ΓΙΑΣΕΜΙΝ ΣΑΜΝΤΕΡΕΛΙ
Almanya - Καλωσήρθατε στη Γερμανία
Πέμπτη 2 Μάη 2013

Η 40χρονη σκηνοθέτης Γιασεμίν Σαμντερελί, Γερμανίδα τουρκικής καταγωγής, μας αφηγείται, με συντεταγμένες κωμωδίας και τόνους πανάλαφρους που δεν γνωρίζουν νόμους βαρύτητας, ένα όντως ειδυλλιακό παραμύθι από το παρελθόν που τα χρώματά του αντί να ξεβάψουν παρουσιάζονται ακόμα πιο λαμπερά με το χρόνο. Θέμα του, η μεγάλη μετανάστευση των δεκαετιών '50 και '60 προς τη Δυτική Γερμανία, τον σημαντικότερο μεταναστευτικό προορισμό από τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης. Τη μετανάστευση, που εξυπηρετούσε τις ανάγκες της καπιταλιστικής μεταπολεμικής ανασυγκρότησης ανέλαβαν οι εργατικές μάζες από τις πιο φτωχές χώρες της νότιας Ευρώπης και την Τουρκία. Οι αφηγήσεις για την τραγωδία της μετανάστευσης πάμπολλες και για το πώς έφευγαν αυτοί οι άνθρωποι και για το τι συναντούσαν στον «φιλόξενο» τόπο που έφθαναν να εργαστούν. Οταν σήμερα ο καπιταλισμός ξανά διώχνει στη μετανάστευση το άξιο για εργασία παραγωγικό δυναμικό, το παραμυθάκι της Σαμντερελί δεν είναι καν χαριτωμένο...

Η ιστορία από τη γέννηση του έρωτα του Χουσεΐν και της Φάτμα, στο χωριό τους στην Ανατολία, μέχρι την ώρα της επιστροφής στην πατρίδα, υφαίνεται, με μπρος /πίσω στο χρόνο, με αλέ / ρετούρ σε παρελθόν και παρόν. Η αφήγηση τρέχει, ρίχνοντας απλά ματιές σε στιγμιότυπα και νεκρές φύσεις για να μην αφήσει περιθώρια όχι τόσο για πλήξη, όσο για σκέψη. Η αφήγηση απέχει παρασάγγας από μια δραματοποίηση της μετανάστευσης και στοχεύει σε πολύ λίγο χρόνο, να προλάβει να «δείξει» πάρα πολλά... που στην ουσία όμως δεν λένε τίποτα... Πετάει στο τραπέζι το ερώτημα του μικρού εξάχρονου «Είμαι Τούρκος ή Γερμανός;» πιάνεται απ' αυτό και χτίζει την προσέγγισή της, στο θέμα της μετανάστευσης, πάνω σε αστεϊσμούς - τετριμμένους, κοινότοπους και αβαθείς - για τις διαφορές στον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς, για τη συνάντηση διαφορετικών πολιτισμών κ.λπ. Ωστόσο, το πραγματικό απόσταγμα της προσέγγισης αυτής αρθρώνεται περίτρανα κάπου στο τέλος μέσα από το γράμμα που έγραψε ο αποθανών gastarbeiter παππούς και διαβάζει παραστατικά ο χαριτωμένος του απόγονος, στο οποίο ο εργάτης ευχαριστεί ολόψυχα την καπιταλιστική Γερμανία για τη μεγαλοψυχία που του έδειξε / και δείχνει...

Η αφαιρετική σκηνοθεσία δομείται πάνω στη βάση ενός αγγελικού βλέμματος πάνω στον πόνο, την εξορία και τις ρίζες... Πάνω σε μια γλυκανάλατη ανάπλαση μιας πολύχρωμης, καθωσπρέπει νοσταλγίας του '60, ένα συνώνυμο της αθωότητας. Πάνω στον καταιγισμό εικόνων από παιδικούς εφιάλτες και παιδαριώδεις φόβους των μεγάλων. Ο ρατσισμός είναι άγνωστη έννοια για την ταινία. Οι Γερμανοί τους σφιχταγκάλιασαν τους Τούρκους τους... αφού τους κοίταζαν στα δόντια σαν τα άλογα και τους μετρούσαν τους μύες. Ηταν η καινούργια φτηνή εργατική δύναμη, όχι τσάμπα όπως στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά πάντως φτηνή... Το επιδερμικό, σε λαμπερό περιτύλιγμα σερβιρισμένο, παραμύθι της γεννημένης στο Ντόρτμουντ σκηνοθέτιδας, προσκρούει, σημείο προς σημείο στο τεκμηριωμένα απάνθρωπο πρόσωπο της μετανάστευσης όπως αποδεικνύει η ιστορία, η ζωή και οι προσωπικές μαρτυρίες για την ανθρώπινη αυτή τραγωδία!

Για την ευκολότερη κατάποση του «παραμυθιάσματος» η Σαμντερελί φτιάχνει μια «έξυπνη» κατασκευή που, προσπερνώντας την οικονομική και πολιτική διάσταση του θέματος, επικεντρώνεται στο γλαφυρό χώρο του εποικοδομήματος με τις θρησκευτικές παρεξηγήσεις και τα αδιόρθωτα φυλετικά κλισέ που όμως ούτε εκεί περιγράφει τις αυτονόητες συγκρούσεις των μεταναστευτικών πληθυσμών με τους επιβαλλόμενους όρους ενσωμάτωσης και ένταξης στην νέα κοινωνία. Το θέατρο του πολιτισμικού σοκ αρχίζει και τελειώνει με την ανακάλυψης της τουαλέτας ή της χριστουγεννιάτικης μυσταγωγίας.

Η ταινία είναι κάτι αντίστοιχο της «μουσικής ασανσέρ», που... η ίδια η ταινία μην αντέχοντας ως το τέλος την απελπιστική ελαφρότητα του «είναι» της, αναδιπλώνεται και γίνεται μια άλλη ταινία. Ο χαρακτήρας και το ύφος της μεταλλάσσονται μετά τον αιφνίδιο θάνατο του παππού. Τότε όλα αρχίζουν να αποκτούν βάρος και νόημα, οι χαρακτήρες, οι καταστάσεις, οι μεταξύ τους σχέσεις... τότε όμως είναι μάλλον αργά για την ταινία σαν σύνολο...

Οι ήρωες της ιστορίας δεν είναι οι Τούρκοι που μάθαμε να αναγνωρίζουμε. Είναι οι Τούρκοι, όπως θα ήθελαν οι Γερμανοί να είναι οι Τούρκοι... Κατ' εικόνα και ομοίωσή τους, λίγο μαυριδεροί βέβαια, αλλά να έχουν και κανένα σπιτάκι στον ήλιο και τη θάλασσα, είναι πιο οικονομικό για τους φίλους Γερμανούς έτσι... Αυτοί οι Τούρκοι θυμίζουν τον τηλεοπτικό γιατρό Χάξταμπλ του Μπιλ Κόσμπι που ανταποκρίνεται στο φαντασιακό του μέσου Αμερικανού για τους μαύρους...

Η αισθητική επίσης της αφήγησης στο επικό αυτό «φρέσκο» των τριών γενεών καταρχάς και κατά δεύτερο «road-movie», ειδικά στα σημεία της αναδρομής στο παρελθόν, εκπέμπει έντονες ιταλικές επιρροές... Χωρίς να αναφερόμαστε σε συγκεκριμένα στοιχεία, η αίσθηση που το όλο κατασκεύασμα δίνει είναι ότι έχει εκλεκτικότατες συγγένειες με τον ιταλικό νότο του Τορνατόρε.

Η γλοιώδης θέση της «ενσωματωμένης» δημιουργού αποκαλύπτεται από το γράμμα στη Μέρκελ, στοιχείο που και όσο να μη θέλει κανείς, τον απομακρύνει και από τον κόσμο της φαντασίας και από τον κόσμο του σινεμά καναλιζάροντας τις σκέψεις σε ατραπούς πολιτικών σκοπιμοτήτων...

Παίζουν: Ραφαέλ Κουσούρης, Βεντάτ Ερινσίν, Φαχρί Γιαρντίμ, Πέτρα Σμιντ - Σάλερ, κ.ά.

Παραγωγή: Γερμανία (2010).