Βιολογική Γεωργία
Βήματα σε ναρκοπέδιο
Σάββατο 19 Μάη 2001

Γρηγοριάδης Κώστας

Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται στην περίφημη μαύρη λίστα των χωρών που διατηρούν στα εδάφη τους εν ενεργεία ναρκοπέδια και έχει καταγγελθεί ουκ ολίγες φορές για τη στάση της αυτή. Ομως τα ναρκοπέδια του εκσυγχρονισμού υπερβαίνουν κατά πολύ τα στενά στρατιωτικά όρια κι αγκαλιάζουν πλήθος άλλων δραστηριοτήτων, για να προστατέψουν τα εθνικά μας συμφέροντα! Θύμα της ιστορίας αυτής και η βιολογική γεωργία, η οποία, αν και κατά γενική ομολογία, είναι μια διέξοδος στη σημερινή κατάσταση του αδιεξόδου της γεωργίας (όχι μόνο από οικολογική, αλλά κι από οικονομική πλευρά) αντιμετωπίζει ανυπέρβλητα εμπόδια, από εκείνους που υποτίθεται έπρεπε να τη στηρίξουν.

Εικονική πραγματικότητα

Το τελευταίο διάστημα υπήρξε ένα διαφημιστικό μπαράζ του «οικολογικού προφίλ» του υπουργείου Γεωργίας. Δεν ξέρουμε αν σχεδιάστηκε στα Δολιανά, τη Χ. Τρικούπη ή απευθείας στα γραφεία κάποιας διαφημιστικής εταιρίας. Το βέβαιο είναι ότι πολύ απέχει από την πραγματικότητα, όταν αυτή δεν παρουσιάζεται πλήρως αντεστραμμένη. Εξηγούμαστε. Η εφαρμογή του κανονισμού 2078/92 της ΕΕ ξεκινά με την κατανομή πόρων την τριετία 1995-1997. Από τον πρώτο «σχεδιασμό» διακρίνεται η απαξιωτική προσέγγιση της βιολογικής γεωργίας εκ μέρους της Ελλάδας που παραμένει στο άρμα των πολυεθνικών χημικών εταιριών και των εταιριών τροφίμων που κάνουν «κουμάντο» στα της γεωργίας, ελέγχοντας σε μεγάλο βαθμό όχι απλώς όλες τις φάσεις παραγωγής, αλλά και τη διακίνηση των προϊόντων. Τα όσα σχεδιάστηκαν, δεν εφαρμόστηκαν και το μόνο που επιτεύχθηκε ήταν η ένταξη 60.000 στρεμμάτων στις καλλιέργειες αυτές, παρά το μεγάλο ενδιαφέρον από την πλευρά των παραγωγών.

Η δεύτερη τριετία (1998-2000) είναι ακόμα πιο αποκαλυπτική. Αρκεί να αναφέρουμε ότι το 1998 δε δόθηκαν νέα στρέμματα για βιολογικές καλλιέργειες, γιατί οι αρμόδιες υπηρεσίες καθυστέρησαν (αυτή η εξήγηση δόθηκε αρμοδίως) να υποβάλλουν προτάσεις στην ΕΕ, η οποία με τη σειρά της δε χορήγησε τις σχετικές εγκρίσεις! Το πρόγραμμα στάλθηκε προς έγκριση το Μάρτιο του 1999!!

Αλχημείες και παραδοξότητες

Στην τριετία αυτή γίνεται αναφορά για 140.000 στρέμματα από τα οποία τα 10.000 κατανέμονται το 1998, χρονιά που δεν είχε υποβληθεί πρόγραμμα, για λόγους προφανείς. Και σαν να μην έφτανε αυτό οι (αν)εγκέφαλοι του υπουργείου, δέσμιοι της πολιτικής πελατείας και της άποψης ότι τα συμφέροντα της χώρας ταυτίζονται με τα συμφέροντα του «Κινήματος» αποφάσισαν ότι κάθε νομός (ανεξάρτητα από το μέγεθος, τον πληθυσμό, μορφολογικά χαρακτηριστικά, δραστηριότητες, υποδομές κτλ.) θα έπρεπε να απορροφήσει 2.000 στρέμματα και τα 28.000 θα αποτελούν εθνικό απόθεμα (ή προίκα στη Χ.Τρικούπη που θα το διένεμε κατά το δοκούν;). Ακολούθησε ένα γενικό μπάχαλο, όπως ήταν φυσικό, μια και κάθε νομός προσπαθούσε να εντάξει την πίτα που του δόθηκε, χωρίς σχεδιασμό, στρατηγική και όραμα. Αποτέλεσμα; Τον Ιούλη του 2000, όταν η κοτερολογία (για να μην ξεχνιόμαστε) είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της είχαν διατεθεί μόλις 30.000 στρέμματα (το 1/5 δηλαδή), όταν στη χώρα μας η έκταση των βιολογικών καλλιεργειών ξεπερνά σήμερα τα 200.000 στρέμματα. Τεράστια ποσά χάνονται από χρηματοδοτήσεις εξ αιτίας της μη-πολιτικής του υπουργείου Γεωργίας, που μόνο για ιστορικούς (ή καλύτερα μουσειακούς) λόγους διατηρεί τον τίτλο αυτό.

Το νεοφιλελεύθερο δίλημμα

Οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες εξακολουθούν να επιδοτούν τη βιολογική γεωργία βλέποντας ότι το μέλλον περνά μέσα από αυτήν, έστω και μακροπρόθεσμα. Δίνουν μεγάλο βάρος στη διαφήμιση, την προβολή και τη διάδοση των προϊόντων αυτών, πολλά πανεπιστήμια και ερευνητικοί φορείς έχουν στραφεί σοβαρά για την καλύτερη υποστήριξή της και καταστρώνουν σχέδια για την είσοδό τους σε άλλες αγορές. Οι δικοί μας αστέρες αποφάσισαν ότι με τα πέντε χρόνια καθάρισαν. Σαν να τους έφυγε ένα μεγάλο βάρος που υποχρεώθηκαν να επωμιστούν. Κι ενώ καλυπτόταν πίσω από την ΕΕ, που όριζε ότι σταματούν οι ενισχύσεις μετά την προηγηθείσα εξαετία, τον περασμένο Σεπτέμβρη εκδίδεται νέος κανονισμός (1929/2000) που δίνει τη δυνατότητα στις χώρες - μέλη να επεκτείνουν το διάστημα για μια πενταετία ή και περισσότερο αν τηρούνται δύο προϋποθέσεις: Η μεταφορά του είδους αυτού να αποφέρει αναμφισβήτητα οφέλη στο περιβάλλον. Ενίσχυση της υφιστάμενης υποχρέωσης. Και για να προλάβουμε το παραμύθι της έλλειψης πόρων να σημειώσουμε ότι το κόστος κατά 75% καλύπτεται από κοινοτικούς πόρους. Οπότε η όποια επιλογή της κυβέρνησης θα κριθεί, αν εξακολουθεί να προκρίνει προκλητικά το μονόδρομο του μοντέλου της εκτατικής γεωργίας, με το σύνολο των επιπτώσεων στο περιβάλλον και την οικονομία ή θα επιλέξει, έστω και με το ζόρι, να ενισχύσει και τη βιολογική γεωργία. Μια ενίσχυση, που, ούτως ή άλλως, αποτελεί ψίχουλα συγκριτικά με άλλες δραστηριότητες.

Πηγές:

ΔΥΩ τ. 15 Γ. Βλάχος- Ν. Μπεόπουλος, Κριτικές προσεγγίσεις της ανάπτυξης και της προστασίας του περιβάλλοντος της υπαίθρου, εκδ. «Στοχαστής» Αθήνα 1999