Η NASA έχει προγραμματίσει για το 2017 την εκτόξευση του TESS (από τα αρχικά στα αγγλικά της ονομασίας Δορυφόρος Καταγραφής Εξωπλανητικών Διαβάσεων). Ο TESS θα ερευνήσει πολύ ευρύτερο τμήμα του ουρανού σε σχέση με τον προκάτοχό του, με στόχο να ανακαλύψει ένα νέο πληθυσμό από κοντινούς εξωπλανήτες, που οι επιστήμονες θα μπορέσουν να μελετήσουν σε μεγαλύτερο βάθος με τα τηλεσκόπια που ετοιμάζονται. Ο TESS θα εξετάσει συνολικά περισσότερο από ένα εκατομμύριο άστρα, χιλιάδες από τα οποία βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη των 100 ετών φωτός από το ηλιακό σύστημα.
Οπως το «Κέπλερ» και το ευρωπαϊκό CoRoT πριν απ' αυτό, έτσι και ο TESS θα ψάξει για πλανητικές διαβάσεις μπροστά από το φωτεινό δίσκο του άστρου. Οι διαβάσεις αυτές προκαλούν σύντομες αλλά τακτικές μειώσεις της φωτεινότητας του άστρου, οι οποίες προδίδουν την παρουσία του αόρατου εξωπλανήτη που μπαίνει για λίγο ανάμεσα σ' αυτό και τη Γη. Με βάση τα δεδομένα των προηγούμενων αποστολών, οι επικεφαλής του TESS εκτιμούν ότι το τηλεσκόπιο θα ανακαλύψει 500 ως 700 πλανήτες μεγέθους ανάλογου με της Γης, ή δυο-τρεις φορές μεγαλύτερους, από τους οποίους μια χούφτα θα είναι ενδεχομένως στη ζώνη των κατοικήσιμων (από πλευράς θερμοκρασίας).
Οταν ο TESS ολοκληρώσει τη λίστα των κοντινών εξωπλανητών στο τέλος της διετούς κύριας αποστολής του, οι αστρονόμοι ίσως να διαθέτουν ένα ισχυρό νέο μάτι προς τον ουρανό για να εξετάσουν τους νεοανακαλυφθέντες κόσμους: το τηλεσκόπιο Τζέιμς Γουέμπ, που προβλέπεται να τεθεί σε τροχιά το 2018. Το τηλεσκόπιο αυτό θα μπορεί να ανιχνεύσει τη φασματική υπογραφή των μορίων στις ατμόσφαιρες των κοντινότερων εξωπλανητών. Η χημική σύνθεση της ατμόσφαιρας μπορεί να οδηγήσει σε βάσιμες εκτιμήσεις για την ύπαρξη εξωγήινης ζωής σε κάποιον από αυτούς τους πλανήτες. Ομως η ανίχνευση με βεβαιότητα των βιογενών χημικών υπογραφών θα μπορέσει να γίνει μόνο από την επόμενη γενιά διαστημικών οργάνων παρατήρησης.
Αν ο TESS μπορέσει πραγματικά να εντοπίσει εκατοντάδες κοντινούς εξωπλανήτες, οι αστρονόμοι θα έχουν πολλή δουλειά τα επόμενα χρόνια, χρησιμοποιώντας τα διαθέσιμα στοιχεία για να διατυπώσουν επιστημονικές εικασίες σχετικά με τη μορφή και τα υποστηρικτικά για τη ζωή χαρακτηριστικά αυτών των πλανητών. Δυστυχώς, με τη σημερινή πυραυλική τεχνολογία, η αποστολή διαστημοσυσκευής σε κάποιον ενδιαφέροντα εξωπλανήτη που θα απείχε μόλις μερικά έτη φωτός, δε θα μετέδιδε κάποιο εύρημα, πριν περάσουν πολλές γενιές ανθρώπων.