ΣΥΡΙΖΑ
Τα λένε μόνοι τους για τη συνάντηση με Σόιμπλε

Επιδεικνύουν τη συμφωνία τους στους άγριους δημοσιονομικούς στόχους και καλλιεργούν αυταπάτες ότι μπορούν να πιαστούν με μέτρα ανώδυνα για το λαό

Τετάρτη 16 Γενάρη 2013

Παπαγεωργίου Βασίλης

Στην παροιμία «φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο» θα μπορούσε να συμπυκνωθεί η δήλωση του επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ Αλ. Τσίπρα χτες στο Βερολίνο, μετά τις συναντήσεις του με τη γερμανική πολιτική ηγεσία. Στην προσπάθειά του να συσκοτίσει το πραγματικό περιεχόμενο της συνάντησης, ο Αλ. Τσίπρας, αλλά και συνεργάτες του με διαρροές στον Τύπο, επέλεξαν να αναδείξουν μια υποτιθέμενη «διεύρυνση της ατζέντας της διαπραγμάτευσης» με το θέμα του κατοχικού δανείου, αλλά και της δικογραφίας Χριστοφοράκου.

«Ζητήσαμε από την γερμανική κυβέρνηση να συμβάλει στην αποκατάσταση του αισθήματος δικαιοσύνης στην ελληνική κοινωνία, αποστέλλοντας στην ελληνική δικαιοσύνη τη δικογραφία Χριστοφοράκου, που βρίσκεται στα γερμανικά δικαστήρια», ανέφερε ο Αλ. Τσίπρας και για να φανεί διαφορετικός στη διαχείριση από τη συγκυβέρνηση, αναρωτήθηκε αν ο Α. Σαμαράς έθεσε ποτέ κάποιο απ' αυτά τα θέματα στους Γερμανούς συνομιλητές του. Επί του θέματος, πάντως, απάντηση δεν έλαβε, καθώς ο Β. Σόιμπλε δήλωσε πως δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του.

Προφανώς, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στήνει έναν αντιπερισπασμό για να περάσουν στο «ντούκου» τα όσα πραγματικά συνέβησαν στο Βερολίνο, με τον Αλ. Τσίπρα να δηλώνει επί της ουσίας ότι δε θεωρεί μονόδρομο κανένα πρόγραμμα και πως η συνάντηση με το Γερμανό υπουργό Οικονομικών είναι βάση για διαπραγμάτευση.

Δεν είναι τυχαίο ότι κύκλοι της Κουμουνδούρου διαρρέουν στον Τύπο σαν μεγάλο κατόρθωμα το γεγονός ότι ο Σόιμπλε «αναγνώρισε ότι μια κυβέρνηση έχει περιθώρια πολιτικών χειρισμών, αλλά και επιλογών σε σχέση με το πώς θα επιτύχει τους στόχους του δημοσιονομικού προγράμματος»! «Ο Σόιμπλε ζήτησε μεν απόλυτη προσήλωση στους δημοσιονομικούς στόχους, αλλά έπειτα από ερωτήσεις του Αλέξη Τσίπρα, παραδέχθηκε ότι τα μέσα και οι πολιτικές για την επίτευξη των στόχων αυτών, είναι απόφαση της κυβέρνησης και όχι τρίτων», φέρεται να δηλώνει στενός συνεργάτης του Αλ. Τσίπρα στο «matrix24».

Ομολογούν, δηλαδή, ότι ασπάζονται τους δημοσιονομικούς στόχους της συγκυβέρνησης και των δανειστών και ότι αυτό που διαπραγματεύονται είναι να τους πετύχουν με άλλο μείγμα, το οποίο όμως δεν μπορεί παρά να είναι υπέρ των μονοπωλίων και ενάντια στο λαό. Αυτό, άλλωστε, προδίδει η παραδοχή του ΣΥΡΙΖΑ ότι είναι αναγκαίο να δημιουργηθούν «πρωτογενή πλεονάσματα» στον προϋπολογισμό και να προχωρήσουν οι «αναδιαρθρώσεις», που σε συνθήκες καπιταλισμού ταυτίζονται με ανατροπές υπέρ του κεφαλαίου.

Στον ίδιο στόχο από άλλο δρόμο

Στο ίδιο πνεύμα ήταν και η δήλωση του Γ. Μηλιού, που πήρε μέρος στη συνάντηση: «Ο κ. Σόιμπλε, στη συνάντηση που είχαμε μας δήλωσε βέβαια ότι το πρόγραμμα που έχει συμφωνήσει με τις μνημονιακές κυβερνήσεις πρέπει να πετύχει. Εμείς του αναπτύξαμε το εναλλακτικό μας σχέδιο για τη δημοσιονομική εξυγίανση. Στη συζήτηση, μας κατέστησε σαφές ότι εκείνο που ενδιαφέρει είναι η επιτυχία των στόχων και όχι οι περικοπές από χαμηλόμισθους. Είναι στη διακριτική ευχέρεια της κυβέρνησης ο τρόπος που επιτυγχάνονται οι στόχοι, μας είπε. Αν γίνουμε κυβέρνηση και μπορούμε να πετύχουμε διαφορετικά, π.χ. με φορολόγηση του πλούτου να το κάνουμε»!

Η συμφωνία, ως προς τους στόχους, μεταφράζεται σε δέσμευση υπέρ της συνέχισης της πολιτικής που γονατίζει το λαό, ακόμα κι αν εφαρμοστεί ένα άλλο μείγμα διαχείρισης. Ακριβώς γιατί στόχος του προγράμματος είναι η θωράκιση των μονοπωλίων, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας τους. Κι αυτά υπηρετούνται με παραπέρα μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, με ανατροπή συθέμελα των εργασιακών σχέσεων, καρατόμηση ασφαλιστικών, συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, αιματηρή λιτότητα, σφαγιασμό δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα με άμεσες τραγικές συνέπειες στην υπηρεσίες Υγείας, Πρόνοιας, Παιδείας κ.λπ.

Εκεί που διαφοροποιείται ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στο γεγονός ότι ζητάει περισσότερα επεκτατικά μέτρα στη διαχείριση της κρίσης, προκειμένου να περισσέψει χρήμα για το κράτος να κατασκευάσει υποδομές και να κατευθύνει χρήμα στα μονοπώλια για να κάνουν επενδύσεις. Γι' αυτό μιλάει για αναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης και «κούρεμα» του χρέους, παρουσιάζοντας μάλιστα σαν δέλεαρ ότι με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η ανάπτυξη προς όφελος των δανειστών και ανοίγεται μεγαλύτερος χώρος δράσης για τα δικά τους μονοπώλια.

Μιλάει ταυτόχρονα για «δίκαιη αναδιανομή του πλούτου», ξέροντας ότι τέτοια είναι αδύνατο να υπάρξει στον καπιταλισμό, ιδιαίτερα σήμερα που ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα μονοπώλια έχει οξυνθεί κατακόρυφα.

Υπέρ της «δημοσιονομικής σταθεροποίησης»

Αποκαλυπτικός για όλα αυτά ήταν ο Αλ. Τσίπρας και στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε χτες βράδυ στο Βερολίνο, απ' το βήμα της οποίας διαβεβαίωσε τη γερμανική κυβέρνηση και συνολικά την ΕΕ ότι «είμαστε εταίροι, άρα, έχουμε κοινά συμφέροντα και κοινούς αντιπάλους». Επιβεβαίωσε κι αυτός πως αν κυβερνήσει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα «αναστείλει την προσπάθεια για δημοσιονομική σταθεροποίηση», αλλά θα βρει τη χρυσή τομή, έτσι που να υπηρετείται ταυτόχρονα το πετσόκομμα σε δαπάνες του προϋπολογισμού και η «δυνατότητα της οικονομίας να ανακάμψει».

Διαμήνυσε, δηλαδή, στους αστούς ότι το μείγμα διαχείρισης του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να συμμαζέψει τα δημόσια οικονομικά, έτσι που να περισσεύει παραδάκι για την ενίσχυση των επενδύσεών τους. Στο πλαίσιο αυτό ζήτησε ξανά κούρεμα του ελληνικού χρέους, ώστε να επωφεληθούν και «αυτοί που μας δανείζουν».

Σε άλλο σημείο επανέλαβε την πρόθεσή τους να προχωρήσουν «σε αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές για την ανασυγκρότηση του κράτους» και υποστήριξε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, σαν δύναμη με μεγαλύτερη ικανότητα χειραγώγησης του λαού, θα τις επιβάλει «σε ένα καθεστώς σταθερότητας, θα βρουν σύμφωνη τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού και συμμέτοχη».

Για να εξασφαλίσει τη συναίνεση του λαού σε μια πολιτική που τον σφαγιάζει με άλλο μείγμα, ο Αλ. Τσίπρας παρακάλεσε τους «εταίρους» να συνδράμουν στην αποκατάσταση της αίσθησης δικαιοσύνης, μέσω της ψευδεπίγραφης κάθαρσης του αστικού πολιτικού συστήματος. Οχι τυχαία, επανέλαβε τα ψεύδη ότι τάχα η αιτία της κρίσης είναι «το καθεστώς της κλεπτοκρατίας» και το πολιτικό προσωπικό που τη συντηρεί και την αναπαράγει, σκορπίζοντας αυταπάτες ότι αν τιμωρηθούν οι «κλέφτες», θα ανασάνει ο λαός.