ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ
«Οι αρχαιότητες να γίνουν κτήμα του ελληνικού λαού»

Η αντίληψη του κράτους για την πολιτιστική κληρονομιά, πώς αυτή εκφράζεται από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και η σχέση Αρχαιολογίας και κοινού, από τη μαρξιστική ματιά ενός μάχιμου εκπαιδευτικού και επιστήμονα

Κυριακή 1 Απρίλη 2001

Λείψανα σπιτιού από τις ανασκαφές της Εγνατίας Οδού
Τα Γλυπτά του Παρθενώνα, οι εντυπωσιακές υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας και ειδήσεις, όπως η καταστροφή των αγαλμάτων στο Αφγανιστάν, φέρνουν την Αρχαιολογία συχνά στο προσκήνιο από τα ΜΜΕ.

Ακόμη πιο συχνή και ισχυρή είναι η παρουσία της «αρχαιοκεντρικής» αντίληψης του παρελθόντος, η οποία έχει «διαχυθεί» στην κοινωνία μέσω της εκπαίδευσης και κυριαρχεί στην πολιτιστική πολιτική του κράτους σαν «μπούσουλας» της κυρίαρχης επιστημονικής έρευνας, αλλά και σαν ισχυρό «όπλο» στο ιδεολογικό «οπλοστάσιο» της εγχώριας αστικής τάξης, η οποία «ξαναγράφει» κατά το δοκούν την ιστορία.

Δεδομένου του γεγονότος ότι αυτή η αντίληψη θα μας παιδέψει για πολύ καιρό, κυρίως μέσω της ολυμπιακής προετοιμασίας, η ανάλυση του τρόπου που προσλαμβάνει το νεοελληνικό κράτος τον πολιτιστικό πλούτο της χώρας (τρόπος που καθορίζει και τη σχέση του με την επιστήμη της Αρχαιολογίας) από τη μια, και του τρόπου που η Αρχαιολογία, η αρχαιότητα και το αρχαίο αντικείμενο προσλαμβάνεται από το κοινό, παρουσιάζει νέο ενδιαφέρον. Για όλα αυτά μιλήσαμε με τον καθηγητή Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και βουλευτή του ΚΚΕ, Γιώργο Χουρμουζιάδη.

Ο συντηρητισμός της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας

Η κουβέντα ξεκίνησε, μοιραία, από την Αρχαιολογική Υπηρεσία του υπουργείου Πολιτισμού, αφού αυτή είναι ο φορέας άσκησης της αρχαιολογικής πολιτικής του κράτους.

Ο Παρθενώνας, από εξαιρετικό αρχιτεκτονικό και καλλιτεχνικό δείγμα της κλασικής εποχής, μετατράπηκε σε «αιχμή» της αστικής ιδεοληψίας για την αρχαιότητα
«Η Αρχαιολογική Υπηρεσία του ΥΠΠΟ είναι, ίσως, η τελευταία συντηρητική υπηρεσία του ελληνικού κράτους, ως δομή και ως λειτουργία», σημειώνει ο Γ. Χουρμουζιάδης. «Το πώς σκέφτονται οι αρχαιολόγοι να αντιμετωπίσουν τον αρχαιολογικό πλούτο, το πώς ασκούν διοίκηση μέσα στις Εφορίες, το πώς οργανώνουν την ερευνητική και διοικητική δουλιά και τη σχέση τους με το κοινό, είναι στατική. Χρησιμοποιώ αυτόν το χαρακτηρισμό, για να τονίσω ακριβώς το μέγεθος της κατάστασης, χωρίς να σημαίνει ότι όλοι οι αρχαιολόγοι της υπηρεσίας είναι έτσι».

Παράδειγμα αυτού του συντηρητισμού για τον συνομιλητή μας είναι μια «μεταλλαγμένη» μορφή του «primae noctis jus» («πρίμε νόκτις γιους», το δίκαιο της πρώτης νύχτας). Το δικαίωμα που είχαν οι άρχοντες να κοιμούνται με τις γυναίκες των υπηκόων τους την πρώτη νύχτα του γάμου τους. Στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, αυτό το δικαίωμα το έχει ...ο προϊστάμενος. «Για να δημοσιεύσει μια ανασκαφή οποιοσδήποτε κατώτερος, ιεραρχικά, αρχαιολόγος, θα πρέπει να έχει το δικαίωμα που του εκχωρεί ο προϊστάμενος, άσχετα αν η ανασκαφή έχει γίνει από αυτόν που ανακοινώνει το εύρημα. Πρέπει να ευχαριστήσει τον /την έφορο που του έδωσε το δικαίωμα κι αυτό για μένα είναι μια δομή, που αποκαλύπτει το συντηρητισμό της διοικητικής λογικής».

Αναπαράσταση νεολιθικού λιμναίου οικισμού στο Δισπηλιό
«Ο συντηρητισμός αναπτύσσεται και στη σχέση των αρχαιολόγων από τους συναδέλφους της υπηρεσίας, οι οποίοι πιστεύουν ότι αυτή η υπηρεσία είναι "έξω" από τα "καθημερινά". Εχουν μία "αστυνομοκρατούμενη" άποψη για την προστασία των αρχαίων. Πιστεύουν ότι ο μόνος τρόπος να διατηρηθούν τα αρχαία είναι το κλείσιμό τους. Το συρματόπλεγμα, ο φύλακας, η ποινή, το δικαστήριο ...ο "αποκεφαλισμός". Οι πιο πολλοί δεν πιστεύουν ότι το αρχαίο πρέπει να γίνει κτήμα, ως γνώση, ως οπτική εντύπωση του ελληνικού λαού. Οτι πρέπει να υπάρχουν ωραίοι αρχαιολογικοί και ανασκαφικοί χώροι, που να μπορεί να μπει ο πολίτης, να δει την ανασκαφή την ώρα που αυτή γίνεται και να τον κάνεις "συνένοχο" τον ίδιο, να του λες, εμμέσως, "προστάτεψέ το κι εσύ". Τελικά, αυτό που κάνουν, και πραγματικά δουλεύουν και κουράζονται, το κρατάνε για τον εαυτό τους. Ενας αρχαιολόγος μπορεί να κάνει και δέκα χρόνια να δημοσιεύσει μια ανασκαφή. Οι αποθήκες είναι "φίσκα" από αρχαία που δε δημοσιεύονται».

«Ποτέ δεν ασχολήθηκε η Αρχαιολογική Υπηρεσία με το κοινό, που από πολλούς αρχαιολόγους θεωρείται ο εχθρός του αρχαίου. Οταν ήμουν στο μουσείο του Βόλου, οι φύλακες μου ζήτησαν να απαγορεύσω την είσοδο στα παιδιά, επειδή πειράζουν τα εκθέματα! Οταν κατάργησα τις προθήκες, δεν άγγιξε κανένας τίποτα. Η αμεσότητα του αρχαίου τρομάζει περισσότερο από κάθε καταστολή. Υπάρχει τρόπος να βρίσκεται το αρχαίο ακόμη και μέσα σε κατοικημένο χώρο χωρίς να φθείρεται. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει μια άλλη πολεοδομική πολιτική. Υπάρχει τρόπος να μην καταστρέφει η Εγνατία ό,τι βρίσκεται μπροστά της. Τα λεφτά που δίνουν ακόμη και οι εταιρίες των μεγάλων έργων για τις ανασκαφές, θα μπορούσαν να δοθούν για αλλαγές στα ίδια τα έργα, έτσι ώστε να δίνεται η δυνατότητα να ανασκαφεί και να μελετηθεί κανονικά αυτό που βρίσκεται. Θες να προστατέψεις τις αρχαιότητες, τον πολιτισμό; Ερεύνησέ τα. Χρηματοδότησε την έρευνα. Η έρευνα είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος προστασίας του πολιτισμού».

Οι «πηγές» της αρχαιοκαπηλίας

Η Αφροδίτη της Μήλου θα παραμείνει στο Μουσείο του Λούβρου, ως δείγμα της «γενναιόδωρης» Ελλάδας
- Η Αρχαιολογική Υπηρεσία έχει την υποδομή, για να κάνει ουσιαστικό έργο;

- «Το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Βουλγαρίας είχε φθάσει να έχει 2.500 αρχαιολόγους. Αρα, οι περίπου 450 του ΥΠΠΟ είναι εφιαλτικά λίγοι. Παράλληλα, πρέπει να υπάρξει ένας προγραμματισμός των ερευνών. Οι ανασκαφές είναι τριών ειδών. Οι δοκιμαστικές, οι σωστικές και οι συστηματικές. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία συναντά πολλές δυσκολίες για να κάνει συστηματικές ανασκαφές και αυτό είναι αποτέλεσμα της έλλειψης πόρων, προσωπικού, αλλά και ερευνητικού οράματος».

- Τα κατασταλτικά μέτρα επαρκούν για την αντιμετώπιση της αρχαιοκαπηλίας;

- «Με είχαν καλέσει κάποτε στην Ελασσόνα, να μιλήσω για την αρχαιοκαπηλία. Περίμεναν, βέβαια, να πω ότι τους αρχαιοκάπηλους πρέπει να τους "αποκεφαλίζουμε" και να τους ..."εξορίζουμε". Εγώ είπα ότι δύο είναι οι παράγοντες που οδηγούν στην αρχαιοκαπηλία: Το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, που δεν αφήνει τον απλό άνθρωπο να αντιληφθεί ότι το αρχαίο που βρίσκει στο χωράφι του είναι δικό του, με την έννοια ότι ανήκει στον πολιτισμό του. Ενα δαχτυλίδι που θα βρει στο μπαούλο της γιαγιάς δε θα το πουλήσει, γιατί είναι κειμήλιο. Ο δεύτερος παράγοντας είναι η φτώχεια. Αυτός που θα βρει ένα χρυσό σκουλαρίκι, θα πάει να το πουλήσει, αφού, ό,τι κυκλοφορεί στην κοινωνία μας, είναι αντικείμενο εμπορίας και τζόγου. Ανέβασε το λαό οικονομικά και πνευματικά, να δεις πώς αλλάζουν τα πράγματα που σχετίζονται με την αρχαιοκαπηλία».

- Ποιες είναι οι «πηγές» αυτών των αντιλήψεων της υπηρεσίας;

- «Οι στάσιμες θεωρητικές αντιλήψεις των αρχαιολόγων. Πιστεύουν ότι το αρχαίο είναι ένα "εκλεκτό" αντικείμενο, που πρέπει να ασχοληθούν με αυτό οι "εκλεκτοί", ότι η Αρχαιολογία είναι μια επιστήμη της ελίτ, που ο απλός λαός δεν μπορεί να καταλάβει. Είναι αντίληψη του Βίνκελμαν, που από τον 17ο αιώνα έλεγε ότι κάποιος μπορεί να ανεβάσει το επίπεδό του μέσω της τέχνης - άποψη κατά βάση σωστή - ωστόσο, αναφερόταν στους άρχοντες και όχι στο λαό.

Τμήμα των Γλυπτών του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο
Αλλη πηγή - που με τη σειρά της πηγάζει και από αντικειμενικούς λόγους - είναι η μη απόδοση στον κόσμο, ως κοινωνικό αγαθό, αυτού που έρχεται στην επιφάνεια. Με την ανασκαφή στο Δισπηλιό, στον τέταρτο χρόνο της ανασκαφής, κάναμε ένα μικρό μουσείο. Με πίνακες, με κείμενα για τον κόσμο, με αναφορές στους λιμναίους οικισμούς της Ευρώπης, με μια ιστορία του οικισμού, με ένα χάρτη για συγκρίσεις για το τι γίνεται αλλού κλπ. Μπαίνει ο κόσμος και παίρνει μια πλήρη εικόνα, τι σημαίνει ένας λιμναίος οικισμός. Μου έλεγαν να τελειώσουμε πρώτα την ανασκαφή και μετά να προχωρήσουμε στο μουσείο. Για ποιο λόγο; Αυτή τη στιγμή, αυτή την άποψη έχουμε για το λιμναίο οικισμό. Αν ανατραπεί, θα την ανατρέψουμε. Ετσι, το μουσείο θα έχει μια δυναμική. Ο Πόπερ έλεγε "λατρεύω τις θεωρίες γιατί ανατρέπονται". Ο περίφημος Μπροντέλ, στην εισαγωγή του στη "Μεσόγειο", λέει: "υποπτεύομαι, ότι τα συμπεράσματά μου θα αμφισβητηθούν, θα συζητηθούν και ενδεχομένως θα ανατραπούν. Θα χαρώ γι' αυτό, γιατί έτσι προχωράει η επιστήμη". Ενώ οι δικοί μας πιστεύουν ότι θα πουν την τελευταία λέξη».

Η Αρχαιολογία ως ερμηνεία των πολιτισμών

- Ωστόσο, υπάρχει και μια συγκεκριμένη κρατική πολιτική που ασκείται.

- «Δύο είναι τα επίπεδα, πάνω στα οποία μπορεί να αναζητήσει κανείς την άσκηση μιας συγκεκριμένης ερευνητικής πολιτικής στην περιοχή των αρχαιοτήτων. Το ένα πεδίο είναι η ιδεολογία, με τους ιδεολογικούς μηχανισμούς, τα σχολεία, τα ΜΜΕ κλπ., και το άλλο είναι η αγορά. Εκεί, που, τελικά, το αρχαίο για τον πολύ κόσμο έχει μια συγκεκριμένη αγοραστική αξία. Σε αυτό το πεδίο εντάσσονται και οι μεγάλες αρχαιολογικές συλλογές. Που όλες, τελικά, ανήκουν σε μεγαλοκεφαλαιούχους.

- Πώς λειτουργούν αυτά τα επίπεδα;

- «Τα ΜΜΕ προβάλλουν το αρχαιοκαπηλικό γεγονός ως αστυνομικό ή ιστορία. Κάποια στιγμή θα σηκώσουν και το θέμα των Μαρμάρων και ύστερα θα το ξεχάσουν ως μη επίκαιρο και "πιασάρικο", όπως λένε οι δημοσιογράφοι. Το δε σχολείο δεν κάνει καμία προσπάθεια να δώσει τον αρχαιολογικό πλούτο σωστά. Στην Ελλάδα, όπου όποια πέτρα κι αν σηκώσεις βρίσκεις αρχαίο, στην εκπαίδευση, η Αρχαιολογία είναι απούσα. Τα βιβλία της Ιστορίας περιγράφουν επιγραμματικά, μεγαλοϊδεατίστικα, αρχαιοκεντρικά και επιλεκτικά τα μνημεία. Η Αρχαιολογία πρέπει να διδάσκεται όχι ως Ιστορία της Τέχνης, αλλά ως κοινωνική δράση. Να μάθει το παιδί Μουσειολογία, Ανασκαφική Τεχνική. Οχι μόνο τον Φειδία, τον Ερμή του Πραξιτέλη ...τα μπούτια της Αφροδίτης. Να μάθει την Αρχαιολογία σαν επάγγελμα, που σκοπό έχει να μελετήσει και να ερμηνεύσει τους πολιτισμούς. Συνηθίσαμε να προσλαμβάνουμε την Προϊστορία, π.χ., από τις ελλείψεις. Από το τι δεν είχαν οι προϊστορικοί άνθρωποι. Δε διδάσκεται, όμως, ότι αυτοί επινόησαν την Αρχιτεκτονική, την Κεραμική, έφτιαξαν τις πρώτες ιδεολογίες, τα πρώτα εργαλεία. Η αντίληψή μας για την Προϊστορία είναι επιπέδου καρτούν, όπου ο πρωτόγονος με το ρόπαλο σέρνει τη γυναίκα από τα μαλλιά. Αρα, μέσα στην εκπαίδευση, λείπει η Αρχαιολογία ως ιστορικό γίγνεσθαι. Ακόμη υπάρχει το κλασικό σχολείο, που έχει σαν πυρήνα τη Γραμματολογία. Ενώ, αν είχαμε μια εκπαίδευση αρχαιογνωσική, οπότε θα διδάσκονταν Ιστορία, Αρχαία Τέχνη, Αρχαίος Πολιτισμός, Αρχαία Οικονομία, θα ήταν αλλιώς. Οταν μιλάμε για εκλαϊκευμένη Αρχαιολογία, εννοούμε αυτό που έλεγε ο Λένιν: "ένα βήμα εμείς και δύο βήματα ο λαός". Ετσι ώστε να μην κατεβάζουμε το επίπεδο, αλλά κάπου να συναντηθούμε».

Η εκπαιδευτική αντίληψη του παρελθόντος

- Πώς εκφράζεται, πιο συγκεκριμένα, αυτή η «αρχαιοκεντρική» αντίληψη στην εκπαίδευση;

- Από τον 19ο αιώνα παλεύουν μεταξύ τους δύο ιδεολογίες: Η αρχαιοκεντρική, αρχαιολατρική και η χριστιανοορθόδοξη ή χριστιανοαρχαιολογική. Κάποια στιγμή, αυτές οι ιδεολογίες ενώθηκαν και προέκυψε το εκπαιδευτικό σύστημα, η πολιτική μας για τον πολιτισμό, η άποψή μας για την αρχαία Ελλάδα. Τα παιδιά μαθαίνουν ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός αρχίζει από τον 6ο αιώνα και μετά. Τα τελευταία 20 χρόνια, έχει μπει στην εκπαίδευση και ο μυκηναϊκός πολιτισμός, μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β`. Ακόμη, όμως, διδάσκονται όροι όπως "προελληνικός", "πρωτοελληνικός" πολιτισμός. Φρικαλέο λάθος. Υπάρχει μια άρρηκτη συνέχεια, όχι ως εθνική, αλλά ως πολιτισμική συνέχεια. Αν τον πολιτισμό τον ορίσουμε όπως ο Μαρξ και ο Ενγκελς στη "Γερμανική ιδεολογία", ότι αλλαγή πολιτισμού έχουμε όταν έχουμε αλλαγή του τρόπου εκμετάλλευσης των παραγωγικών πηγών, τότε θα διαπιστώσουμε αυτή τη συνέχεια. Αυτό είναι το ελληνικό. Οχι η χλαμύδα, ο μαίανδρος και το αττικό κάλλος».

- Η ίδια αντίληψη υπάρχει και στις πανεπιστημιακές σχολές;

- «Σήμερα οι αρχαιολογικές σχολές, αναλογικά, είναι πιο πίσω από πριν. Αν ζούσε σήμερα ο Κακριδής, θα ήταν ένας προοδευτικός φιλελεύθερος. Στην εποχή του, ήταν επαναστάτης. Σήμερα, οι καθηγητές της Φιλοσοφικής δε λένε κουβέντα για να κοντραριστούν με την εξουσία. Αν τους μεταφέρεις στην εποχή του Κακριδή, θα ήταν και αυτοί επαναστάτες, αλλά σήμερα δεν είναι. Ο Κακριδής έλεγε πως εμείς δε βγάζουμε καθηγητές, αλλά φιλολόγους. Αυτό είναι το σπέρμα της αντίληψης του διαχωρισμού πτυχίου - επαγγέλματος. Σήμερα αυτό επαληθεύεται από το υπουργείο Παιδείας.

«Ο πολιτισμός δεν έχει σύνορα»

- Με αφορμή την πρόσφατη κλοπή αρχαιοελληνικού γλυπτού στο Βρετανικό Μουσείο, ο Ε. Βενιζέλος επανέφερε το θέμα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα, λέγοντας, παράλληλα, πως η Ελλάδα εστιάζει σε αυτά και όχι στον άλλο αρχαιοελληνικό πλούτο της, που βρίσκεται σε ξένα μουσεία, σαν δείγμα της γενναιοδωρίας της. Πώς σχολιάζετε αυτή την οπτική;

- «Είναι σφάλμα το αίτημα για επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα, με τον "αποκλειστικό" τρόπο που προωθείται και αναδείχνεται ως εθνική διεκδίκηση. Εχει εστιαστεί όλη αυτή η προσπάθεια στο Βρετανικό Μουσείο. Δεν υπάρχει μουσείο της Ευρώπης, που να μην έχει αριστουργήματα της αρχαιότητας. Αυτά που έχουν κατασκευαστεί στην αρχαιότητα ανήκουν στην ανθρωπότητα. Είτε είναι σε ένα μουσείο της Αθήνας, είτε σε ένα μουσείο της Κολομβίας, επιτελούν αυτό για το οποίο έγιναν. Από τη στιγμή που θα πάψει να υφίσταται η κοινωνία που τα κατασκεύασε, όπου κι αν είναι, λειτουργούν. Στην περίπτωση των Μαρμάρων, αυτά θα μεταφερθούν απλώς από εκεί εδώ. Ποιο θα είναι το εθνικό κέρδος που θα προκύψει;».

- Το κέρδος ίσως να βρίσκεται στο επίπεδο του συμβολικού.

- «Μα, ο συμβολισμός δεν έχει εθνικά σύνορα. Αυτά συμβολίζουν έναν πολιτισμό μιας συγκεκριμένης εποχής, είτε είναι εδώ είτε όχι. Αυτός ο συμβολισμός δεν αίρεται ακόμη κι αν βρίσκονταν στο Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας. Μόνο γεωγραφικός συσχετισμός θα προκύψει από το να έρθουν δίπλα στον Παρθενώνα. Ετσι κι αλλιώς, δεν πρόκειται να επανατοποθετηθούν στον Παρθενώνα, αλλά θα πάνε πάλι σε μουσείο».

- Δε θα πρόκειται ούτε για αποκατάσταση μιας αδικίας;

- «Αρα, δικαιώνεται η Ελλάδα στο επίπεδο της πράξης του Ελγίνου, όχι στο επίπεδο του πολιτισμού. Απλά, τιμωρούμε αναδρομικά μια πράξη. Ο πολιτισμός, όμως, έχει δικαιωθεί, γιατί τα αρχαία δεν καταστράφηκαν. Αν η Βουλή των Λόρδων αποφάσιζε να τα καταστρέψει, αυτό είναι άλλο πράγμα. Αλλά ας το πάρουμε κι από την άλλη πλευρά. Γιατί να μην έρθει και η Νίκη της Σαμοθράκης; Η Αφροδίτη της Μήλου, τα περίφημα ανάγλυφα των Φαρσάλων; Οταν πήγα στο Μουσείο της Καρλσρούης, είδα δυο βιτρίνες γεμάτες με ελληνικές προϊστορικές αρχαιότητες. Τελικά, αυτή η ευαισθησία από την πλευρά της πολιτείας είναι εθνικιστική και όχι εθνική. Το έργο του πολιτισμού, της τέχνης, δεν έχει σύνορα».