Βράδυ, κάπου στο βόρειο ημισφαίριο της Γης, λαμβάνει χώρα σειρά παράξενων και «μη λογικών» συμβάντων: Ενας δημόσιος υπάλληλος απολύεται με ατιμωτικά υποτιμητικό τρόπο, ένας ξαφνιασμένος μετανάστης δέχεται βίαιη επίθεση σε πολυσύχναστο δρόμο κι ένας ταχυδακτυλουργός αποτυγχάνει στο «ταχυδακτυλουργικό» του νούμερο... Μέσα στο μακελειό ξεχωρίζει ο Καρλ - η πρωταγωνιστική φιγούρα - καλυμμένος από τη στάχτη του δικού του καταστήματος επίπλων, που τη φωτιά την έβαλε ο ίδιος για να πάρει τα λεφτά της ασφάλειας.
Οι ανθρώπινες αυτές φιγούρες ζουν σε έναν κόσμο κυνικό, αποσύνθεσης και ερειπίων, σε μια κοινωνία χωρίς μέλλον... Η ταινία είναι συμπαγής κριτική της σουηδικής κοινωνίας και του δρόμου ανάπτυξής της. Δεν υπάρχει ελπίδα βελτίωσης, κανένα φως από πουθενά, λέει ο Αντερσον, υπογραμμίζοντας βήμα το βήμα ότι ζούμε στο χειρότερο των κόσμων... Μόνο που ο ίδιος δεν δύναται να δώσει συμβουλές για το πώς θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένας άλλος κόσμος, καλύτερος. Απόλυτα φυσιολογικό, γιατί ο έντιμος (σοσιαλδημοκράτης) Αντερσον είναι προϊόν της κοινωνίας που κατηγορεί, όπερ σημαίνει ότι καταπίνει σε όλη του τη ζωή αμάσητα όλα τα ιδεολογήματα, τα αφηγήματα και τον αντικομμουνισμό που σερβίρει «συμπαγώς» και με «επιστημονικές» μεθόδους...
Το φιλμ είναι δομημένο με μη παραδοσιακό τρόπο. Χωρίς σενάριο με συγκεκριμένη αρχή, κορύφωση και τέλος. Κανένας χαρακτήρας δεν ανήκει εμφανώς στις τάξεις των «συμπαθητικών» ή «αντιπαθητικών». Αντίθετα, γινόμαστε κοινωνοί της «μοίρας» διαφόρων, «διαφορετικών» ανθρώπων, που υποστηρίζονται - σε μεγάλο μέρος - από μη επαγγελματίες ηθοποιούς. Σε κάθε σχεδόν σκηνή υπάρχει κάτι, ένα πρόσωπο, μια κίνηση, μια διαπίστωση που κάνει το γέλιο που ανεβαίνει στο στέρνο να κόβεται απότομα πριν βγει... Η κάθε σκηνή από μόνη της δεν ακολουθεί κάποια ξεκάθαρη λογική, υπάρχει όμως ένα ξεκάθαρο μοντέλο σύμφωνα με το οποίο οι σκηνές μοιάζουν σχεδιασμένες στην απόλυτη λεπτομέρειά τους, έτσι ώστε το προσκήνιο αφενός και το φόντο αφετέρου να ζει καθένα τη δική του ζωή που κάπου αυτές συμπίπτουν. Η έννοια της μαύρης κωμωδίας δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερη έκφραση.
Η μη ρεαλιστική, με τη στενή έννοια, μορφή της ταινίας, της υπερφορτωμένης με ξεκάθαρους συμβολισμούς και παράλογο, υποτιμημένο χιούμορ, δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστη. Ο Αντερσον κινηματογραφεί το φανταστικό του καλλιτέχνημα με ακίνητη κάμερα - σε 46 σκηνές, που οργιάζουν στην πλήξη ή ξυπνούν καθαρή απέχθεια, εκτός μιας. Πολύ λίγα κλιπ χρησιμοποιεί, λέγεται 70. Η κάμερα ακίνητη, κοιτάζει τη μιζέρια στα μάτια. Αυτό εκτελείται με μεγάλη συνέπεια και εν τέλει αποδεικνύεται μέθοδος αποτελεσματική. Γιατί συνιστά πολύ ασυνήθιστη κίνηση στο σινεμά που «φυλακίζει» την προσοχή του θεατή... (αν ο θεατής εντυπωσιάζεται, είναι άλλο ζήτημα...) Ισως, η συγκεκριμένη τεχνική υποχρεώνει τον θεατή να συγκεντρωθεί απόλυτα σ' αυτό που συμβαίνει στη σκηνή χωρίς να αποσπάται η προσοχή του από κινήσεις της κάμερας, από διαφορετικές προοπτικές και «περίεργες» λήψεις. Η «ακίνητη» σκηνική προοπτική «σβήνει» τα όρια ανάμεσα στο φιλμ και την πραγματικότητα. Η ταινία μορφώνει σχεδόν ένα δικό της είδος.
Πλειστάκις κατά τη ροή της προβολής, έχει κανείς την αίσθηση ότι βρίσκεται εκεί ως παθητικός παρατηρητής ικανοποιημένος - ίσως πιθανόν συγκλονισμένος απ' αυτό που βλέπει. Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα είναι ότι η πρώτη αποδέχεται παθητικούς θεατές, η δεύτερη όμως όχι. Εδώ θεωρώ ότι βρίσκεται η απάντηση στο επαναλαμβανόμενο ερώτημα του Αντερσον για το τι, οι Σουηδοί συμπατριώτες του πρωτίστως - δεδομένου ότι η ταινία εμφορείται από εθνικές ιδιομορφίες - θα μπορούσαν να κάνουν: Να αντι-δράσουν!!!
Πρόκειται, όπως είπαμε, για μαύρη, καυστική κωμωδία για την κατάντια της καθημερινότητας, για μια ταινία στον αντίποδα της ταινίας που σε κάνει να νιώθεις καλά και λέει κάτι πολύ σοβαρό για τα συρρικνωμένα ανθρώπινα ιδανικά των πολλών, ανίσχυρων, παραδομένων στην τύχη τους ανθρώπων, στον κανιβαλισμό της αγοράς. Ο Αντερσον φροντίζει να σε τυλίξει σε μια έρπουσα αίσθηση τρόμου για το πού πάμε, ενώ διατηρεί προτεταμένο το δείκτη και προειδοποιεί: Αυτό πρέπει να το σταματήσουμε, δεν πρέπει να αφήσουμε τα πράγματα να καταλήξουν έτσι. Παράλληλα προσφέρει και γέλιο ταμπού, όταν ο 100χρονος ζάπλουτος στρατηγός στον οίκο ευγηρίας, μέσα από την ομίχλη της άνοιας, στέλνει χιτλερικό χαιρετισμό στον Γκέρινγκ, για να μην προσπερνάμε την ιστορική σύμπραξη της αστικής τάξης με τον Χίτλερ αλλά και τα σημερινά νεοναζιστικά παρακλάδια...
Το φιλμ του Αντερσον, που κουβαλά μέσα του φόρτιση 25 ετών και κορυφώνεται με τη γενική μετωπική επίθεση του κεφαλαίου στον κόσμο της εργασίας, αγγίζει και ταρακουνά για τα καλά. Μπορεί να είναι ψυχρό, να μη διαθέτει ευθέως καμιά παραγωγή θερμότητας, καμιά ρόδινη γοητεία ούτε καν στην επιφάνεια. Είναι προβοκατόρικο, βαρύ και καταθλιπτικό, άχαρο, προκαλεί σχεδόν φυσικό πόνο και άγχος, αλλά ταυτόχρονα είναι τόσο κομψά και ευφυώς σκηνοθετημένο που σε αφήνει άναυδο και ζαλισμένο. Είναι μια βαθιά πρωτότυπη ταινία όπου η έκφραση «μοναδική στο είδος της» βρίσκει εδώ πλήρες νόημα.
Παίζουν: Λαρς Νορντ, Στέφαν Λάρσον, Μπενγκτ Κάρλσον, κ.ά.
Παραγωγή: Σουηδία, Δανία, Νορβηγία (2000).