ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΒΕΝΣΑΝ
Υψηλή μαγειρική
Πέμπτη 27 Ιούνη 2013

Οι σχέσεις σινεμά και κουζίνας είναι αρμονικές. Ο κινηματογράφος μπαίνει συχνά στην κουζίνα μετατρέποντας το φαγητό σε πρωταγωνιστή και την αφήγηση σε γευστική ευθυμία. Αυτό αποδεικνύεται από την ήδη μακρά λίστα των υπαρχόντων τίτλων, όπου προστίθεται και η «ΥΨΗΛΗ ΜΑΓΕΙΡΙΚΗ», η τελευταία πολυσήμαντη ταινία του Κριστιάν Βενσάν που επαναφέρει εμμέσως στο προσκήνιο και την ταξική διάσταση της τροφής, με μορφή που ταλαντεύεται ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία. Η ταινία του Βενσάν μάς εισαγάγει μέσα από το άβατο του προεδρικού μεγάρου στο άβατο της υψηλής μαγειρικής, αποδεικνύοντας ότι αμφότερα λειτουργούν σαν κυκλώματα ερμητικά κλειστά, με τελετουργίες και κανόνες που είτε σέβεται και ακολουθεί κανείς είτε ανατρέπει...

Η ταινία ανοίγει θέματα (discours) και ερωτήματα, όπως της δημιουργικής εργασίας και αν αυτή χωρά στο σύστημα που ζούμε ή το θέμα του (κάθε) «αυθεντικού» και κατά πόσο στην έννοια χωρούν εκπτωτικές λογικές που ταυτίζονται με τις λογικές παραχάραξης που εγκατέστησαν οι «σοσιαλιστές» τύπου Μιτεράν και άλλων συναφών. Summasummarum: Η ταινία προειδοποιεί ή κοροϊδεύει τους Ευρωπαίους εργαζόμενους της καπιταλιστικής κρίσης σήμερα, ανάπτυξης χτες, που αναγκάζονται να τρώνε τα σκουπίδια που τους σερβίρουν οι πολυεθνικές των τροφίμων - με τις οδηγίες της ευρωένωσής τους, που βαφτίζει τα μεταλλαγμένα σε «πολύ καλή τροφή». Αναμφισβήτητα πάντως προκαλεί τους μη εργαζόμενους και πεινασμένους που αδυνατούν να ανταποκριθούν στη χρηματιστηριακή αξία των τροφίμων και τους προτρέπει έμμεσα στο συμπέρασμα της Επιτροπής του ΟΗΕ που συνιστά σε όλους αυτούς να «τρώνε έντομα, γιατί είναι πλούσια σε πρωτεΐνες»...

Η ζωή μοιάζει με ένα ολοκληρωμένο μενού όπου, κάθε πιάτο έχει αξία από μόνο του, αλλά και σε σχέση με τα υπόλοιπα. Ακολουθώντας τη μέθοδο της πρωταγωνίστριας ο Βενσάν «μαγειρεύει» την ταινία του χωρίζοντας και ανασυνθέτοντας σε εύρυθμη μορφή την πρώτη ύλη από τις συνθέσεις της Ορτάνς. Η ταινία είναι μια ελεύθερη διασκευή της πραγματικής ιστορίας της Dani'le Delpeuch, αυτοδίδακτης μαγείρισσας από την περιοχή του P'rigord, την πατρίδα των καλύτερων γεύσεων της γαλλικής γαστρονομικής παράδοσης, η οποία το 1986 αποδέχθηκε το ρόλο της προσωπικής μαγείρισσας του προέδρου και επί μια διετία ικανοποιούσε απόλυτα τις γαστρονομικές επιταγές του Φρανσουά Μιτεράν (στο ρόλο ο Ζαν Ντ' Ορμεσόν που το γλυκό του βλέμμα δεν έχει τίποτα από την αλαζονεία του «σοσιαλιστή»). Η αυστηρή και επιφυλακτική Ορτάνς Λαμπορί - έτσι ονομάζεται ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας της μυθοπλασίας - «μαγειρεύει» σήμερα, μετά τη διετή τραυματική εμπειρία, για τους εργαζόμενους μιας αποστολής σε ένα απομονωμένο νησί της Ανταρκτικής που το δέρνουν ολόγυρα παγωμένοι άνεμοι. Παρά την επιμονή φίλων και συνεργατών η Ορτάνς αποφεύγει να μιλήσει για τα χρόνια εκείνα, καταφεύγοντας στην κουζίνα της, ετοιμάζοντας το τελευταίο δείπνο προτού φύγει ξανά, σε αναζήτηση καινούργιου τόπου - την παρθένα Νέα Ζηλανδία - που θα μπορούσε να δεχθεί την ίδια και την καλλιέργεια των πολύτιμων μανιταριών ταρτούφο. Βέβαια, όσο και να προσπαθεί να διώξει μακριά τις αναμνήσεις από το προεδρικό μέγαρο, αυτές επανέρχονται ξεκάθαρες, με τη μορφή ρευστών φλας μπακ, που παρεμβάλλονται στη γραμμική, συμβατική αφήγηση της ταινίας...

Δε λείπει και η τουριστική περιήγηση στο εσωτερικό του περίφημου προεδρικού μεγάρου της οδού Φομπούρ Σεντ Ονορέ, αριθμός 55. Εδώ βλέπουμε και τον πολυμελή, πολύπλοκο και γραφειοκρατικό μηχανισμό της εξουσίας, με τις μηχανορραφίες του, τις προσωπικές ζήλειες, τους ανταγωνισμούς, το «ο θάνατός σου η ζωή μου» που απορρέει ακριβώς από τη φύση του συστήματος που αυτός ο μηχανισμός υπηρετεί.

Παίζουν: Κατρίν Φρο, Ιπολίτ Ζιραρντό, Ζαν Ντ' Ορμεσόν, Αρτίρ Ντιπόν κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία (2012).