Το 31% του πληθυσμού δηλώνει ότι έχει κακό επίπεδο υγείας ενώ 2 απ' τους 10 αρρώστους δεν έχουν χρήματα για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη
Eurokinissi |
Ο τομέας Οικονομικών της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ) για λογαριασμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) διενήργησε υπό την εποπτεία του καθηγητή Γιάννη Κυριόπουλου τη δεύτερη - μετά από μια πενταετία - έρευνα για το επίπεδο αυτοεκτίμησης της υγείας του πληθυσμού. Την πρώτη κωδικοποίηση των αποτελεσμάτων σε ένα δείγμα 10.572 ατόμων παρέθεσε στον «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» ο ερευνητής Δημήτρης Ζάβρας:
«Είναι προφανές ότι η κρίση έχει επιδράσει αρνητικά στο επίπεδο υγείας αλλά και στη χρήση των υπηρεσιών Υγείας», τόνισε ο Δημήτρης Ζάβρας.
Η ραγδαία επιδείνωση του επιπέδου υγείας του πληθυσμού της χώρας ήταν και η βασική διαπίστωση του 8ου Πανελλήνιου Συνεδρίου «Οικονομία και Υγεία σε κρίση: Αδιέξοδα και Υπερβάσεις», που έγινε στην Αθήνα (13 - 15 Δεκέμβρη 2012).
Οι αιτίες της υποβάθμισης, όπως συνοψίστηκαν, είναι κατά σειρά τα χρέη και τα δάνεια των νοικοκυριών, ακολουθούν η ανεργία και η αγωνία όσων ακόμα εργάζονται αν θα διατηρήσουν τη δουλειά τους και, τέλος, η δραματική μείωση των εισοδημάτων. Ετσι, όλο και περισσότεροι άνθρωποι αντιμετωπίζουν εμπόδια στην πρόσβαση στις υπηρεσίες Υγείας, καθώς πια δεν μπορούν να διαθέσουν το συμπληρωματικό χρήμα για να αγοράσουν αυτές τις υπηρεσίες.
Η μείωση των δημόσιων δαπανών Υγείας πλησιάζει τα 5 δισ. ευρώ (2013 σε σχέση με 2009), με αποτέλεσμα να μην ξεπερνούν το 6% του ΑΕΠ, δηλαδή τα 13 δισ. ευρώ το 2010 ή τα 12 δισ. ευρώ το 2012 και κάτω από τα 11 δισ. ευρώ το 2013.
Μειώθηκαν δραματικά οι ιδιωτικές δαπάνες Υγείας, που από 4% του ΑΕΠ το 2009 εκτιμώνται σε περίπου 2% σήμερα, που σημαίνει ότι τα νοικοκυριά στέγνωσαν, καθώς εξανέμισαν όσα είχαν στην άκρη για την ώρα της ανάγκης.
Οπως φαίνεται και στον Πίνακα που δημοσιεύουμε, μεταξύ 2009 και 2012 οι δημόσιες δαπάνες Υγείας μειώθηκαν κατά 32,1% ενώ τα νοικοκυριά αφαιμάχθηκαν στην κυριολεξία μειώνοντας κατά 52,9% τις πληρωμές για φάρμακα και γιατρούς.
Σύμφωνα με μελέτη του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ), που παρουσιάστηκε στο συνέδριο, υπήρξε μια αύξηση 15,3% των καταθλιπτικών επεισοδίων μεταξύ 2011 και 2009. Συγκεκριμένα, στο ερώτημα αν τον περασμένο μήνα υπήρξε μια περίοδος τουλάχιστον δύο βδομάδων που νιώθατε μελαγχολικός, η θετική απάντηση ήταν 47,2% το 2009 και 54,4% το 2011. Παρουσιάζεται, δηλαδή, μια αύξηση 15,3%.
Eurokinissi |
Οι ομάδες που σημειώνουν τις μεγαλύτερες και στατιστικά σημαντικές μεταβολές στην επικράτηση του ΜΚΕ είναι οι άνδρες, τα άτομα ηλικίας 25 - 34 ετών και 55 - 64 ετών, οι έγγαμοι, οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, οι κάτοικοι της Αθήνας και τα άτομα που εργάζονται.
Πάντως, συνολικά την περίοδο 2009 - 2012 καταγράφηκαν 3.124 «τελεσμένες και απόπειρες αυτοκτονίας».
Στις 5.11.2011 σε ημερίδα του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών για τον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ) είχε διαπιστωθεί ότι οι ασφαλισμένοι δεν μπορούν πια να πληρώσουν ούτε τη συμμετοχή τους στα φάρμακα και αναγκάζονται να διακόψουν τη φαρμακευτική αγωγή.
Οι συμμετοχές των ασφαλισμένων στην αγορά φαρμάκων ήταν έως και 25%. Μεσοσταθμικά αυτή η δαπάνη - πριν τα μνημόνια - ήταν 10%. Με τα μέτρα που πήραν οι τελευταίες κυβερνήσεις η μεσοσταθμική συμμετοχή ανέβηκε σε 16% ενώ και με τα τελευταία μέτρα, όπως η συνταγογράφηση με βάση τη δραστική ουσία και η θετική λίστα, η μεσοσταθμική συμμετοχή θα εκτιναχτεί. Υπολογίζεται ότι το 2013 οι ασφαλισμένοι θα πληρώσουν περισσότερα από 500 εκατ. ευρώ απ' την τσέπη τους, καθώς η συνολική δαπάνη των Ταμείων για φάρμακα θα διαμορφωθεί στα 2,45 δισ. ευρώ.
Ιδού όμως και τα αποτελέσματα αυτών των προσπαθειών όπως τα κατέγραψε έρευνα (4.12.2012) του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου:
-- Το 81,7% των φαρμακοποιών αναφέρει ότι υπάρχει πρόβλημα με την άμεση εξόφληση από τους ασθενείς, με αποτέλεσμα σε όλα σχεδόν τα φαρμακεία της χώρας να έχουν ανοίξει τεφτέρια για λεφτά που χρωστάνε - κυρίως από τις συμμετοχές - οι ασθενείς.
-- Οπως ανέφεραν οι φαρμακοποιοί το 9,4% των ασθενών δεν μπορεί να εξοφλήσει άμεσα τα φάρμακά του. Μάλιστα, το ποσοστό αυτό διαφοροποιείται ως εξής: Είναι 17% σε περιοχές κάτω από 10.000 κατοίκους, 6,5% από 10.000 έως 50.000 και 6,3% σε πόλεις άνω των 50.000 κατοίκων.