Εικαστική «μαρτυρία»
Κυριακή 13 Μάη 2001

«Το παιδί της πεθαίνει», λιθογραφία
«Ηθελα να σχεδιάσω την εσώτερη ζωή, το θάρρος, τη θυσία, την καταδίωξη, τη στέρηση, το θάνατο, τον πόνο, τον αγώνα, την καλοσύνη, την αλληλεγγύη, όλο αυτό το σύμπλεγμα συναισθημάτων κι εντυπώσεων μιας ολόκληρης ζωής. Αισθανόμουν να είμαι μάνα, μάνα της ίδιας μου της μάνας και όλων των μανάδων του κόσμου».

Χαρακτήρισαν το έργο της «μαρτυρία», «ιστορικό ντοκουμέντο», «κατηγορητήριο...». Μια δημιουργία βαθιά ανθρώπινη και διαχρονική, που τη χαρακτηρίζει η ποιότητα και το πάθος, που θα ξαναδεί το αθηναϊκό κοινό. Πρόκειται για την αναδρομική έκθεση της Αννας Κινδύνη - Μαρουδή, που παρουσιάζεται στη Δημοτική Πινακοθήκη (Πειραιώς 51). Δεκατέσσερα χρόνια μετά την προηγούμενη έκθεσή της στην γκαλερί «Ωρα», η Δημοτική Πινακοθήκη εκθέτει, έως τις 10 Ιουνίου, 100 έργα - σχέδια με κάρβουνο, χαραγμένα σχέδια με χρώμα και χαρακτικά (1950 έως τα μέσα της δεκαετίας του '80).

Η τέχνη της Αννας Κινδύνη - Μαρουδή, ξεχωριστή, ζοφερή και συνάμα τρυφερή, κουβαλάει όλο το βάρος του προσωπικού βιώματος βγαλμένου από τα σπλάχνα του συλλογικού βιώματος της ανθρωπότητας, χωρίς χρονικά και γεωγραφικά όρια. Χωρίς «φλυαρίες» και χρωματική «διακόσμηση». Το άσπρο και μαύρο σε όλες τους τις τονικότητες, έδωσαν «σάρκα και οστά» στις μορφές της. Σε δεκάδες μανάδες και σκελετωμένα παιδιά με αλλοιωμένα από τον τρόμο του θανάτου πρόσωπα. Μανάδες και παιδιά της Κατοχής, του Σεράγεβο, της Ρουάντα... Η τέχνη της είναι συνυφασμένη με τη μοίρα του τόπου μας, αλλά και της οικουμένης.

«Το στερεμένο στήθος», 1957
Γεννημένη το 1914 στη Φώκαια της Μ. Ασίας, η Αννα ήταν το μικρότερο από τα έξι παιδιά του γιατρού Δημοσθένη Μαρουδή και της Σταματίας Βασσάλου. Αδελφή του γιατρού και τεχνοκρίτη Γιάννη Μαρουδή, εγκαταστάθηκε το 1922, με την οικογένειά της, στη Μυτιλήνη. Τα πρώτα της σχέδια εικονογραφούν τα διηγήματα που έγραφε μαθήτρια. Το 1930 έρχεται στην Αθήνα και εργάζεται ως σχεδιάστρια στην Εθνική Τράπεζα. Τα φτωχόπαιδα των συνοικιών είναι οι «ήρωες» των σχεδίων της με μολύβι.

Στην Κατοχή συμμετέχει στην Αντίσταση, στον τομέα της Εθνικής Αλληλεγγύης. Το 1945 φεύγει με τον άντρα της Μανόλη Κινδύνη στη Γαλλία, όπου φοιτά χαρακτική στη Σχολή Καλών Τεχνών και παρακολουθεί μαθήματα σχεδίου και εικονογράφησης βιβλίων στις Ακαδημίες Ζουλιάν και Σομιέρ. Παράλληλα φιλοτεχνεί μια μεγάλη σειρά μικρών σχεδίων με κάρβουνο, τις «Σελίδες». Η σύλληψη της αδελφής της Ειρήνης Παπαδημητρίου και η εξορία της (1948) στη Μακρόνησο, «πυροδότησε» εκατοντάδες συνθέσεις με κάρβουνο. Χείμαρρος τα βιώματά της από την πατρίδα: Μικρασιατική καταστροφή, ιταλική και γερμανική κατοχή, εμφύλιος... Οπως έγραφε σε σημειώσεις της: «Σχεδίαζα σαν να μιλούσα στον εαυτό μου. Το καθήκον απέναντι σε μένα την ίδια, απέναντι στους Ελληνες να κάνω κάτι, να εξομολογηθώ, σχεδιάζοντας στο χαρτί...».

«Η παραμονή στο Παρίσι» σημειώνει στον καλαίσθητο και πρωτότυπο κατάλογο της έκθεσης η έφορος της Δημοτικής Πινακοθήκης Νέλλη Κυριαζή, «θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν μεγάλη πρόκληση για την καλλιτέχνιδα να ενταχθεί και η ίδια στη συγχρονία των αναζητήσεων και στα καλλιτεχνικά συμφραζόμενα του χώρου. Ολα συνηγορούσαν σε αυτό και ιδιαίτερα η αλλαγή σελίδας στη ζωή της. Παρ' όλα αυτά η Α.Κ. - Μ. προτίμησε να "ασκητέψει". Περιχαρακώθηκε στο πλαίσιο της μνήμης και θεώρησε χρέος επιτακτικό να απεικονίσει σε μια τεράστια τοιχογραφία τις φρικαλεότητες του πολέμου με όλες τις συνέπειές του στην εκμηδένιση της ανθρώπινης ύπαρξης. Τίποτε δε χρειάστηκε να επινοήσει εξ αρχής, οι βιωμένες εμπειρίες έθεσαν στη διάθεσή της υλικό αυθύπαρκτο».

«... Τα αλλοιωμένα από τον τρόμο του θανάτου πρόσωπα των παιδιών με τα κάτισχνα κορμάκια, τα γκρουπαρίσματα των μορφών τους, συχνά σε πυραμιδοειδή διάταξη, στην κορυφή της οποίας στέκει προστατευτική πάντοτε μια γυναίκα, αλλά και το σύμπλεγμα μητέρας - παιδιού, πρωταγωνιστούν στο έργο της και επανέρχονται συνεχώς με οδυνηρή εμμονή... Ο συμβολισμός εντείνεται, φυσικά, στο πρόσωπο της γυναίκας - μάνας. Ο εναγκαλισμός μητέρας παιδιού, μνημειακός στη φόρμα και οικουμενικός στο συναίσθημά του, παραμερίζει τη γνώριμή μας θαλπωρή και ανάγεται ουσιαστικά σε εικόνα ακραίας απόγνωσης».

Δεν είναι τόσο η θεματογραφία που δίνει τον τόνο στα έργα της Αννας Κινδύνη - Μαρουδή, όσο η κριτική διάσταση της εκφραστικής της γλώσσας και το εσωτερικό πάθος των διατυπώσεών της. «Με την εξαιρετική ποιότητα της γραμμής της και στις περισσότερες περιπτώσεις, με τον τονισμένο ρόλο του μαύρου», σημειώνει ο Χρ. Χρήστου, «τα σχέδια και τα χαρακτικά της δίνουν μια τραγική διάσταση του κόσμου μας. Πέρα όμως από τις θεματικές αναφορές και την κριτική διάσταση, η ποιότητα του σχεδίου της και η ένταση των διατυπώσεών της πλουτίζουν με μια συγκλονιστική φωνή τα έργα της».

Το 1966 η καλλιτέχνιδα, παράλληλα με το κάρβουνο, πειραματίστηκε μια δικής της επινόησης χάραξη σε πλαστική ύλη. Τα θέματά της διαφοροποιούνται και απαλύνεται η αυστηρότητα του λόγου της. Τη δεκαετία αυτή και στις αρχές της επόμενης, αποσπά τρία διεθνή βραβεία (1960, 1963, 1971). Από το 1975 και ύστερα, η Αννα Κινδύνη - Μαρουδή έχει την ανάγκη του χρώματος. Παραμερίζοντας την αιχμηρότητα του μορφοπλαστικού της ιδιώματος, φιλοτεχνεί μια σειρά χαραγμένων σχεδίων σε πλαστική ύλη, με τίτλο «Ερωτες». Σ' αυτό την ωθεί η «ανάγκη της αέρινης γραμμής για το φως και το χρώμα». Ανάγκη «κάποιας χαράς, κάποιας βαθιάς αναπνοής. Είναι η περίοδος των ερώτων για όλα και προς όλα της Ζωής».

«... Πιστεύω ότι η πιο σίγουρη ικανότητά μου είναι να "ξαναζώ" τα μαρτύρια της πατρίδας μου και να τα "μεταφράζω" σε εικόνες. Αλλά νιώθω δυστυχής που δεν μπορώ να το κάνω αυτό με όση δύναμη πρέπει. Θα ήθελα να ήμουν καλύτερη ζωγράφος. Ζωγραφίζω καλύτερα απ' όσο μιλώ, αλλά η καρδιά μου λέει πάντα πιο πολλά από αυτά που μπορεί να γράψει το χέρι μου...».


Η. ΜΟΡΤΟΓΛΟΥ