Είναι ενδεικτική της πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση στη χώρα μας, υλοποιώντας και τις στρατηγικές κατευθύνσεις της ΕΕ, η υποβάθμιση του τομέα της πρόληψης. Οι περικοπές και οι περιορισμοί στις προληπτικές εξετάσεις των γυναικών διαδέχονται το ένα το άλλο. Με μια σειρά περιοριστικά πλαφόν προληπτικές εξετάσεις, όπως για παράδειγμα οι μαστογραφίες, ξεκινούν από όλο και μεγαλύτερη ηλικία για τις ασφαλισμένες, ο αριθμός τους περιορίζεται ενώ το ελάχιστο χρονικό διάστημα που απαιτείται για την επανάληψή τους αυξάνεται. Το αποτέλεσμα είναι οι γυναίκες είτε να αναγκάζονται να στραφούν στον ιδιωτικό τομέα, τουλάχιστον όσες έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν, είτε υποχρεωτικά να προσαρμόζουν τις ανάγκες τους για προληπτικές εξετάσεις στις συρρικνωμένες παροχές του δημόσιου συστήματος Υγείας. Αντίστοιχα, όσον αφορά τον προγεννητικό έλεγχο, πλήθος εξετάσεων δεν καλύπτεται από τα ασφαλιστικά ταμεία και το κόστος τους επιβαρύνει τους υποψήφιους γονείς, ενώ ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα και μαιευτήρια γεμίζουν τα ταμεία τους αντλώντας από τις τσέπες τους. «Φιλέτο» για τους επιχειρηματικούς ομίλους αποτελεί ο τομέας της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, με τον ετήσιο «τζίρο» να υπολογίζεται σε περίπου 50 εκατομμύρια ευρώ, ενώ οι περίπου 70 μονάδες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής που λειτουργούν στη χώρα, δεν περιορίζονται στην «πελατεία» εντός των συνόρων αλλά επιδιώκουν να τη διευρύνουν και έξω από αυτά στα πλαίσια της ανάπτυξης του ιατρικού τουρισμού. Δραματικές είναι οι επιπτώσεις για τις χιλιάδες ανασφάλιστες, που εκ των πραγμάτων στερούνται ακόμα και τις στοιχειώδεις προληπτικές εξετάσεις, ενώ δύσκολα μπορούν να ανταποκριθούν στο μεγάλο κόστος όχι μόνο του προγεννητικού ελέγχου αλλά και του ίδιου του τοκετού. Το ίδιο και οι μετανάστριες που καλούνται να πληρώσουν διπλάσια νοσήλια. Την ίδια στιγμή, ακόμα και οι κουτσουρεμένες παροχές για τις ασφαλισμένες μετατρέπονται σε «Δούρειο ίππο» ενάντια στην αναπαραγωγική τους υγεία. Σε αυτό το πλαίσιο, το επίδομα τοκετού καταβάλλεται πλέον μόνο στις μητέρες που γεννούν στο σπίτι, δε λειτουργεί δηλαδή ως παροχή σε όφελος των γυναικών αλλά ως «δόλωμα» για να γεννήσουν μακριά από τις υπηρεσίες των δημόσιων μαιευτηρίων, με τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται για τις ίδιες και τα νεογέννητα.
Δίπλα στις διαπιστώσεις η Επιτροπή, στην οποία πλειοψηφούν οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας και του οπορτουνισμού, αξιοποιεί την ευκαιρία για να αντιπαρατεθεί με τις φιλελεύθερες και πλειοψηφούσες δυνάμεις στο Ευρωκοινοβούλιο. Ετσι, κάνει λόγο για τα «μέτρα λιτότητας τα οποία επιβάλλονται στα κράτη μέλη από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ» και για το «καταστροφικό αντίκτυπο» που έχουν για τις γυναίκες και τα αναπαραγωγικά τους δικαιώματα. Στην ουσία, όμως, και η δική της πρόταση κινείται στις ίδιες ράγες. Συμπεραίνει, για παράδειγμα, την «ανάγκη για παροχή οικονομικά προσιτών, ευπρόσιτων, αποδεκτών και ποιοτικών υπηρεσιών». Στο σύνολό τους οι δυνάμεις που αποδέχονται την ΕΕ και τη στρατηγική της, ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφορές και τις αντιπαραθέσεις τους, έχουν εξοβελίσει από τα κείμενα και τις αποφάσεις τους, και πολύ περισσότερο από την πολιτική που αποφασίζουν και τα μέτρα που εφαρμόζουν, την έννοια της δωρεάν Υγείας. Στην καλύτερη περίπτωση, οι υπηρεσίες Υγείας μπορεί να είναι «προσιτές», δηλαδή φθηνές, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν παύουν να αποτελούν εμπόρευμα και πεδίο κερδοφορίας για το κεφάλαιο. Ακόμα, η Επιτροπή μέσα από την Εκθεσή της υπενθυμίζει στα κράτη - μέλη ότι «οι επενδύσεις στην αναπαραγωγική υγεία και τον οικογενειακό προγραμματισμό είναι ένας από τους πλέον αποδοτικούς από άποψη κόστους και ανάπτυξης και από τους πιο ουσιαστικούς τρόπους προώθησης της βιώσιμης ανάπτυξης μιας χώρας». Με άλλα λόγια, η αναπαραγωγική υγεία είναι ένα πεδίο επενδύσεων, το οποίο μάλιστα «συμφέρει» τα κράτη μέλη. Δεν είναι δικαίωμα που πρέπει να διασφαλίζεται για όλες τις γυναίκες χωρίς όρους και προϋποθέσεις, με δωρεάν υπηρεσίες στην αποκλειστική ευθύνη του κράτους αλλά παροχές και υπηρεσίες που υπολογίζονται και παζαρεύονται στη λογική κόστους - οφέλους, με κριτήριο την ανάπτυξη σε όφελος των μονοπωλίων και όχι του λαού.
Σε προγράμματα όμως διαχείρισης της φτώχειας και καθιέρωσης ενός «ελάχιστου πακέτου παροχών» για τους χιλιάδες ανασφάλιστους, προχωρούν χωρίς διάκριση σοσιαλδημοκρατικές και φιλελεύθερες κυβερνήσεις. Μια γεύση για τις «προσιτές» υπηρεσίες Υγείας και το «δίχτυ ασφαλείας» για τα οποία κάνει λόγο η ΕΕ, δίνει και το πρόγραμμα που εφαρμόζει η ελληνική κυβέρνηση για ανασφάλιστες και ανασφάλιστους. Το λεγόμενο «Εισιτήριο Ελεύθερης Πρόσβασης για τους ανασφάλιστους σε Υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας» αφορά ένα μικρό μέρος, περίπου 230.000, από το σύνολο των ανασφάλιστων που καθημερινά αυξάνονται. Το περιεχόμενό του εξαντλείται σε ένα περιορισμένο πακέτο διαγνωστικών εξετάσεων και σε 3 επισκέψεις σε γιατρούς. Οσον αφορά τις εγκύους, προβλέπει 7 ιατρικές επισκέψεις για τους 9 μήνες της κύησης ενώ δεν καλύπτει ούτε τα έξοδα του τοκετού. Με απλά λόγια, πρόκειται για ελάχιστες, υποβαθμισμένες και αποσπασματικές υπηρεσίες Υγείας κι αυτές με ημερομηνία λήξης.
Τέτοιες «παροχές» υπόσχονται στις εργαζόμενες και τις άνεργες όλες οι δυνάμεις, φιλελεύθερες και «αριστερές», που αποδέχονται την επιχειρηματική δράση στον τομέα της Υγείας. Και όσο και αν διασταυρώνουν τα ξίφη τους για το μείγμα με το οποίο θα έρθει η «ανάπτυξη», το αποτέλεσμα δεν αλλάζει: Ο δρόμος που ακολουθούν καταλήγει σε μεγαλύτερα κέρδη για τους επιχειρηματικούς ομίλους και ακριβοπληρωμένες υπηρεσίες για την αναπαραγωγική υγεία των γυναικών. Οδηγεί σε ατελείωτες περικοπές στις παροχές Υγείας αλλά και σε νέα επίθεση συνολικά στην κοινωνική ασφάλιση. Σε αντιλαϊκό κατήφορο που μπορεί να σταματήσει μόνο η οργάνωση και η πάλη εργαζομένων και ανέργων, με επόμενο σταθμό την πανεργατική απεργία στις 6 Νοέμβρη.