Οι καινούριοι μου φίλοι
Κυριακή 18 Μάρτη 2001

Πολλές φορές αναρωτήθηκα, γιατί γράφω κάθε Κυριακή αυτά τα σημειώματα δέκα χρόνια τώρα. Ετσι κι αλλιώς δεν ξέρω αν τα διαβάζει κανείς και αν τα διαβάζει ποιος είναι, πώς είναι και τι καταλαβαίνει από αυτά που γράφω. Είναι αλήθεια πως όταν πάρω χαρτί και μολύβι και αρχίσω το γράψιμο, δε σκέφτομαι ποιος θα είναι ο κυριακάτικος αναγνώστης μου. Ισως, μάλιστα, όταν αρχίσω το γράψιμο, δεν περνάει καν από το μυαλό μου πως κάπου σε μια γωνιά του κόσμου, μπροστά σε ένα ανοιχτό παράθυρο, δίπλα σε ένα στρωμένο τραπέζι, ίσως ακόμα και κάτω από ένα ανθισμένο δέντρο κάποιος κρατάει στα χέρια του τον «Κυριακάτικο Ριζοσπάστη» και διαβάζει το δικό μου γραφτό. Οταν όμως το σκεφτώ αυτό, τότε αρχίζω τις υποθέσεις. Και πρώτ' απ' όλα προσπαθώ να υποθέσω πώς να είναι αυτός ο αναγνώστης μου. Θέλω να είμαι βέβαιος πως αν τον δω στο δρόμο, θα τον αναγνωρίσω. Θα πάω κοντά του, θα τον χαιρετήσω, θα του σφίξω το χέρι και ύστερα θα τον ρωτήσω πώς πάνε τα κέφια. Θα τον ρωτήσω, αν όλοι στο σπίτι είναι καλά και πώς πάνε οι δουλιές. Ετσι, απλά, όπως ρωτάω κάθε φορά τους φίλους που έχω καιρό να τους δω και τους συναντήσω ξαφνικά. Και αυτό σημαίνει πως δεν έχω φίλους μόνον αυτούς που μεγαλώσαμε μαζί, που πήγαμε μαζί σχολείο και πιάσαμε μαζί την πρώτη μας γκόμενα. Τη Στέλλα, να πούμε, που τη φλερτάραμε όλοι μαζί στην παλιά γειτονιά και πρώτος απ' όλους ο Γρηγόρης, ο επονομαζόμενος Γόλας ο Μακεδονικός. Γιατί «Γόλας» ήτανε το χαϊδευτικό του και έτσι τον φώναζε η μάνα του. Και «Μακεδονικός», γιατί ήτανε ήτανε ο μόνος που υποστήριζε τον «Μακεδονικό» στη γειτονιά μας. Ολοι οι άλλοι σκοτωνόμαστε κάθε Κυριακή για τον ΠΑΟΚ και ο Αλκέτας ο Παναγούλιας για τον «Μεγ Αλέξαντρο». Με τον Αρη πήγε όταν πάτησε τα 16. Είχε πεθάνει στο μεταξύ και ο πατέρας του και έπιασε την μπάλα αυτός, έτσι, για το μεροκάματο. Τι μεροκάματο, δηλαδή, εφτά δραχμές το παιχνίδι και τα ποδοσφαιρικά παπούτσια τζάμπα. Ο Αλκέτας φορούσε και μια φανέλα από μακό με το νούμερο που του την είχε βάψει η μάνα του κίτρινη. Φαίνεται όμως πως δεν είχε πιάσει καλά η μπογιά και κάθε που έπιανε βροχή η φανέλα ξέβαφε και ο καημένος ο Αλκέτας έμοιαζε σαν χαλασμένη μπομπονιέρα. Δεινοί μπαλαδόροι ήτανε και ο Λάκης ο Βουλγαρόπουλος, ο Χρήστος ο Παπουτσόπουλος και ο Στέλιος, ο καρβουνάς. Εγώ δεν τα κατάφερνα και τόσο καλά. Πότε έπαιζα «μέσα δεξιά» και πότε τερματοφύλακας. Ούτε στη μία θέση τα κατάφερνα ούτε στην άλλη. Ετσι, αποφάσισα να σπουδάσω!

Τώρα όμως που την παλιά μου τη γειτονιά την έθαψε το τσιμέντο και περνάει από το στενό της δρόμο και ένα λεωφορείο της γραμμής «Βαρδάρης - Ανω Τούμπα» και οι μπαλαδόροι της έχουν χαθεί, ψάχνω να βρω καινούριους φίλους. Βέβαια πέρασαν πολύ τα χρόνια και ούτε να φλερτάρω έχω όρεξη, ούτε να παίξω μπάλα μπορώ. Οπωσδήποτε όμως όλο και κάτι θα βρω να πω μαζί τους, μια και οι ιστορίες δεν έχουν χαθεί. Ισα ίσα που τώρα είναι πιο σκληρές και είναι γεμάτες με πίκρα και αγανάκτηση.

Ενα απόγευμα στη Βέροια, μια βδομάδα πριν τις ευρωεκλογές του 2000, με πλησίασε ένας ηλικιωμένος ανθρωπάκος. Ξανθός με γαλάζια, υγρά μάτια.

-Μ' αρέσουν αυτά που γράφεις, μου είπε σχεδόν ψιθυριστά.

- Πολλές φορές όμως δεν τα καταλαβαίνω όλα.

-Γιατί, ρε σύντροφε, τον ρώτησα.

-Είμαι αγράμματος και το υγρό μέσα στα μάτια του κινήθηκε και έγινε δάκρυ. Και επειδή κατάλαβε τι σκεφτόμουνα, συμπλήρωσε:

- Βάζω τη γυναίκα μου και μου τα διαβάζει.

Μου έσφιξε το χέρι και έφυγε. Εγώ έμεινα εκεί. Ηθελα να τον φωνάξω να γυρίσει πίσω να πάμε να πιούμε κανένα ποτηράκι μαζί. Δεν ήξερα το όνομά του όμως. Πώς να τον φωνάξω. Θα ήθελα όμως να τον ξαναβρώ. Τον σκέφτομαι κάθε τόσο, και πιο πολύ όταν πιάσω μολύβι και χαρτί και αρχίζω το γράψιμο για το «Ριζοσπάστη»! Τον σκέφτομαι σαν ένα πολύ καλό μου φίλο. Να, γιατί γράφω. Γιατί θέλω να κάνω καινούριους φίλους, αφού τους παλιούς τους έχω χάσει όλους.


Του
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ