Στα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», ο ποιητής είδε όσα δεν είδαν τα φαντάσματα των ρεπορτάζ. Την πατρίδα ως έχει και είναι. Οχι ως επένδυση. Πικρή. Το Ρωμιό ως δύναται να είναι. Αγέρι. Ελάφι που πελεκάει τα βράχια και μασάει τα σίδερα. Οχι σαν μια μαύρη προβοκατόρικη παραστρατιωτική ομαδούλα, που καίει καλά ασφαλισμένα φορτηγά, παραφερνάλια των μέσων παραγωγής του αδηφάγου αφεντικού που αυγατίζει εν μια νυκτί το κεφάλαιό του.
Γιατί, άμα ξεπεζέψεις συνειδητά από το στίχο, προσγειωθείς στο ανώμαλο έδαφος της υπόδουλης ανάλυσης των πραγματικών περιστατικών, και κλείσεις τ' αυτιά στις οιμωγές των «καταδιωγμένων» επενδυτών και των «στοχοποιημένων» δραστών, τότε το αμείλικτο πολιτικό ερώτημα «τις ωφελείται» από το δρώμενο Σκουριές, ορθώνεται και απαντιέται πάραυτα. Ο πρωθυπουργός Σαμαράς, στο πιτς φιτίλι, ανακοινώνει βλοσυρός κι αποφασιστικός πως... οι ξένες επενδύσεις θα προστατευθούν με κάθε μέσο. Και πως η «Καναδικός Χρυσός», που έχει τέσσερα χρυσωρυχεία εξασφαλίσει στη φτωχή Ελλάδα, θα τακτοποιηθεί άμεσα με την προώθηση της κολλημένης στη Θράκη, αντίστοιχης με τις Σκουριές, επένδυσής της. Τα μολοτοφάκια και τα στρατιωτικά παντελονάκια, καταγεγραμμένα στην κάμερα της εταιρείας, έφτιαξαν μια ωραία ατμόσφαιρα! Για τις ...εθνοσωτήριες επενδύσεις που επισπεύδονται. Ετσι ό,τι δεν κατάφερε από μόνη της η πολυεθνική, το πέτυχαν μια χούφτα προβοκάτορες που μοιάζει να τους περίμεναν ως κι οι κακοπληρωμένοι δυστυχείς ιδιωτικοί φρουροί, αφού οι βάρβαροι επιτέλους θα διαβούνε.
Είναι τόσο κραυγαλέα η διαφορά ανάμεσα στο «εδώ το φως» του κόκκινου Ρίτσου και στο πυροτεχνηματικό μπουκάλι με μπενζίνα σε πρόθυμο να τη δεχτεί στόχο, που δεν απορείς πια. Στα μάρμαρα δεν πιάνει η σκουριά. Στα μυαλά κάτω από το σκοτεινό το σκούφο όμως, πιάνει και παραπιάνει. Και τότε ο ποιητής δικαιώνεται, όταν γράφει και προφητεύει το 1943, («Σαββατόβραδο στη συνοικία του φθινοπώρου») ...«Το κέρδος είναι αμφίβολο πάντα μα η ζημιά βέβαιη».