ΑΝΤΙΚΥΡΑ ΒΟΙΩΤΙΑΣ
Εκεί που ο αθεράπευτος πόνος σμίγει με την αγανάκτηση
Κυριακή 6 Μάη 2001

Ο,τι απόμεινε από το σπίτι στην Αντίκυρα Βοιωτίας μετά την πτώση πάνω του του μαχητικού αεροπλάνου
ΛΙΒΑΔΕΙΑ.-

Ολοι θέλουν να λησμονήσουν. Ολοι θέλουν να θυμούνται! Ολοι θέλουν να σβήσει από το νου τους η «φωτογραφική απεικόνιση» του τραγικού γεγονότος εκείνου του «μοιραίου» πρωινού. Ολοι θέλουν να θυμούνται τον άδικο χαμό των δύο «λουλουδιών» που χάθηκαν πάνω «στον ανθό της νιότης τους», πριν καν προλάβουν να ζήσουν, καλά - καλά, τη ζωή.

Κανείς, όμως, δεν πρόκειται να ξεχάσει τις αιτίες και τους υπεύθυνους για το χαμό τεσσάρων νέων ανθρώπων, των εξαδέλφων, Ιωάννας - Ειρήνης Κόλλια, 19 ετών και της Αργυρώς (Ηρώς) Παπαχαραλάμπους, 17 ετών, που διάβαζαν αμέριμνες στο σπίτι τους, καθώς και των δύο πιλότων του μαχητικού αεροσκάφους της Πολεμικής Αεροπορίας τύπου «F4E» («Φάντομ»), των υποσμηναγών Κωνσταντίνου Αλεξανδράκη, 31 ετών, κυβερνήτη και Πολύκαρπου Μουχτούρη, 29 ετών, συγκυβερνήτη, πριν ένα χρόνο περίπου στην Αντίκυρα Βοιωτίας, όταν το αεροσκάφος σφηνώθηκε πάνω στο σπίτι που κατοικούσαν οι οικογένειες των δύο κοριτσιών.

Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει τις εγκληματικές ευθύνες της κυβέρνησης και του υπουργού Εθνικής Αμυνας, Α. Τσοχατζόπουλου, που, ένα χρόνο μετά, δεν έχουν απολογηθεί δημόσια για τον άδικο χαμό τόσων ανθρώπων, για τη συντήρηση των αεροσκαφών (ιδιαίτερα των παλαιού τύπου, όπως ήταν το «Φάντομ» που έπεσε), αλλά και για την κατάσταση που επικρατεί με τα σχέδια επικίνδυνων πτήσεων και ασκήσεων πάνω από κατοικημένες περιοχές.

Η βοήθεια έγινε ταλαιπωρία

Μέρη του κατεστραμμένου αεροπλάνου στην αυλή του σπιτιού
Επιπλέον, η «αμέριστη βοήθεια για απάλυνση του πόνου», που είχε υποσχεθεί 40 ημέρες αργότερα, στο μνημόσυνο, ο υπουργός Εθνικής Αμυνας, έχει φτάσει σε σημείο κοροϊδίας και ταλαιπωρίας για τις οικογένειες του Μπάμπη Κόλλια και της Γιάννας Σταύρου, γονέων των άτυχων παιδιών.

Αντίκυρα Βοιωτίας, ημέρα Πέμπτη, 18 Μάη 2000. Ξημέρωσε ένα ήσυχο και ήρεμο, καθημερινό πρωινό. Οι Αντικυριώτες, εργαζόμενοι στην ΠΕΣΙΝΕ οι περισσότεροι, είχαν πάει στη δουλιά τους. Οι γυναίκες, όσες δε δούλευαν, απασχολούνταν στις δουλιές του νοικοκυριού. Τα παιδιά ήταν στο σχολείο ή διάβαζαν στο σπίτι τα μεγαλύτερα ενόψει των εξετάσεων. Αυτό το τελευταίο είχαν επιλέξει οι μαθήτριες Ιωάννα - Ειρήνη Κόλλια και η εξαδέλφη της Αργυρώ (Ηρώ) Παπαχαραλάμπους. Αντί να πάνε στο σχολείο, κάθισαν να διαβάσουν στο σπίτι. Εκεί τις βρήκε ο θάνατος, με τη μορφή ενός «σύνεργου» που κατασκευάζεται για να σπέρνει το θάνατο, είτε σε «ανθρωπιστικές» αποστολές και επεμβάσεις όπως στη γειτονική μας Γιουγκοσλαβία και αλλού, είτε «εν καιρώ ειρήνης» δικαιολογώντας θύματα.

Λίγα χιλιόμετρα (μόλις 3 χλμ.) πιο πέρα, μέσα από το εργοστάσιο της ΠΕΣΙΝΕ, ο Μπάμπης Κόλλιας και συνάδελφοί του σχολίαζαν τη χαμηλή πτήση δύο εμφανιζόμενων πολεμικών αεροσκαφών και τους ελιγμούς που πραγματοποιούσαν ανάμεσα στα «Δύο βουνά», περιοχή «μια ανάσα» από τα ακρινά σπίτια της Αντίκυρας.

Πτήση θανάτου


Τίποτα δε μαρτυρούσε τι θα επακολουθούσε. Συνηθισμένο, εξάλλου, γεγονός οι χαμηλές πτήσεις σ' αυτό το σημείο, αφού παραδίπλα, χωμένη στο βουνό, είναι η ΝΑΤΟική βάση καυσίμων της Αντίκυρας.

10.35: Ακούγεται ο διαπεραστικός θόρυβος ενός αεροπλάνου και ακολουθεί μια τρομακτική έκρηξη. Το σημείο και η περιοχή παίρνει τα χαρακτηριστικά βομβαρδισμένου τοπίου. Το «νέο» (τραγικό στη συνέχεια) απλώνεται σ' όλο το χωριό: «Τ' αεροπλάν' έπεσε στο σπίτι του Μπάμπη» και βυθίζει όλο το χωριό, όλη την περιοχή, στο θρήνο. Το μοιραίο «Φάντομ», που συνετρίβη στις 10.35 το πρωί στην Αντίκυρα Βοιωτίας, λίγη ώρα πριν είχε απογειωθεί από την αεροπορική βάση της Ανδραβίδας σε ζεύγος, μαζί με ένα ακόμα του ίδιου τύπου, για την εκτέλεση διατεταγμένης πτήσης στο Αιγαίο. Η διαδρομή τους ήταν από Ανδραβίδα, Γαλαξίδι, Κύμη, με προορισμό τη Χίο, για εκτέλεση αποστολής «εγγύς αεροπορικής υποστήριξης» ενός τάγματος πεζικού.

Η πτήση τους, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις που είχαν, όπως εξάλλου γίνεται σε ανάλογες περιπτώσεις, ήταν «πτήση προσομοίωσης αποστολής μάχης». Δηλαδή, πτήση σε πολύ χαμηλό ύψος, που ακολουθεί τη μορφολογία του εδάφους, ώστε το αεροσκάφος να μη γίνεται αντιληπτό από τα εχθρικά ραντάρ. Μάλιστα, στα πλαίσια αυτού του είδους πτήσεων, προβλέπονται επικίνδυνοι ελιγμοί μέσα σε χαράδρες. Το προβλεπόμενο ύψος σε τέτοιες αποστολές είναι τα 500 πόδια (155 μέτρα περίπου).

Ο Χαράλαμπος Πλατώνης («Ρ» 19/5/2000) από το διπλανό σπίτι είδε καθαρά τι συνέβη και το καταθέτει: «Το αεροπλάνο μπήκε ανάποδα ανάμεσα στα "Δυο βουνά". Εβγαζε φωτιά και ήρθε κι έπεσε εδώ». Κι άλλες μαρτυρίες γεμάτες οργή για το έγκλημα.

«Ολες οι αναφορές μίλαγαν για σχέδιο πτήσης που οδηγούσε στο θάνατο. Μόνο η κυβέρνηση είχε βγει ξεδιάντροπα, δηλώνοντας, ούτε λίγο - ούτε πολύ, πως φταίνε τα ίδια τα θύματα για την τραγωδία. Οι δύο πιλότοι, γιατί, δήθεν, ήταν ριψοκίνδυνο αυτό που έκαναν. Ισως και οι νεαρές μαθήτριες, που, αντί να πάνε στο σχολείο, επέλεξαν να μείνουν να διαβάσουν στο σπίτι». («Ρ» 19/5/2000).

Το ανθρώπινο λάθος...

Η Ηρώ Παπαχαραλάμπους
Η πρώτη αυτή δήλωση της κυβέρνησης δεν άλλαξε, ως προς τις αιτίες της πτώσης, ούτε πολύ αργότερα στο πόρισμα ΕΔΕ των εμπειρογνωμόνων του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας, που συντάχθηκε στις 12 Ιούλη του 2000 και στάλθηκε στον εισαγγελέα Δημ. Μαργέλη, μετά από αίτησή του στις 21 Δεκέμβρη 2000.

Στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται ότι «για το αεροπορικό ατύχημα του αεροσκάφους F-4 της 18/5/2000 διενεργείται από ποινικής πλευράς προκαταρκτική εξέταση, η οποία παραγγέλθηκε από Εισαγγελία Αεροδικείου Αθηνών».

Αποφαίνεται το πόρισμα - ΕΔΕ: «Η πτώση του αεροσκάφους F-4E με S/N 511 πρέπει να αποδοθεί σε ανθρώπινο λάθος του πληρώματος, που έχει σχέση με χειρισμούς, που έθεσαν αυτό εκτός αεροδυναμικής. Να μην ασκηθεί πειθαρχικός έλεγχος στον αρχηγό του σχηματισμού (όνομα Σμηναγού) για το σχεδιασμό και εκτέλεση της πτήσης πάνω από κατοικημένη περιοχή σε χαμηλότερο ύψος του επιτρεπόμενου, πλην όμως να γίνουν ενέργειες από τη Μονάδα προκειμένου να προσδιοριστεί ποιες περιοχές θεωρούνται κατοικημένες».

Ενα χρόνο μετά ξεσπιτωμένοι

Πέρασε ένας χρόνος περίπου και το ερχόμενο Σάββατο 12 Μάη θα γίνει το ετήσιο μνημόσυνο, εκεί στη γαλήνη του οροπεδίου της Δεσφίνας, όπου από τις 19 Μάη του 2000 αναπαύονται οι δύο εξαδέλφες.

Τα Αντίκυρα, από εκείνη την ημέρα, είναι ένας τόπος καταραμένος για τις δύο οικογένειες και εξακολουθεί να είναι, όπως μας διαβεβαίωσαν ο Μπάμπης Κόλλιας και η Γιάννα Σταύρου, σε μια συζήτηση που είχαμε μαζί τους στο «σπίτι» του Μπάμπη που του έχει παραχωρήσει η «Αλουμίνιον της Ελλάδος» - όπως και στη Γιάννα - απ' αυτά που ανήκουν στον οικισμό «Ασπρα Σπίτια» και είναι για τους εργάτες του εργοστασίου.

Τολμήσαμε αυτή την επίσκεψη και την κουβέντα, γνωρίζοντας «εκ προοιμίου» ότι «θα ξύσουμε και πληγές» και θα ανασκαλίσουμε μνήμες, θλιβερές και τραγικές, πάνω απ' όλα ανθρώπινες αντιδράσεις γεμάτες πόνο και οργή.

Η Ειρήνη Κόλλια
Πόνο για τη θύμηση γεγονότων και καταστάσεων. Οργή γι' αυτούς «που πήραν τα παιδιά μας και το σπίτι μας και μας έχουν εγκαταλείψει τώρα με τις υποσχέσεις», λένε ο Μπάμπης Κόλλιας και η κουνιάδα του, Γιάννα Σταύρου.

Εχουμε «διαλυθεί» σαν οικογένεια, λέει ο Μπάμπης. Η γυναίκα μου μένει στη Δεσφίνα, δε θέλει να έρχεται καθόλου εδώ κάτω, η κόρη μου (η δεύτερη, η Σωτηρία) δε θέλει να μείνει στη Δεσφίνα και γω πηγαινοέρχομαι ανάμεσα σε ΠΕΣΙΝΕ - Ασπρα Σπίτια και Δεσφίνα.

Ξεσπιτωμένες και οι δύο οικογένειες, χάνοντας το «ρυθμό» της ζωής, κινδυνεύει να χάσει και τη δουλιά της η Γιάννα (εργάζεται σε σούπερ μάρκετ στ' Ασπρα Σπίτια), αφού πίστεψε ότι η υπόσχεση της «αμέριστης βοήθειας» του υπουργού Αμυνας, πριν ένα χρόνο περίπου, θα γινόταν πράξη. Μόνος του (ο υπουργός) όταν είχε πάει στο μνημόσυνο υποσχέθηκε ότι θα προσλάμβαναν στην Αεροπορία τη Σωτηρία Κόλλια και τη Γιάννα Σταύρου (χαροκαμένη μάνα της Ηρώς). Πέρασαν 6 μήνες και «ούτε φωνή ούτε ακρόαση». Αναγκάστηκαν να κατέβουν στην Αθήνα, στο γραφείο του υπουργού, αφού «οποιαδήποτε στιγμή το γραφείο μου είναι ανοιχτό» όπως τους είχε πει. Ωρες έψαχναν από γραφείο σε γραφείο, πουθενά ο υπουργός. Μετά από ταλαιπωρία το νομικό τμήμα τούς πληροφορεί ότι είναι θέμα ημερών η κατάθεση τροπολογίας για την πρόσληψη ιδιωτών στην Αεροπορία (περίπτωση δική τους). Εφυγαν κάπως καθησυχασμένοι, «διατηρώντας τις αμφιβολίες μας», θα μας πει ο Μπάμπης.

Στο «περίμενε»

Εν τω μεταξύ η Γιάννα δηλώνει παραίτηση απ' τη δουλιά της για το τέλος του Μάρτη του 2001, αφού ήταν, πλέον, σίγουρο ότι θα είχαν γίνει οι προσλήψεις τους. Σήμερα, ενάμιση μήνα μετά κοντεύει να χάσει τη δουλιά της, χωρίς να υπάρχει απάντηση απ' το υπουργείο Αμυνας.

«Μας διαλύσανε και μας κάνουν να τρέχουμε σαν ζητιάνοι» μας λέει γεμάτη αγανάκτηση. Συνέχεια μας εμπαίζουν. Είχαμε ένα σπίτι που το πήραν μαζί με τα παιδιά μας. Πού θα μείνω, αν η ΠΕΣΙΝΕ μας βγάλει;

Μας δίνουν 30 εκατ. δρχ. για να ξανακατασκευάσουμε σπίτι στο ίδιο μέρος. Μα, μπορούμε να μείνουμε εκεί με τους «εφιάλτες μας»; είναι το ερώτημά τους. Φτάνουν αυτά τα λεφτά; Είχαν υποσχεθεί ότι στο χώρο του γκρεμισμένου, πλέον, σπιτιού θα αναγειρόταν μνημείο για τα αδικοχαμένα κορίτσια και τους πιλότους. Ούτε αυτό έγινε. Είχαν παραγγείλει δυο προτομές των παιδιών μας και δεν τις πλήρωναν.

Ζούνε ξεσπιτωμένοι, αποκομμένοι απ' τη γυναίκα, τα παιδιά τους, τους συγγενείς τους. Ακόμα ηχούν στ' αυτιά τους οι λέξεις μια - μια του υπουργού Αμυνας: «Θα κάνω ό,τι μπορεί να γίνει για να απαλύνω τον πόνο σας, μέχρι και ελευθέρας θα σας βγάλω για να έρχεστε όποτε θέλετε στο υπουργείο». Δυο φορές, πάντως, που πήγαν, μόνο υπηρεσιακούς παράγοντες συνάντησαν και τη μια φορά, τυχαία στο διάδρομο, τον υφυπουργό Δ. Αποστολάκη που τους... κορόιδεψε.

Κατανοητή και δικαιολογημένη η αγανάκτησή τους: Υπάρχει κράτος πρόνοιας; Εμείς πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει, γι' αυτό ένα χρόνο τώρα αργοπεθαίνουμε. Εμάς τα παιδιά μας φύγανε ήρωες εν καιρώ ειρήνης. Δε θα το βάλουμε κάτω, θα συνεχίσουμε, θα αγωνιστούμε, θα μείνουμε όρθιοι. Ούτε ευχαριστώ θα πω, ούτε υποχρεωμένη νιώθω. Απαιτώ, μας λέει η Γιάννα. Ο κάθε γονιός, ο κάθε εργαζόμενος περιμένει τη συμπαράσταση από το κράτος. Αν δεν τη δίνουν θα τη διεκδικήσουμε μαζί με το δίκιο μας.

Στο μνημόσυνο έδειξαν (οι υπουργοί) ένα άλλο πρόσωπο, άλλον εαυτό. Τώρα δείχνουν μέχρι πού φτάνει η κοινωνική αναλγησία τους, επισημαίνουν. Θα παλέψουμε για τα αδικοχαμένα παιδιά μας.


Γ. Π.