και το πλήρωμά του να ορκιστεί ότι δεν ήταν (ένα ακόμη παράδειγμα του πώς οι ένορκες διαβεβαιώσεις δεν αλλάζουν την πραγματικότητα), η πρώτη πόλη που ίδρυσαν οι Ευρωπαίοι στο Νέο Κόσμο και, για πολλά χρόνια, η μόνη τέτοια μεγαλούπολη εκεί, δε χρειάζεσαι πολλά περισσότερα για να κατακτήσεις μια τέτοια θέση.
Η Ιστορία, όμως, είναι μια πολύ πολύπλοκη δουλιά. Αυτή είναι μια ιδέα που δεν μπορεί κανείς να μη σκεφθεί καθώς περιδιαβάζει στους δρόμους της κουβανικής πρωτεύουσας. Η ίδια η πόλη του το δείχνει. Κάτω από τον καυτερό ήλιο της Καραϊβικής και την αύρα του Κόλπου του Μεξικού μπορεί να περάσει μπροστά από τα πάμπολλα μνημεία της αποικιακής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα, τις πολυάριθμες εκκλησίες καθεδρικού τύπου, τους στενούς δρόμους κλπ, που, εδώ, έχουν κατορθώσει να ξεφύγουν από την έφοδο της σκαπάνης του οικοδομικού και αρχιτεκτονικού «εκσυγχρονισμού». Από την άλλη, όμως, μεριά, βλέπεις σε μεγάλη έκταση και κάτι άλλο. Κάτι που, δεδομένων των συνθηκών της ημέρας, φαίνεται σαν το αποκορύφωμα της ιστορικής ειρωνείας: Τη μεγάλη επιρροή των ΗΠΑ.
Η πόλη είναι ένα ιστορικό μνημείο και από μια άλλη άποψη. Οπως είπαμε παραπάνω, έχει γλιτώσει από την επιδρομή του οικοδομικού και αρχιτεκτονικού "εκσυγχρονισμού". Αυτό, όμως, οφείλεται και σε ένα γενικότερο λόγο: Στο ότι οι αλλαγές που έχουν γίνει στη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες είχαν σαν επίκεντρο την ύπαιθρο μάλλον παρά τις πόλεις. Στην Αβάνα, ήδη υπερτροφική για τη συγκεκριμένη κατάσταση της χώρας το 1960, οι αλλαγές ήταν ακόμη μικρότερες.
Αυτά τα εξαιρετικά γράφει ο θανάσης Παπαρήγας, που είχε την τύχη να επισκεφτεί και να φωτογραφίσει την πόλη. Εμάς όμως δε μας αρκούν οι τόσο χρήσιμες πληροφορίες. Εμείς, όταν πρόκειται για την Κούβα, γινόμαστε άπληστοι. Τα θέλουμε όλα η έστω λίγο απ' όλα. Θέλουμε να γνωρίσουμε τη ζωή, να ακούσουμε το γέλιο αυτών ανθρώπων με τη χρυσή καρδιά -έτσι λένε όσοι έχουν πάει εκεί- και να το μοιραστούμε. Εμείς ζητάμε πολλά. Θέλουμε αν είναι δυνατόν να απολαύσουμε τη μουσική, να κολυμπήσουμε στη θάλασσά της, να μαυρίσουμε κάτω από τον καυτερό ήλιο, να μάθουμε περισσότερα για τη λογοτεχνία της, μέχρι που σκεφτήκαμε να μάθουμε Ισπανικά για να μπορέσουμε να διαβάσουμε στο πρωτότυπο τον υπέροχο Αλεχο Καρπαντιέρ, το μεγάλο αυτόν συγγραφέα. θέλουμε. Ολο Θέλουμε. Θέλουμε να μάθουμε ακόμη πολλά, πάρα πολλά, αλλά να που όλο ονειρευόμαστε αυτό το ταξίδι, όλο λέμε: ότι να, μόλις κερδίσω το λαχείο θα κάνω το όνειρο πραγματικότητα, μα το όνειρο έχει μάθει να περιμένει και παραμένει πιστό, αφού το λαχείο δεν κερδίζεται έτσι εύκολα, γνωστό είναι αυτό - και εμείς συνεχίζουμε να ταξιδεύουμε με «δανεικές» εμπειρίες. Να βρισκόμαστε εκεί, να διαβάζουμε, να χορεύουμε, να τρώμε να αγαπάμε, να νοσταλγούμε, να επιθυμούμε και πολλά άλλα. Μα κάποτε θα πάμε. Πότε; Ποιος ξέρει.