ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Μήνας παραστασιακών ανταλλαγών
Τρίτη 22 Μάη 2001

«Νόρα»
Ο Μάης, τα τελευταία χρόνια, έχει μεταβληθεί σε μήνα φιλοξενίας παραστάσεων της περιφέρειας, σε θέατρα της Αθήνας. Η σημερινή στήλη θεωρεί χρέος της να αναφερθεί - αναγκαστικά με συντομία - στις τρεις σημαντικές χειμερινές παραγωγές του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, που παρουσιάστηκαν στο θέατρο «Ιλίσια».

«Νόρα»

Το ΚΘΒΕ δε δίστασε να αναθέσει - και ορθώς όπως αποδείχτηκε - ένα αριστούργημα της παγκόσμιας δραματουργίας, τη «Νόρα» του Ιψεν - ένα έργο πρόδρομο και στυλοβάτη του αγώνα της γυναίκας για ισότιμα με του άνδρα δικαιώματα στην εργασία, στην κοινωνία και την οικογένεια - σε μια γυναίκα σκηνοθέτιδα. Η Νικαίτη Κουντούρη με προηγούμενες παραστάσεις της, είχε δώσει δείγματα μιας άξιας, σύγχρονης, αλλά και με μέτρο, αισθητικής αντίληψης, αδρής αλλά και γυναικεία αισθαντικής σκηνοθετικής «γραφής». Καλλιτεχνικά «ιδιώματα» που όχι μόνο επιβεβαιώθηκαν με τη «Νόρα» αλλά απέδωσαν και αξιοσημείωτα αποτελέσματα. Μια «ανάγνωση» βάθους για την ταξική συγκρότηση της αστικής κοινωνίας, το ρόλο του χρήματος στην ανδροκρατική δομή και ιεραρχία της (σε όλους τους τομείς), την ισχύ του οικονομικά και κοινωνικά ισχυρότερου έναντι οποιουδήποτε αδυνάτου - είτε πρόκειται για άνδρα, είτε, πολύ περισσότερο, για γυναίκα, τις αξίες που επιβάλλει μια τέτοια κοινωνία. Και κατ' επέκταση μια εμβάθυνση της επίδρασης που ασκεί στον άνθρωπο - άνδρα και γυναίκα. Στη διαμόρφωση της ψυχής, της διάνοιας, της ηθικής, του χαρακτήρα, της συμπεριφοράς, των σχέσεών τους. Εκτός αυτής της αρετής, η παράσταση της Ν. Κουντούρη είχε ήθος, μέτρο, υψηλό εικαστικό γούστο - χάρη στο εξαιρετικό, διαχρονικά «μοντέρνο» σκηνικό και τα όμορφα κοστούμια εποχής του Γιώργου Πάτσα - ατμοσφαιρικότητα και μουσικότητα, με τη συμβολή της δόκιμης μετάφρασης του Γιώργου Δεπάστα, της διακριτικής μουσικής του Κώστα Βόμβολου και της εκφραστικής κίνησης της Αναστασίας Θεοφανίδου. Ενα ακόμα επίτευγμα της σκηνοθεσίας (κέρδος για την παράσταση) είναι ότι κατάφερε να «σπάσει» τα μανιερισμένα εδώ και μερικά χρόνια - βλαβερά για την προοδευτική πορεία κάθε ηθοποιού - υποκριτικά «καλούπια» της αναμφίβολα ταλαντούχας Λυδίας Φωτοπούλου, αποσπώντας της μια εξαίρετη ερμηνεία (Νόρα). Εξαίρετη ερμηνεία βάθους (του χαρακτήρα, του συντηρητισμού, του υπόκρυφου αυταρχισμού, αλλά και της φοβίας μην κλονιστεί η κοινωνική του θέση) κατέθεσε και ο Δημήτρης Καταλειφός. Σε καλό δρόμο ήταν και οι ερμηνείες των Δημήτρη Ναζίρη, Θάλειας Σκαρλάτου, Χάρη Τσιτσάκη.

«Σαμία»

«Σαμία»
Ευτυχής συγκυρία το θέλησε το 1993 - χάρη στην επιλογή του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου να παρουσιάσει στην Επίδαυρο τη «δαιμόνια» κωμωδία του Μενάνδρου «Σαμία» - να «σμίξουν» ταλαντούχοι συντελεστές και να «γεννήσουν» μια αξέχαστη παράσταση. Οι βασικοί εκείνοι συντελεστές ξανάσμιξαν, αυτή τη φορά στο ΚΘΒΕ, ανανεώνοντας και εμπλουτίζοντας (ο καθένας με την τέχνη του) εκείνη την παράσταση, με έξοχα και πάλι αποτελέσματα.

Καθώς «εν αρχή ην ο λόγος», είναι ευλογία για το θέατρο και τους ανθρώπους του, να έχουν στη διάθεσή τους μια σπουδαία μετάφραση σαν αυτή του Γιάννη Βαρβέρη. Μετάφραση πλασμένη από άξιο ποιητή, γνώστη των ποιητικών συστημάτων, κάτοχο της γλώσσας μας (καθαρευουσιάνικης, δημοτικής, καθομιλουμένης), δεινό και εύστροφο «μάστορα» του γραπτού και προφορικού λόγου. Ενας «μάστορας» που έχει «ερωτική», «ηδονική» σχέση με τη γλώσσα μας. Μπορεί να τη «μυθοποιεί», αλλά και να την «απομυθοποιεί», ξέρει να «παίζει» μαζί της, κυριολεκτικά, μεταφορικά, αμφίσημα. Να της μένει πιστός, αλλά και να της σκαρώνει αλλεπάλληλα χιουμοριστικά παίγνια. Απόδειξη, η ομοιοκατάληκτη, οργιαστικά παιγνιώδης, σατιρικά καθαρευουσιάνικη μετάφραση της «Σαμίας». Ενα μεταφραστικό -γλωσσικό επίτευγμα, που γεννά ευφορία και χαρά σε όποιον έχει την τύχη να τη διδάξει και να τη «μιλήσει» επί σκηνής, με την προϋπόθεση ότι διαθέτει και ασκημένο θεατρικό λόγο.

«Του νεκρού αδελφού»
Με τέτοια μετάφραση ήταν επόμενο να βρεθεί σε πολύ μεγάλα, οργιαστικά σκηνοθετικά κέφια ο ευφάνταστος, με έμφυτη και καλλιεργημένη αίσθηση του χιούμορ και εμπειρότατος Εύης Γαβριηλίδης, ο οποίος εμπλούτισε με περισσότερα τραγούδια και χορογραφίες την παλιά σκηνοθετική του «ανάγνωση», «μεταπλάθοντας» την κωμωδία του αρχαίου ποιητή από την Κηφισιά, σε απολαυστικά ευφρόσυνη μουσική κωμωδία, με τη γλώσσα, το ήθος και στιλ της μπελ επόκ της ελληνικής αστικής τάξης. Η ευφροσύνη που προσφέρει η παράσταση οφείλεται και στην «εύφορη» δημιουργία και των άλλων συντελεστών. Ο Μιχάλης Χριστοδουλίδης συνέθεσε μια μουσική με χυμούς και αίσθηση του χιούμορ. Ο Ισίδωρος Σιδέρης χορογράφησε με ανάλαφρη χάρη τα μέρη του Χορού, και κίνησε με κωμική εκφραστικότητα, ανάλογα με το χαρακτήρα κάθε ρόλου, τους ηθοποιούς. Το σκηνικό, και κυρίως τα καλαίσθητα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ αποτύπωσαν την αισθητική, την «όψη» της μπελ επόκ.

Η σκηνοθετική καθοδήγηση απέσπασε τις καλύτερες ερμηνευτικές επιδόσεις από όλους ανεξαιρέτως τους ηθοποιούς - στους ρόλους και στο Χορό. Ο Κώστας Σαντάς πολύ καλός ως Δημέας, θα ήταν έξοχος αν καταπολεμούσε τη ναρκισσευόμενη μανιέρα του. Η Τάνια Τσανακλίδου πλούτισε το ρόλο της Σαμίας εταίρας με το καλλίφωνο τραγούδι της και τη σκηνική της χάρη. Διαθέτοντας κωμική φλέβα, ο Γιάννης Ηλιόπουλος ήταν απολαυστικός στο ρόλο του Μαγείρου. Πολύ καλοί ερμηνευτικά ήταν και οι Θόδωρος Συριώτης, Μιχάλης Γούναρης, Φ. Ξυλά, Νίκος Μαγδαληνός. Ιδιαίτερα ελπιδοφόρος υποκριτικά είναι ο νέος ηθοποιός, με ασκημένα εκφραστικά μέσα και με αίσθηση του χιούμορ, Συμεών Κακάλας.

«Του νεκρού αδελφού»

Βασιζόμενος στο δημοτικό μας ποίημα «Του νεκρού αδελφού» και στις διάφορες παραλογές του όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο, και ορμώμενος από την επιτυχία του με τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, ο Σωτήρης Χατζάκης, διασκεύασε τις παραλογές και έστησε ένα ενδιαφέρον - ως ιδέα - σκηνικό λαϊκό δρώμενο, το οποίο, με τα δραματικά διαλογικά μέρη του ποιήματος παραπέμπει στην τραγωδία, ενώ με τα καθαρώς αφηγηματικά - περιγραφικά παραπέμπει στη λαογραφία - στην καθημερινή ζωή και εργασία, στο κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον, στα ήθη και έθιμα (γαμήλια, γιορταστικά, πένθιμα, κλπ.). Συμπαραστάτες του τα καλαίσθητα, αρμόζοντα σκηνικά και κοστούμια της Ερσης Δρίνη, η μουσικολογική έρευνα και επιλογή του Λάμπρου Λιάβα, η εκφραστική χορογραφία της Μαρίας Γκούτη, οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Αντρέα Αμπατάντζελο. Το σκηνικό αποτέλεσμα βέβαια υστερεί πολύ έναντι της «Φόνισσας», κυρίως λόγω της περιορισμένης και γι' αυτό επαναλαμβανόμενης «ύλης», αλλά και λόγω των έντονα σχηματικών, περιγραφικών ερμηνειών από την πλειοψηφία των ηθοποιών, με ευθύνη της σκηνοθεσίας. Μόνο η Λίνα Λαμπράκη, χάρη στην πείρα και το υποκριτικό κύρος της, κατάφερε να δώσει δραματικό μέγεθος στο πρόσωπο της απαρφανισμένης από όλους τους γιους και από τη μοναχοκόρη της, την Αρετή, μάνας. Αξιοσημείωτη η λιτή, αισθαντική ερμηνεία της Μαρίας Ιωαννίδου.


ΘΥΜΕΛΗ