«Παγκοσμιοποίηση»: Αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση

Μια συνομιλία με τον Κώστα Βεργόπουλο, διδάκτορα Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης στο Παρίσι

Τρίτη 24 Απρίλη 2001

Associated Press

Σήμερα αναπτύσσεται ένα παγκόσμιο κίνημα εργαζομένων και νέων κατά της παγκοσμιοποίησης, ένα κίνημα που χτυπά στην καρδιά το κυρίαρχο θεώρημα της εποχής μας
Η «παγκοσμιοποίηση», οι συνέπειές της και οι προοπτικές του κινήματος που αναπτύσσεται εναντίον τους ήταν το θέμα της συνομιλίας μας με τον Κώστα Βεργόπουλο, διδάκτορα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Σορβόνης στο Παρίσι και συγγραφέα πολλών βιβλίων και μελετών. Ο Κώστας Βεργόπουλος ασχολείται ιδιαίτερα με την ευρωπαϊκή και διεθνή οικονομία, την οικονομική και γεωργική ανάπτυξη.

Θεώρημα του κεφαλαίου

- Εδώ και καιρό διεξάγεται μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με το χαρακτήρα και το περιεχόμενο της «παγκοσμιοποίησης», π.χ. αν αποτελεί προϊόν της αντικειμενικής εξέλιξης του καπιταλισμού ή ένα απλό ιδεολόγημα κλπ. Πόσο ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα οι εκτιμήσεις αυτές; Ποιες ακριβώς είναι οι δικές σας απόψεις;

- Η παγκοσμιοποίηση είναι το θεώρημα του κεφαλαίου, βάσει του οποίου «νομιμοποιείται» σήμερα η ασυδοσία και η χωρίς όρια αρπακτικότητά του έναντι των κοινωνιών και των εργαζομένων. Το θεώρημα μετατρέπεται σε πραγματικότητα, από τη στιγμή που οι κυβερνήσεις όλων των χωρών του κόσμου συναγωνίζονται στις απελευθερώσεις και απορυθμίσεις, προκειμένου να γίνουν αρεστές στα διεθνή χρηματιστήρια. Οι εθνικές ρυθμίσεις σήμερα διαβάλλονται ως «ξεπερασμένες», χωρίς όμως να προτείνεται κάποια ρύθμιση σε διεθνές επίπεδο. Με πρόσχημα την «παρακμή» του κράτους - έθνους διαβάλλεται σήμερα κάθε έννοια ρύθμισης και δημοκρατικού ελέγχου, σε επίπεδο τόσο εθνικό όσο και παγκόσμιο. Ενώ μέχρι πρόσφατα υπήρχαν εθνικές και διεθνείς ρυθμίσεις, σήμερα καταργούνται και οι δυο ως δήθεν «αρχαϊκές» και επιβάλλεται η ασυδοσία του κεφαλαίου και η απουσία οιασδήποτε ρύθμισης. Στο κέντρο της σημερινής έννοιας της παγκοσμιοποίησης βρίσκεται η απεριόριστη, ασύδοτη, ανεξέλεγκτη και ανεύθυνη κινητικότητα του κεφαλαίου, με συνέπειες καταστροφικές για τους ανθρώπους, τις κοινωνίες, τους πολιτισμούς.

Στο παρελθόν, οι κυβερνήσεις προσπαθούσαν να ελέγξουν την κινητικότητα κεφαλαίων ή την αντιμετώπιζαν με δέος. Μόνο σήμερα ξιπάζονται μπροστά της, την εγκωμιάζουν, τη διευκολύνουν με όλα τα μέσα και αυτό αποσταθεροποιεί τις βάσεις της κοινωνίας και της εργασίας. Η μεγάλη απειλή σήμερα δεν είναι τόσο η παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού, όσο κυρίως η παγκοσμιοποιητική πολιτική των κυβερνήσεων, η οποία έτσι κι αλλιώς δεν προωθεί τον καπιταλισμό προς κάποιο δήθεν ανώτερο στάδιο συσσώρευσης του κεφαλαίου, αλλά απλώς την πλήρη υποταγή της εργασίας στο κεφάλαιο και αυτό δεν είναι ανώτερο στάδιο της ιστορίας, αλλά πρωτόγονο, δοκιμασμένο και αποτυχημένο. Σήμερα, στο όνομα της παγκοσμιοποίησης πολλαπλασιάζονται και αυξάνουν ιλιγγιωδώς οι κοινωνικές ανισότητες, ανισομέρειες και αδικίες σε πλανητική κλίμακα, αλλά και μέσα στις δυτικές χώρες. Η σημερινή χωρίς όρια βουλιμία του κεφαλαίου υπονομεύει έτσι ακόμη και την παγκόσμια λειτουργικότητα και συνοχή του. Μ' αυτή την έννοια, η παγκοσμιοποίηση καταλήγει να είναι η «μεγάλη χίμαιρα» της εποχής μας. Εάν η παγκοσμιοποίηση ήταν πραγματικά ανώτερο στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού και όχι σημαία ευκαιρίας, πειρατείας και ξεπουλήματος, θα έπρεπε να εμπεδώνονται οι βάσεις της διεθνούς οικονομίας και οι διεθνείς θεσμοί, ενώ σήμερα αποδυναμώνονται, θα έπρεπε η συσσώρευση σε παγκόσμια κλίμακα να προωθείται, ενώ σήμερα σημειώνεται παγκοσμίως επιβράδυνση της συσσώρευσης προς όφελος των χρηματιστηρίων και της κερδοσκοπίας.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, το φαινόμενο του αφηρημένου χρήματος είχε λάβει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις απ' ό,τι σήμερα και ονομάστηκε από τον μαρξιστή Ρούντολφ Χίλφερντιγκ «χρηματιστικό κεφάλαιο». Ο Λένιν το ονόμασε «σήψη και παρασιτισμό» του καπιταλισμού και ο ίδιος επισήμανε τη διάσπαση της εργατικής τάξης στις δυτικές χώρες με τη δημιουργία «εργατικής αριστοκρατίας» και την αυτομόληση πολιτικών της αριστεράς στη συντηρητική παράταξη, με πρόσχημα τις οικονομικές «εξελίξεις» και το δήθεν «μάταιο» όχι μόνον της επανάστασης, αλλά και των μεταρρυθμίσεων. Τις παραμονές του 1914, ο ιμπεριαλισμός είχε θεωρηθεί ως παγκόσμιο σύστημα υλικής ευωχίας «για όλους», σύστημα που δήθεν καταργούσε τους κάθε είδους ανταγωνισμούς, ακόμη και την ιδιαίτερη ιστορία των ανθρώπων, των κοινωνιών, των πολιτισμών.

Σήμερα, βρισκόμαστε σε φαινόμενο ανάλογο, όχι τόσο λόγω της σημερινής υλικής μεταλλαγής του καπιταλισμού, όσο κυρίως λόγω ιδεολογικής «αντεπανάστασης». Στην 20ετία 1960-80, σημειώθηκε γενικής άνοδος των κοινωνικών κινημάτων και των ιδεολογιών της αριστεράς, ενώ στην επόμενη 20ετία 1980-2000 το ξεφούσκωμα της αριστεράς δημιούργησε ιδεολογικό κενό, που καλύφθηκε με κοινωνική «αντεπανάσταση» σε όλους τους τομείς. Κορυφαίο ιδεολογικό δημιούργημα του σημερινού αντεπαναστατικού ρεύματος είναι η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση και ιδίως η χρησιμοποίησή της. Ομως, σήμερα πια είμαστε στο 2001, δηλαδή άρχισε η έξοδος από τη «θλιβερή 20ετία». Η αντίστροφη μέτρηση έχει ήδη αρχίσει και ορόσημο γι' αυτό στάθηκαν τα γεγονότα στο Σιάτλ το Δεκέμβρη του 1999.

- Με τις διαδηλώσεις σε Νταβός, Γενεύη, Ζυρίχη, το Φόρουμ του Πόρτο Αλέγκρε, εκτιμάτε πως επιβεβαιώνεται η δυναμική ενός κινήματος «κατά της παγκοσμιοποίησης»; Πώς βλέπετε την προοπτική του κινήματος αυτού και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί αυτό να γίνει αποφασιστικός παράγοντας των εξελίξεων;

- Η ερώτησή σας είναι καίρια. Με το θεώρημα της παγκοσμιοποίησης, τα τελευταία χρόνια έχει στηθεί μια ολόκληρη παγκόσμια επιχείρηση αποσταθεροποίησης των εργατικών και κοινωνικών κινημάτων στον κόσμο. Η αριστερά διεθνώς έχει βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, έχει χάσει την αυτοπεποίθησή της, όχι μόνον σχετικά με το όραμα μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, αλλά και σχετικά με την υποστήριξη των διεκδικητικών κινημάτων των εργαζομένων και των λαών. Ολη αυτή η κολοσσιαία μεταλλαγή προς τον κοινωνικό συντηρητισμό και την αντίδραση επιβάλλεται σήμερα αυταρχικά, χωρίς δημοκρατία και διάλογο, με την αλαζονεία των τεχνοκρατών που διακηρύσσουν ότι «δεν υπάρχει άλλος δρόμος» και με κάποια ανοχή των «προοδευτικών» δυνάμεων που παρουσιάζουν συμπτώματα ιδεολογικής παρακμής και σύγχυσης. Ολη αυτή η επιχείρηση παραμένει στην ουσία της ιδεολογική, πολιτική, οπωσδήποτε στην υπηρεσία του κεφαλαίου και ειδικότερα των διεθνοποιημένων μορφών του, με βασικούς άξονες τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, το χρηματιστικό και τραπεζικό κεφάλαιο.

Μετά το κίνημα του Σιάτλ, αναπτύσσεται σήμερα ένα παγκόσμιο κίνημα εργαζομένων και νέων κατά της παγκοσμιοποίησης, ένα κίνημα που χτυπά στην καρδιά το κυρίαρχο θεώρημα της εποχής μας. Από πολλές πλευρές σήμερα, αναγνωρίζεται η ανάγκη για κάθε κοινωνία να ελέγχει δημοκρατικά και να προσαρμόζει τις σχέσεις της με το εξωτερικό, με βάση τις ιδιομορφίες και τις ιδιαίτερες ανάγκες της. Ουδείς λόγος επιβάλλει την παράδοση των κοινωνιών και των εργαζομένων στο διεθνοποιημένο κεφάλαιο, εκτός από το μονόπλευρο και αυτοκαταστροφικό συμφέρον του κεφαλαίου. Από το Σιάτλ, εκδηλώθηκε ένα σύγχρονο μέτωπο απελπισίας, με ετερόκλιτη προέλευση και συμμετοχή, αλλά οπωσδήποτε με κοινό παρονομαστή. Η αντίσταση σήμερα επεκτείνεται και αυτό που απορρίπτεται δεν είναι βέβαια τόσο το θέμα της παγκοσμιοποίησης, που είναι ένα ιστορικό ζήτημα που θα κριθεί σε ιστορική προοπτική στο μέλλον, όσο κυρίως οι συντηρητικές και αντιδραστικές πολιτικές που δικαιολογούνται επ' ονόματί της. Η ευαισθητοποίηση των νέων σήμερα αυξάνεται με αλματώδεις ρυθμούς. Από τη μια πλευρά, οι «άγγελοι» της παγκοσμιοποίησης αρχίζουν να ομιλούν «μη ακουόμενοι». Από την άλλη, η αντίσταση επεκτείνεται, στο μέτρο που όλο και περισσότεροι σήμερα αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορεί να θυσιάζεται ο άνθρωπος και η κοινωνία προς επαλήθευση ουδενός θεωρήματος. Η σημερινή κρίση τροφίμων και υγείας στην Ευρώπη, η αύξηση των απόρων, αστέγων, ανέργων στο σύγχρονο κόσμο, είναι ακόμη δυνατόν να δικαιολογούνται με κυβερνητικές επιλογές, που, αντί να τις μετριάζουν, τις οξύνουν ακόμη περισσότερο; Εάν υποτεθεί ότι οι νοσηρές και ανησυχητικές εξελίξεις ήταν αυθόρμητη συνέπεια του καπιταλισμού, θα έπρεπε οι κυβερνήσεις να τις μετριάζουν και ν' αντισταθμίζουν με κατάλληλα ρυθμιστικά μέτρα, όχι να τις οξύνουν, όπως κάνουν σήμερα.

Η παγκοσμιοποίηση χώρισε τους πολίτες σε «εκσυγχρονιζόμενους» και «αρχαϊκούς», ωσάν το κοινωνικό πρόβλημα να ήταν ζήτημα μόδας, οίκων κοπτικής - ραπτικής και life style. Οι απεργίες, με κριτήριο το «στιλ», κατατάχθηκαν στο «παρελθόν», ενώ ως «μοντέρνο στιλ» προβάλλεται η κοινωνική αδιαφορία και ταπεινωτική υποταγή στον θεωρούμενο ως ισχυρό. Το ότι η ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης αξιολογεί σήμερα την πολιτική και τους πολίτες με όρους μόδας υποδηλώνει στο βάθος ότι η ίδια η παγκοσμιοποίηση εμφορείται από συνείδηση μόδας και είναι πράγματι περιστασιακή μόδα, που άνθισε στην κοινωνική άμπωτη των δυο τελευταίων δεκαετιών του λήξαντος αιώνος. Σήμερα πια, το εκκρεμές της ιστορίας κινείται ήδη προς την αντίθετη κατεύθυνση, όλο και περισσότεροι άνθρωποι πείθονται ότι η ασυδοσία του κεφαλαίου είναι επικίνδυνη για όλους και γι' αυτό θα πρέπει να τεθεί υπό κοινωνικό έλεγχο και σοβαρή κοινωνική ρύθμιση.

- Σ' ένα περιβάλλον, όπως αυτό διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια, ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος των μικρών χωρών, όπως η Ελλάδα; Είναι μονόδρομος η συμμετοχή και η συμμόρφωση; Υπάρχει άλλη λύση για την «επιβίωση»;

- Κατ' αρχήν, η ιστορική εμπειρία, ακόμη και πρόσφατα, δείχνει ότι ο «μονόδρομος» σαν έννοια είναι απατηλός και δεν ισχύει ούτε για τις μεγάλες χώρες, αλλά ούτε και για τις μικρές. Στο παρελθόν, η «μικρή» Σουηδία ακολούθησε από τη δεκαετία του 1930 δική της πολιτική, με προτεραιότητα στο κοινωνικό συμβόλαιο και στην εσωτερική αγορά και με αξιόλογη επιτυχία στο εξωτερικό εμπόριο. Το υψηλής ποιότητας κοινωνικό κράτος και οι κοινωνικές ρυθμίσεις δεν εμπόδισαν την υψηλή ένταξη της Σουηδίας στη διεθνή οικονομία, τόσο στη δεκαετία του 1930 όσο και μεταπολεμικά. Πρόσφατα, η μικρή Ιρλανδία, με επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, εξασφαλίζει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και σχεδόν πλήρη απασχόληση, πράγμα που την τοποθετεί στο στόχαστρο των Βρυξελλών και της Φραγκφούρτης. Αυτό δείχνει ότι ο υποτιθέμενος «μονόδρομος» δεν τεκμηριώνεται, δεν επιβάλλεται από τα πράγματα, αλλά από τους ισχυρούς και από την ισχύ τους. Ο δρόμος που ακολουθεί κάθε χώρα με τις ιδιαιτερότητές της είναι ζήτημα πολιτικό, δημοκρατικής επιλογής και όχι τεχνοκρατικό.

Εξάλλου, με τον εμφανιζόμενο ως «μονόδρομο», δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μια μικρή χώρα εξασφαλίζει την επιβίωσή της. Με τις συνταγές της «απελευθέρωσης» και της «απορύθμισης» για δήθεν καλύτερη προσαρμογή στην παγκοσμιοποίηση, διασφαλίζεται για τη μεγάλη πλειοψηφία των χωρών όχι η επιβίωση, αλλά ο αφανισμός. Ομως, εναλλακτικές επιλογές για πραγματική προσαρμογή στο νέο διεθνή περίγυρο και για επιβίωσή παραμένουν δυνατές. Ακόμη και μέσα στα πλαίσια της ΟΝΕ, παρά το γεγονός ότι η νομισματική πολιτική χάνει σήμερα την αυτονομία της, λόγω ένταξης στο ευρώ, ακόμη και μια μικρή χώρα, όπως η Ελλάδα, διατηρεί τη δυνατότητα να εφαρμόσει δική της πολιτική, με στόχο την άμεση καταπολέμηση της ανεργίας, την τόνωση της οικονομίας και κυρίως την αύξηση της απασχόλησης, έστω και αν αυτό επισύρει επικρίσεις από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Ομως αυτό είναι και παραμένει ζήτημα πολιτικό, που έχει σχέση με τη λειτουργία της δημοκρατίας, με την πραγματική βούληση του λαού, των νέων, των εργαζομένων και όχι με τα αυταρχικά ουκάζια των τεχνοκρατών. Η προώθηση της κοινωνικής συνοχής, η ενίσχυση του εργατικού εισοδήματος και της εσωτερικής αγοράς συνιστούν σήμερα ανάγκη για τη δικαιότερη και αποτελεσματικότερη προσαρμογή της χώρας στον σύγχρονο διεθνή περίγυρο. Επείγουσα ανάγκη είναι σήμερα όχι οι απορυθμίσεις, απελευθερώσεις και ιδιωτικοποιήσεις, αλλά η σύμπηξη νέου κοινωνικού συμβολαίου για τη σταθεροποίηση της εργασίας, των εργαζομένων και της κοινωνίας.


Δάνης ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ