Συναυλία για τα 89 χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη
Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

Ζάτουνα 29/7/2014. Στο πανέμορφο χωριό της Αρκαδίας ξεδιπλώθηκαν μνήμες από την εποχή της εξορίας του μεγάλου μας μουσικού δημιουργού Μίκη Θεοδωράκη, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Στη Ζάτουνα Αρκαδίας, στον τόπο εξορίας του, πραγματοποιήθηκε η επετειακή συναυλία για τα γενέθλια του Μίκη Θεοδωράκη που έκλεισε 89 χρόνια ζωής. Η μουσική αυτή εκδήλωση - «φόρος τιμής» έγινε ανήμερα των γενεθλίων του μεγάλου συνθέτη και ξεκίνησε στις 9 το βράδυ, στον υπαίθριο χώρο του Μουσείου Μίκης Θεοδωράκης Ζάτουνας, στην κεντρική πλατεία του χωριού.

Το Μουσείο Μίκης Θεοδωράκης Ζάτουνας, που στεγάζεται στο παλιό σχολείο όπου φοίτησαν τα παιδιά του, Γιώργος και Μαργαρίτα, κατά τη διάρκεια της εξορίας του εκεί, γέμισε με κόσμο από τα γύρω μέρη, αλλά και από όλη την Ελλάδα, ακόμη και από Γερμανία, Ιταλία.

Στη συναυλία, με μουσικό κορμό τη Λαϊκή Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης», συμμετείχε πλήθος καλλιτεχνών. Η μουσική αυτή επετειακή εκδήλωση διοργανώθηκε με πρωτοβουλία του Συλλόγου Φίλων του Μουσείου Μίκης Θεοδωράκης Ζάτουνας και την υποστήριξη του Δήμου Γορτυνίας.

Συνοδοιπόροι στη μουσική βραδιά ήταν εφτά σπουδαίοι τραγουδιστές, που συνοδευόμενοι από τη Λαϊκή Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» έδωσαν μια όμορφη συναυλία: Λάκης Χαλκιάς, Μπάμπης Τσέρτος, Νάντια Καραγιάννη, Νίκος Καραγιάννης, Μπέτυ Χαρλαύτη, Μαργαρίτα Γκινοσάτη, Κώστας Πατσιάς. Μετά τη «Δραπετσώνα», τον «Ωρωπό», τους «Χαρταετούς», «Της αγάπης αίματα», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» και τόσα άλλα θρυλικά ακούσματα, η αυλαία έπεσε με τον «Ζορμπά». Τότε οι καρέκλες άρχισαν να αδειάζουν μία-μία και να γεμίζει η αυτοσχέδια «πίστα» μπροστά από την ορχήστρα.

«Κύμα είμαι και ξεσπώ/ δίχως λευτεριά δε ζω»...


Στις 21 Αυγούστου 1968 ο Μίκης Θεοδωράκης εξορίστηκε στη Ζάτουνα Αρκαδίας. Ζάτουνα 1968: Ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει: «Μου κουβάλησαν πρώτα το πιάνο. Ολο το χωριό βοήθησε ν' ανέβει στο δωμάτιό μου. Πέντε μήνες, εκατόν πενήντα μέρες, το 'βλεπα και δεν το άγγιζα. Ο κλοιός γύρω μου ήταν ασφυκτικός. Τα μέτρα ηλίθια. Τα νεύρα μου τεντώνονταν. Η ψυχή μου πονούσε».

Και η ψυχή του έγραφε, ξεσπούσε: «Κύμα είμαι και ξεσπώ/ δίχως λευτεριά δε ζω/ σύμμαχα τα βόλια που με σκίζουν/ μα εγώ ορμώ, πάντα θα ορμώ/ γύρω πόνος βαρύς./ Κύμα είμαι και ξεσπώ/ δίχως λευτεριά δε ζω/ μέσ' απ' το αίμα των αθώων/ η Ελλάδα με κοιτάζει/ με οδηγεί» («Το συλλαλητήριο στις 3 Δεκέμβρη» του 1946).

Εκεί γράφει και τα τραγούδια του Αγώνα. Ποιος δεν ξεσηκώθηκε με το τραγούδι «Μην ξεχνάς τον Ωρωπό». «Ο πατέρας εξορία/ και το σπίτι ορφανό/ ζούμε μες στην τυραννία/ στο σκοτάδι το πηχτό./ Κι εσύ, λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς τον Ωρωπό»...

Και οι αγωνίες επανέρχονται, καταγράφονται, το χαρτί πνίγεται από το όνειρο: «Κοιτάζω μια γραμμή στο πεντάγραμμο που έχω μπροστά μου και σκέφτομαι ότι αυτή και μόνο φτάνει για να σαρώσει σαν χάρτινο πύργο το καθεστώς της κτηνώδους βίας που εγκατέστησαν μπροστά στην πόρτα μου», γράφει πάντα στη Ζάτουνα (1969).

Και είναι εκείνες οι στιγμές της μόνωσής του που συναντάται με παρουσίες και απουσίες και ο διάλογος ξεσπά σαν μονόλογος και γεύεται από το στόχο, το όνειρο, την υπόσχεση και δένεται με το θρήνο και γίνεται τραγούδι καθόλου θρηνητικό «Κάποιο πρωί για τον πόλεμο/ κινήσαμε μαζί/ όλοι μαζί τραγουδούσαμε/ παλεύαμε μαζί/ Μέσα στον Μάη σκοτώθηκες. Το αίμα σου μαβί/ έβαψε μαύρο τον ουρανό/ κόκκινο τον καιρό./ Μαζί σου όλα σκοτώθηκαν/ όνειρα, ιδανικά/ γίναμε όλοι φαντάσματα/ ζούμε συμβατικά./ Τώρα οι σημαίες γενήκανε/ είδη εμπορικά/ είναι τα όνειρα αγαθά/ καταναλωτικά» (Για τον Αλέξανδρο Παναγούλη).

Ο Μίκης και τα παιδιά του στη Ζάτουνα
Σε κείνη την αιμάτινη στιγμή της νεοελληνικής ιστορίας, την εποχή της δικτατορίας, όταν ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν εξόριστος στη Ζάτουνα, γίνεται η τρίτη δημιουργική συνάντησή του με τον Γιάννη Ρίτσο, που βρισκόταν εξόριστος στο Παρθένι της Λέρου. Καρπός αυτής της «συνάντησης» «Τα δεκαοκτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», που άρχισαν να παίρνουν ζωή το 1968. Το χρονικό του έργου περιγράφει ο ίδιος ο Γ. Ρίτσος, το 1973: «Τα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, εκτός απ' το 16 και 17, γράφτηκαν σε μια μέρα - στις 16 του Σεπτέμβρη του 1968 - στο Παρθένι της Λέρου, ύστερ' από μήνυμα του Μίκη Θεοδωράκη με την παράκληση να μελοποιήσει κάτι δικό μου ανέκδοτο. Τα ξαναδούλεψα στο Καρλόβασι της Σάμου το Νοέμβρη του 1969. Το 16 και 17 γράφτηκαν την Πρωτομαγιά του 1970. Το 7 αλλάχτηκε ριζικά το Γενάρη του 1973. Δε σκόπευα να δημοσιεύσω τα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα κ' είχα ζητήσει να μη μεταφραστούν και εκδοθούν, παρά μόνο να τραγουδηθούν. Αλλά, να, που τα περισσότερα δημοσιεύτηκαν κιόλας σε διάφορα ντόπια και ξένα περιοδικά κ' έχουν γίνει δύο γαλλικές μεταφράσεις (...) και δεν ξέρω σε πόσες άλλες γλώσσες... Ετσι, δεν υπάρχει πια λόγος να επιμείνω στην αρχική μου απόφαση. Και τα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα είναι αφιερωμένα στον Μίκη Θεοδωράκη». Τα ποιήματα μελοποιήθηκαν στο εξωτερικό. Τα περισσότερα πρωτοπαρουσιάστηκαν στο Παρίσι, ενώ ο κύκλος ολοκληρωμένος παρουσιάζεται στο Λονδίνο, στις 17/1/1973, με ερμηνευτές τους Μ. Φαραντούρη, Π. Πανδή, Α. Μάνου, Α. Κωστούλη.




Σ. Α.