ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΚΡΟΝΕΝΜΠΕΡΓΚ
Cosmopolis
Πέμπτη 27 Σεπτέμβρη 2012

Η τελευταία, πολυδιαφημιζόμενη ταινία του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ δεν είναι ένα «σέξι και φιλοσοφικό φιλμ νουάρ...». Είναι μια ανιαρά εγκεφαλική και βαρετής γραμμικής αφήγησης ιστορία, από την οπτική ενός νεαρού δισεκατομμυριούχου χρηματιστή που, μια μέρα απόλυτου χάους στους δρόμους της Νέας Υόρκης, διασχίζει το Μανχάταν μέσα στη λευκή του λιμουζίνα να πάει στον παραδοσιακό του κουρέα στις φτωχές γειτονιές, στην άλλη άκρη της πόλης... Η αναγνωρίσιμη αισθητική του Κρόνενμπεργκ επικάθεται σε ένα φιλμικό κείμενο που σχεδόν ολοκληρωτικά βασίζεται στους διαλόγους. Οτιδήποτε συμβαίνει, εγγράφεται στο «λόγο» και τους διαλόγους όπου και εδράζεται τόσο, η τυχόν πρωτοτυπία όσο, και η εκθαμβωτική αδυναμία της ταινίας...

Οσο όμως να ανοίξει κανείς τα αυτιά του για να αφουγκραστεί και να επεξεργαστεί τον περιβόητο αυτό «λόγο» διαπιστώνει ότι πρόκειται για βαρύγδουπα τσιτάτα κι αποσπασματικές, ψευτοβαθιές έννοιες. Αναρωτιέται κανείς αν τα κομψά άβαταρ που περιφέρονται στο εσωτερικό αυτού του τεχνητού, κλειστοφοβικού κόσμου Μάτριξ καταλαβαίνουν ακριβώς τι λένε... Σαν ρόλοι της ταινίας αρθρώνουν λόγο απολογητικό και συνάμα επεξηγηματικό της φύσης του καπιταλιστικού νομοτελειακού μονόδρομου. Σε τόνους μάλλον θεατρικούς παρά ρεαλιστικούς. Ούτως έχει, φευ, η μοίρα των πραγμάτων, ούτως έχει, φευ, και η μοίρα των ανθρώπων ... η επιβίωση των οποίων, εξαρτάται από τις λάθος ή σωστές κινήσεις όποιου δισεκατομμυριούχου στη χρηματιστηριακή σκακιέρα. Αυτά, είναι μοιραία, μας λέει η ταινία...


«Ενα φάντασμα πλανάται πάνω από την πόλη, το φάντασμα του καπιταλισμού» βλέπουμε γραμμένο κάπου. Η κοσμοσυρροή φέρνει το χάος στα πεζοδρόμια και το κυκλοφοριακό συνθέτοντας, έξω από τα παράθυρα της υπερπολυτελούς θωρακισμένης λιμουζίνας, το σουρεαλιστικό σκηνογραφικό φόντο της ιστορίας. Ο κόσμος είναι πολύς (λόγω του ότι κηδεύεται ένας δημοφιλής σταρ του χιπ χοπ που πέθανε από ανακοπή), είναι λοξός (γιατί διαμαρτύρεται ποικιλοτρόπως και διαδηλώνει εναντίον του Προέδρου των ΗΠΑ που επισκέπτεται την πόλη) και το «περιβάλλον» είναι ανασφαλές... (η ζωή του δισεκατομμυριούχου απειλείται συνεχώς, ο μοναδικός κίνδυνος που εμφανίζεται είναι ένας επαγγελματίας ακτιβιστής που κάποτε έριξε τούρτα στον Φιντέλ και τώρα πολιτικά ορθός ισορροπεί με τούρτα στο δισεκατομμυριούχο... Βέβαια, ο κόσμος είναι «παγκοσμιοποιημένα» ανασφαλής, το δείχνει η τηλεόραση: σε απευθείας μετάδοση από την εκπομπή στη Βόρεια Κορέα, ένας άγνωστος, κόβει το λαρύγγι του διευθυντή του ΔΝΤ μέσα στο στούντιο!!!

Οποία δημιουργική φαντασία κατακλύζει την νουβέλα «COSMOPOLIS» (2003), του μεταμοντέρνου Αμερικανού συγγραφέα Ντον Ντελίλο, που σαγήνευσε τον Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ που στήριξε την ομώνυμη ταινία του στο βιβλίο που η κριτική περιγράφει ως, παράδοξα πυκνό και ταυτόχρονα ισχνό και διάτρητο. Ως υποδηλωτικό και αινιγματικό και ταυτόχρονα διάφανο σαν καλογυαλισμένο γυάλινο αντικείμενο... Ετσι, τα λογοτεχνικά γούστα του Κρόνενμπεργκ -συμπεριλαμβανομένων των πρωτογενών κειμένων όπου βασίστηκαν και οι προηγούμενες ταινίες του «ΓΥΜΝΟ ΣΩΜΑ», «CRASH»...- επιβεβαιώνονται ως ιδιαιτέρως σοφιστικέ... Και όσο τολμηρός αποδεικνύεται ο σκηνοθέτης στην επιλογή «παράδοξου» πρωτογενούς υλικού προς κινηματογραφική μεταφορά, άλλο τόσο τολμηρός αποδεικνύεται σε ό,τι αφορά και τη διαχείριση αυτού του υλικού. Εδώ, τι κάνει ο Κρόνενμπεργκ; Διατηρεί τον επιτηδευμένο λογοτεχνικό διάλογο και συμπυκνώνει το συμβάν στην επιμηκυμένη και ηχομονωμένη λιμουζίνα μέσα στην οποία ο δισεκατομμυριούχος ήρωάς του διασχίζει το Μανχάταν παγωμένα αργά, σε απόλυτη παράλυση λόγω του χάους που κυριαρχεί. Με μια πρώτη ματιά αυτό λέγεται καλλιτεχνικό θάρρος που όμως, μπορεί και να εφάπτεται με την απερισκεψία. Ο Κρόνενμπεργκ δείχνει ευαισθησία στη θέα του φρικώδικα περιθωριακού και παράδοξου... το φέρνει στο προσκήνιο και το εξισορροπεί οριακά, ανάμεσα στο μεγαλειώδες και το γελοίο...

Πρωταγωνιστής της ταινίας «COSMOPOLIS» ο γητευτής των δεκατριάχρονων, νεαρός βαμπίρ του «TWILIGHT» Ρόμπερτ Πάτινσον. Είναι απόκοσμος και ωχρός, θα μπορούσε να θυμίζει βρικόλακα, ρόλος που του πηγαίνει γάντι. Ισως ο Κρόνενμπεργκ τον επέλεξε ακριβώς για το λόγο αυτό. Για τους συνειρμούς που ο ηθοποιός θα προκαλούσε στο κοινό κι έτσι χλομός και απαθής ο κουστουμαρισμένος νεαρός θα μπορούσε να λειτουργήσει μεταφορικά και σαν μηχανικό βαμπίρ της Wall Street που θρέφεται από το αίμα των άλλων... Αν δεν είναι έτσι, τι άλλο είδε και ζήλεψε στον Πάτινσον ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ;

Ο Πάκερ με μια λάθος κίνηση χάνει συνεχώς από το πρωί εκατομμύρια για κάθε ώρα που περνά. Η πορσελάνινη επιφάνεια του 28χρονου, ταπεινής καταγωγής, βαθύπλουτου, κατά τη διάρκεια του ολοήμερου ταξιδιού από τη μια στην άλλη άκρη της πόλης, αρχίζει να εμφανίζει κρακελαρίσματα που όλο και πληθαίνουν. Είναι ανέκφραστα απαθής και αβαθής. Μισεί τη ζωή, μισεί τον κόσμο που εξεγείρεται και διαμαρτύρεται, μισεί το χρόνο που φεύγει. Στην κατάσταση που βρέθηκε αισθάνεται να φεύγει το έδαφος κάτω απ' τα πόδια του...

Αναφέραμε ότι το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας εκτυλίσσεται στο εσωτερικό της λιμουζίνας που συνιστά το σύμπαν του Ερικ Πάκερ. Ενας τεχνολογικά υπερεξοπλισμένος μικρόκοσμος όπου ο ίδιος υποδέχεται συνεργάτες και συμβούλους, φίλους επιχειρηματίες και γιατρούς, για τον καθημερινό, υπερπλήρη έλεγχο της υγείας του. Στη λιμουζίνα έρχονται και οι ερωμένες του, παλιές και εν δυνάμει... Η εμμονή του νεαρού χρηματιστή στο σεξ μεταλλάσσει σε τρόπαιο νίκης κάθε γυναίκα που πλησιάζει...

Οι στιλιζαρισμένοι διάλογοι φέρνουν το στίγμα του λογοτεχνικού κειμένου. Τα άτομα που μπαινοβγαίνουν στη λιμουζίνα και τα λόγια τους ακουμπούν μόνο στο χρήμα. Οι άδειες μεγαλόστομες κουβέντες για τη ζωή, τη φιλοσοφία και την τέχνη αποτελούν απλά καρύκευμα στον κυνισμό τους. Η ανησυχία του Πάκερ βαθαίνει, αρχίζει να διακρίνει την αρχή του τέλους του και τα λεγόμενα των άλλων τον εκνευρίζουν ακόμα περισσότερο. Οσο προχωρά η μέρα τόσο η ναρκισσιστική του πτυχή ξεδιπλώνεται και καταλαμβάνεται από εμμονές για το κυνήγι του αυθεντικού, για την αίσθηση του πραγματικού, ακόμα κι αν συνεπάγεται κίνδυνο για την ίδια του την ζωή.

Η κάμερα σπάνια απομακρύνεται από τη λιμουζίνα, η αφήγηση αναπτύσσεται κύρια εκεί μέσα, σε μια ατμόσφαιρα έρπουσας πτώσης που επιτείνουν το αργό τέμπο, οι ρομποτικοί διάλογοι και το «έξω» σκηνικό. Η κλινική ματιά στη γενικότερη κατάσταση καταγράφει δυστοπία με μαύρο χιούμορ, φιγούρες ψυχρές και απουσία όποιας αχτίδας ή ελπίδας. Το σφιχτό και ήρεμο παιχνίδι των εικόνων, συχνά αφήνει πρόσωπα και καταστάσεις σε ένα ημίφως που μπερδεύει.

Οι αναφορές στην οικονομική κρίση του σήμερα είναι εμφανείς. Το κέρδος είναι μήτρα παντός κακού, ζούμε σε ένα φριχτό και άπληστο κόσμο... Ετσι είναι, αλλά σε αυτήν τη διαπίστωση και μόνο είναι δύσκολο να κρεμαστεί ένα ολόκληρο φιλμ...

Η σφραγίδα του σκηνοθέτη μπαίνει φαρδιά πλατιά πριν το τέλος με το αίμα που αναβλύζει από την τρύπα που άφησε η σφαίρα στην παλάμη του πρωταγωνιστή... Οι θαυμαστές του Κρένενμπεργκ θα χαρούν προσπαθώντας να ερμηνεύσουν όλες τις μεταφορές της ταινίας και να ανακαλύψουν τα κρυμμένα μηνύματα στις συναντήσεις του Ερικ. Είθε να βρουν αυτά που δε βρήκαμε... Αν η ταινία αποδιδόταν σαν συμβατικό θρίλερ θα χανόταν μέσα στη μάζα. Ομως η πιο πειραματική του γραμμή, το καταδικάζει σε μακρόσυρτα χασμουρητά, αντί των όποιων συζητήσεων... τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά για να χάνει κανείς το χρόνο του με τις όποιες «φιρμάτες» ανοησίες...

Παίζουν: Ρόμπερτ Πάτινσον, Ζιλιέτ Μπινός, Σαμάνθα Μόρτον, Ματιέ Αμαλρίκ, Πολ Τζιαμάτι, κ.ά.

Παραγωγή: Καναδάς, Γαλλία, Ιταλία, Πορτογαλία (2012)