ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Συνειδητή απουσία των ελληνικών ταινιών
Κυριακή 17 Νοέμβρη 2013

Motion Team

Ο δρόμος για τη διολίσθηση του Φεστιβάλ, από «βήμα για την ενίσχυση και προβολή της ελληνικής ταινίας» σε «Σούπερ Μάρκετ οπτικοακουστικού προϊόντος», θα μπορούσε κανείς να πει ότι σήμερα κορυφώνεται, ωστόσο είναι μια παλιά Ιστορία.

Από την «Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου» το 1960, όπου «τα βραβεία που απονέμονται στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αποτελούν ηθικές διακρίσεις χωρίς χρηματικά έπαθλα» έως τους αγώνες των δημιουργών στο Αντιφεστιβάλ του 1977, όπου σύσσωμος ο χώρος του κινηματογράφου συγκρούστηκε με τη μέχρι τότε πολιτική τον κυβερνήσεων, οι οποίες με νόμο είχαν εντάξει τα θέματα του κινηματογράφου στο υπουργείο Βιομηχανίας αντιμετωπίζοντας την οπτικοακουστική τέχνη μόνον σαν εμπόρευμα. Η σύγκρουση αυτή οδήγησε σε κάποιες αποσπασματικές παραχωρήσεις που έδωσαν στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης πολιτιστικό και εθνικό χαρακτήρα (νόμος 1597 του 1986). Ωστόσο, ο νόμος 1597 γενικότερα άφηνε ανοιχτό το πεδίο για επερχόμενη εμπορευματοποίηση του κινηματογράφου, ενώ οι όποιες ευεργετικές για την ελληνική κινηματογραφική δημιουργία προβλέψεις του δεν εφαρμόστηκαν ποτέ.

Στη συνέχεια, το 1992, το Φεστιβάλ έγινε διεθνές, έχασε το βασικό χαρακτήρα του ως βήμα προβολής του ελληνικού κινηματογράφου, ενώ το 1997 με το νόμο 2557, καθίσταται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που «λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος»... «κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας». Ετσι, στρώθηκε το έδαφος για το νόμο 3905/2010, ένα νόμο - ταφόπλακα για τους ανθρώπους του κινηματογράφου, αφού οδήγησε σε κατάργηση τη μοναδική - στις σημερινές τουλάχιστον συνθήκες της κρίσης - πηγή χρηματοδότησής τους, την κρατική.

Αυτές οι «μεταλλάξεις» δεν ήρθαν σαν «φυσική» πορεία, αλλά τις επέβαλε σε επίπεδο ΕΕ το κεφάλαιο του οπτικοακουστικού και ορισμένες πρόσθετες σκοπιμότητες (οικονομικές και πολιτικές) των εκάστοτε αστικών κυβερνήσεων.

Δημιουργοί βλέπουν να χάνουν τα δικαιώματα και τη στήριξη που είχαν κατακτήσει από το κράτος, όχι γιατί είναι ανίκανες οι κυβερνήσεις και τα κόμματά τους - όπως ορισμένοι απ' αυτούς νομίζουν - αλλά γιατί τα αστικά κράτη «αποσύρονται» συνειδητά από την ενίσχυση και προώθηση του πολιτισμού, ώστε το τεχνητά δημιουργημένο κενό να καλυφθεί από τις δυνάμεις της «αγοράς».

Ενδεικτικό αυτής της πολιτικής είναι η κατάργηση τον κρατικών βραβείων ποιότητας το 2010 (βραβεία που από πριν είχαν αντικαταστήσει το εθνικό τμήμα του φεστιβάλ). Ως κύριο προπαγανδιστή και φορέα αυτής της αντίληψης η τότε κυβέρνηση βρήκε μια ομάδα παραγωγών και σκηνοθετών, τους « Ομιχλιστές», που με σημαία την ανάγκη «ανανέωσης του χώρου» προωθούσαν τον αναπροσανατολισμό της κρατικής ενίσχυσης στο ιδιωτικό κεφάλαιο παραγωγής και διανομής. Αξίζει να θυμηθούμε, μάλιστα, τις παραπλανητικές δηλώσεις τους ότι «η κρίση είναι ιδανική εποχή για τον κινηματογράφο» και τις υποκριτικές προβλέψεις ότι η πλήρης παράδοση του κινηματογράφου στα μεγαθήρια του ιδιωτικού κεφαλαίου θα φέρει την άνοιξη στον κινηματογράφο και θα μετατρέψει το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης σε Κάνες των Βαλκανίων!

Σήμερα, μετά από όλη αυτή τη διαδρομή, ο πρόεδρος και ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ (Γιάννης Μπουτάρης και Δημήτρης Εϊπίδης) συνειδητά, με την πολιτική που εφαρμόζουν, ανοίγουν ακόμα πιο πολύ το δρόμο, ώστε το ιδιωτικό κεφάλαιο να καλύψει το κενό της απουσίας εθνικού κινηματογραφικού Φεστιβάλ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι Νύχτες Πρεμιέρας, φεστιβάλ που πίσω του βρίσκεται ένα μονοπωλιακό συγκρότημα του χώρου του Τύπου, των κατασκευών, της κινηματογραφικής διανομής κ.ά. (συγκρότημα Μπόμπολα) και το οποίο μετεξελίσσεται σε επίσημο πλέον εθνικό Φεστιβάλ Αθηνών. Ενδεικτικό είναι ότι φέτος 15 ελληνικές ταινίες και 72 μικρού μήκους παρουσιάστηκαν στις Νύχτες Πρεμιέρας, ενώ στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης συμμετείχαν 5 ελληνικές ταινίες στο διαγωνιστικό της τμήμα.

Ταυτόχρονα, οι αποθήκες στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης, οι οποίες έχουν μετατραπεί σε κινηματογραφικές αίθουσες και φιλοξενούν τις προβολές του Φεστιβάλ και του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, εκχωρούνται στο μεγάλο κεφάλαιο και συγκεκριμένα στην εταιρεία Village συμφερόντων Κοντομηνά.

Σε αυτό το φόντο έρχεται και η αυταρχοποίηση του θεσμού. Οσοι δεν είναι αρεστοί στη διοίκηση του Φεστιβάλ εξοστρακίζονται. Ακόμα και κριτικοί κινηματογράφου, επειδή... «τόλμησαν» να ταχθούν κατά του νόμου για τον κινηματογράφο που θεσμοθετήθηκε το 2010 επί υπουργίας Γερουλάνου!

Σήμερα, ουσιαστικά το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης δεν έχει καμία σχέση με την οικογένεια του κινηματογράφου. Απουσιάζουν ταινίες, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, τεχνικοί, καλλιτεχνικά σωματεία κ.τ.λ., αλλά σε πολλές περιπτώσεις και το ίδιο κοινό της Θεσσαλονίκης . Με την κατάργηση του ελληνικού πανοράματος ταινιών δεν παρουσιάζεται το μεγάλο μέρος της ελληνικής παραγωγής. Οσες ταινίες δεν ήταν επιλεγμένες στο διεθνές διαγωνιστικό, εξορίστηκαν από το κεντρικό σινεμά «Ολύμπιον», στις αποθήκες του λιμανιού. Ετσι η ελληνική ταινία, εκτός από τα «αζήτητα» της διανομής, υποβαθμίζεται ακόμη και σε φεστιβαλικό επίπεδο.

Στις σημερινές συνθήκες, ένας τρόπος να περισωθεί και να προβληθεί κάτι από τη μικρή ελληνική παραγωγή είναι το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης να προσανατολιστεί στην εγχώρια παραγωγή, με διαγωνιστικό χαρακτήρα, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της ελληνικής ταινίας στη χώρα και διεθνώς. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης μπορεί να έχει και ένα διεθνές (Βαλκανικό ή Μεσογειακό) Φεστιβάλ. Ανάλογο χαρακτήρα θα πρέπει να αποκτήσει και το Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους της Δράμας.


Ν.Σ.