Οι βασικοί σταθμοί της Ευρωπαϊκής Ενωσης
Κυριακή 1 Απρίλη 2001

«ΟΝΕ μονόδρομος των πολυεθνικών, ΜΕΤΩΠΟ μονόδρομος των εργαζομένων»
Αν χρειαζόταν να προσδιορίσουμε τα σημεία - σταθμούς στην πορεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ειδικότερα μετά την ένταξη της Ελλάδας, θα στεκόμασταν ασφαλώς στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1986), στη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1991) και τη Συνθήκη του Αμστερνταμ (1996), η οποία συμπληρώθηκε με τις αποφάσεις της Συνόδου της Νίκαιας (Δεκέμβρης 2000). Σημαντικό επίσης στοιχείο που αφορά στο χαρακτήρα και την εξέλιξη της ΕΕ μπορεί να θεωρηθεί και η «Ατζέντα 2000» (Μάρτης 1999).

Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη

«Τέσσερις ελευθερίες» αποτελούν τα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η ελευθερία της κίνησης των κεφαλαίων, η ελευθερία κίνησης των εμπορευμάτων, η ελευθερία κίνησης εμπορευμάτων και υπηρεσιών και η ελευθερία κίνησης του εργατικού δυναμικού. Αυτές οι «ελευθερίες» διατυπώθηκαν στην «Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη» το 1986, και από τότε αποτελούν το μόνιμο μπούσουλα για τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Οι «τέσσερις ελευθερίες»

Η κάθε μια από τις «τέσσερις ελευθερίες» είχε σαν αντίκρισμα νέα δεσμά για τους εργαζόμενους.

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ

Οι συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ ήταν παρόντες και στη Νίκαια της Γαλλίας
Το περιεχόμενο και ο χαρακτήρας της Συνθήκης του Μάαστριχτ, αλλά και η πολιτική που ακολούθησε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα (Ευρωπαϊκή Ενωση από την 1η Νοέμβρη 1993) στο διάστημα που μεσολάβησε, με κορυφαίο δείγμα τη «Λευκή Βίβλο», «φωτογραφίζουν» τις δυνάμεις εκείνες που πρωταγωνίστησαν και πρωταγωνιστούν στην πορεία της λεγόμενης ευρωπαϊκής ενοποίησης με τα γνωστά χαρακτηριστικά. Το παρουσιαζόμενο ως όραμα της «Ενωμένης Ευρώπης», με μια ενιαία οικονομική και νομισματική πολιτική, με κοινή εξωτερική πολιτική και άμυνα, είναι το όραμα που ανταποκρίνεται στην ανάγκη των ευρωπαϊκών μονοπωλιακών κύκλων να επιβληθούν ως ένας ισχυρός πόλος στις παγκόσμιες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, ικανό να ανταγωνιστεί το αμερικανικό και ιαπωνικό κεφάλαιο και έχοντας ιδιαίτερη επιδίωξη την κατάκτηση και εκμετάλλευση των «νέων» αγορών στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και όχι μόνο.

Η πορεία προς την ΟΝΕ

Το ουσιαστικά καινούριο που φέρνει η Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ), ως πυρήνας της Συνθήκης του Μάαστριχτ και στα πλαίσια της οικοδόμησης της Ευρωπαϊκής Ενωσης, είναι η ενίσχυση της παρέμβασης των διακρατικών ρυθμίσεων στις οικονομίες των κρατών μελών της ΕΕ στα πλαίσια του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού. Η ΟΝΕ δεν είναι ένωση σε ισότιμη βάση συνεργασίας και σχέσεων, άλλωστε αυτό στην εποχή του ιμπεριαλισμού καθορίζεται από το νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης, αλλά μια συμφωνία εξυπηρέτησης του χρηματιστικού κεφαλαίου, των αναγκών και των σχεδιασμών του για πολύ μεγαλύτερη συσσώρευση πλούτου και δύναμης. Αντικειμενικά, αυτή η διαδικασία ωφελεί το μεγάλο κεφάλαιο, και τα κράτη που ηγούνται της ενοποίησης, εντείνοντας ακόμη περισσότερο την ανισομετρία και τις ταξικές αντιθέσεις.

Τα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης υποχρεώνονται να διαμορφώνουν την οικονομική και τη γενικότερη πολιτική τους, στα πλαίσια της υλοποίησης των στόχων της Ενωσης. Η πολιτική αυτή θα κινείται σύμφωνα με τους όρους της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής, που θα διαμορφώνεται και θα ασκείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και τ' άλλα θεσμικά όργανα της Κοινότητας. Ο έλεγχος της δημοσιονομικής πολιτικής των κρατών - μελών θα συνεπάγεται κυρώσεις, όπως τη διακοπή των πληρωμών από τον κοινοτικό προϋπολογισμό κ.ά. Ολ' αυτά βεβαίως μεγαλώνουν τις κοινωνικές ανισότητες σε κάθε κράτος - μέλος και με μεγαλύτερη ένταση στα υποδεέστερα οικονομικά κράτη.

Το κύριο περιεχόμενο της ΕΕ, όπως υπάρχει στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, που είναι η ηγεμονία των μονοπωλίων των ισχυρών κρατών,στο όνομα της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας έναντι των οικονομιών της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ.

Η Συνθήκη του Αμστερνταμ

Πληθωρισμός προσδοκιών δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της Διακυβερνητικής, η οποία ολοκληρώθηκε με τη Σύνοδο Κορυφής του Αμστερνταμ και την έγκριση της ομώνυμης Συνθήκης. Οι ηγεμονεύουσες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης και κυρίως η Γερμανία υπολόγιζαν ότι με αυτή τη Συνθήκη θα έλυναν το «Γόρδιο Δεσμό» της «θεσμικής μεταρρύθμισης», με τη δημιουργία του πολιτικού «Διευθυντηρίου» της ΕΕ. Ομως, οι έντονες αντιθέσεις που εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της Διακυβερνητικής υποχρέωσαν τους ιθύνοντες να μην προχωρήσουν τότε ολοκληρωμένα στη «θεσμική μεταρρύθμιση». Ετσι στη Συνθήκη του Αμστερνταμ κυριάρχησε το «Σύμφωνο σταθερότητας της οικονομίας», με το οποίο καθορίζονται οι υποχρεώσεις των κρατών - μελών εντός της «Ζώνης ευρώ». Αν μέχρι τότε, το «Πρόγραμμα Σύγκλισης» ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσουν οι εργαζόμενοι για την ένταξη στη «Ζώνη ευρώ», το τίμημα που θα πληρώνουν για την παραμονή της χώρας τους στη «Ζώνη» θα είναι το «Σύμφωνο σταθερότητας». Το δεύτερο στοιχείο που χαρακτηρίζει τη Συνθήκη του Αμστερνταμ είναι η απόφαση για τη «διευρυμένη συνεργασία», με την οποία δίνεται η δυνατότητα σε μια ομάδα κρατών «που μπορούν και επιθυμούν» να προχωρούν στη χάραξη και την υλοποίηση μιας πολιτικής ερήμην των υπολοίπων. Με τη «διευρυμένη συνεργασία» δίνεται, ουσιαστικά, το «πράσινο φως» για τη δημιουργία του «σκληρού πυρήνα» της Ευρωπαϊκής Ενωσης, στον οποίο θα μετέχουν τα μεγαλύτερα κράτη - μέλη.

Στην ίδια Σύνοδο αποφασίστηκε η «Συνθήκη Σένγκεν», να αποτελεί οργανικό τμήμα της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Με τη Συνθήκη Σένγκεν δημιουργείται ένας εφιαλτικός μηχανισμός, ο οποίος θα συγκεντρώνει και θα καταχωρίζει πληροφορίες για τα πάντα που αφορούν τη ζωή και τη δράση των εργαζομένων όλων των κρατών - μελών της ΕΕ. Το βασικό χαρακτηριστικό της είναι η ανατροπή ενός θεμελιακού αξιώματος, του τεκμηρίου της αθωότητας αφού, όλοι οι πολίτες θεωρούνται εν δυνάμει ένοχοι και εναπόκειται στους ίδιους να αποδείξουν την αθωότητά τους.

Οι προτάσεις που δε συζητήθηκαν στο Αμστερνταμ, συζητήθηκαν στη Σύνοδο της Νίκαιας, το Δεκέμβρη του 2000.

Η Σύνοδος αυτή αποκάλυψε πολλές και μεγάλες αντιθέσεις, ανταγωνισμούς και συγκρούσεις. Πολλές από αυτές ήταν γνωστές και από το παρελθόν, όμως η έντασή τους στη Νίκαια ήταν πρωτόγνωρη. Αντιθέσεις μεταξύ «μεγάλων» και «μικρών», αντιθέσεις μεταξύ των «μεγάλων», αντιθέσεις ακόμη και μεταξύ των «μικρών». Τα άθλια παζάρια για το μοίρασμα των ψήφων και των μεριδίων της εξουσίας, οι συναλλαγές στο προσκήνιο και το παρασκήνιο μπορεί να έφεραν ένα αποτέλεσμα, για το οποίο όμως κανείς από τους «δεκαπέντε» δεν είναι ευχαριστημένος. Οσον αφορά στους παράγοντες που πίεσαν για έναν τέτοιο συμβιβασμό, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο σημαντικότερος δεν ήταν τόσο το «κοινό συμφέρον», όσο ο «κοινός εχθρός», οι εργαζόμενοι και τα πλατύτερα λαϊκά στρώματα στα κράτη - μέλη, αλλά και στις υποψήφιες χώρες.

Ετσι η αντίθεση, που κυριαρχεί, καθορίζει και επικαθορίζεται από τις εξελίξεις και τις επιμέρους αντιθέσεις, είναι η ταξική αντίθεση. Οι δυνάμεις του μεγάλου κεφαλαίου, η κινητήρια δύναμη της πορείας της ευρωπαϊκής οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης, αντιλαμβάνονται ότι η προώθηση των συμφερόντων τους και των στρατηγικών τους επιδιώξεων περνά μέσα από αυτήν την αντιπαράθεση.

Ατζέντα 2000

Η «Ατζέντα 2000» είναι η απόφαση των δεκαπέντε ηγετών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, το Μάρτη του 1999 στο Βερολίνο, που αφορά στη διεύρυνση με άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, κυρίως απο τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, και στη χρηματοδότηση του Κοινοτικού Προϋπολογισμού από τα κράτη - μέλη, λόγω διεύρυνσης. Το ευρωπαϊκό μονοπωλιακό κεφάλαιο, προσδοκά μεγάλα οφέλη απ'αυτές τις χώρες, αφού υπάρχει σ'αυτές βιομηχανική υποδομή, φτηνό ειδικευμένο εργατικό δυναμικό, ενώ ήδη έχουν γίνει επενδύσεις κυρίως απο τη Γερμανία. Στην Ατζέντα περιλαμβάνονται και τα μέτρα για την αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Οσον αφορά στον προϋπολογισμό της ΕΕ, οι «δεκαπέντε» υπό την πίεση κυρίως της Γερμανίας αποφάσισαν την ανακατανομή των ποσοστών συμμετοχής των κρατών - μελών. Ετσι στο πλαίσιο αυτής της ανακατανομής θα περιοριστεί η συμμετοχή της Γερμανίας, η οποία είναι και ο βασικός «αιμοδότης» του προϋπολογισμού. Ταυτόχρονα μέσα στα επόμενα χρόνια θα περιορίζονται σταδιακά μέχρι να καταργηθούν τα κονδύλια προς τις ασθενέστερες χώρες - μέλη. Ετσι αποφασίστηκε η κατάργηση του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, αφού το τελευταίο θα είναι το τρέχον «πακέτο Πρόντι». Τέλος όσον αφορά στην Κοινή Αγροτική Πολιτική, αποφασίστηκε η μεγάλη μείωση των διαθέσιμων κονδυλίων, ώστε μέσα σε έξι χρόνια, να έχει ουσιαστικά καταργηθεί. Με την «Ατζέντα 2000» η Ελλάδα, όπως και οι άλλες μικρότερες χώρες της ΕΕ, υφίσταται πλήγμα, ενώ όσον αφορά την Αγροτική Πολιτική θα είναι η χαριστική βολή για την ελληνική παραγωγή.