Το Μουσείο Μίκης Θεοδωράκης Ζάτουνας, που στεγάζεται στο παλιό σχολείο όπου φοίτησαν τα παιδιά του, Γιώργος και Μαργαρίτα, κατά τη διάρκεια της εξορίας του εκεί, γέμισε με κόσμο από τα γύρω μέρη, αλλά και από όλη την Ελλάδα, ακόμη και από Γερμανία, Ιταλία.
Στη συναυλία, με μουσικό κορμό τη Λαϊκή Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης», συμμετείχε πλήθος καλλιτεχνών. Η μουσική αυτή επετειακή εκδήλωση διοργανώθηκε με πρωτοβουλία του Συλλόγου Φίλων του Μουσείου Μίκης Θεοδωράκης Ζάτουνας και την υποστήριξη του Δήμου Γορτυνίας.
Συνοδοιπόροι στη μουσική βραδιά ήταν εφτά σπουδαίοι τραγουδιστές, που συνοδευόμενοι από τη Λαϊκή Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» έδωσαν μια όμορφη συναυλία: Λάκης Χαλκιάς, Μπάμπης Τσέρτος, Νάντια Καραγιάννη, Νίκος Καραγιάννης, Μπέτυ Χαρλαύτη, Μαργαρίτα Γκινοσάτη, Κώστας Πατσιάς. Μετά τη «Δραπετσώνα», τον «Ωρωπό», τους «Χαρταετούς», «Της αγάπης αίματα», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» και τόσα άλλα θρυλικά ακούσματα, η αυλαία έπεσε με τον «Ζορμπά». Τότε οι καρέκλες άρχισαν να αδειάζουν μία-μία και να γεμίζει η αυτοσχέδια «πίστα» μπροστά από την ορχήστρα.
Και η ψυχή του έγραφε, ξεσπούσε: «Κύμα είμαι και ξεσπώ/ δίχως λευτεριά δε ζω/ σύμμαχα τα βόλια που με σκίζουν/ μα εγώ ορμώ, πάντα θα ορμώ/ γύρω πόνος βαρύς./ Κύμα είμαι και ξεσπώ/ δίχως λευτεριά δε ζω/ μέσ' απ' το αίμα των αθώων/ η Ελλάδα με κοιτάζει/ με οδηγεί» («Το συλλαλητήριο στις 3 Δεκέμβρη» του 1946).
Εκεί γράφει και τα τραγούδια του Αγώνα. Ποιος δεν ξεσηκώθηκε με το τραγούδι «Μην ξεχνάς τον Ωρωπό». «Ο πατέρας εξορία/ και το σπίτι ορφανό/ ζούμε μες στην τυραννία/ στο σκοτάδι το πηχτό./ Κι εσύ, λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς τον Ωρωπό»...
Και οι αγωνίες επανέρχονται, καταγράφονται, το χαρτί πνίγεται από το όνειρο: «Κοιτάζω μια γραμμή στο πεντάγραμμο που έχω μπροστά μου και σκέφτομαι ότι αυτή και μόνο φτάνει για να σαρώσει σαν χάρτινο πύργο το καθεστώς της κτηνώδους βίας που εγκατέστησαν μπροστά στην πόρτα μου», γράφει πάντα στη Ζάτουνα (1969).
Και είναι εκείνες οι στιγμές της μόνωσής του που συναντάται με παρουσίες και απουσίες και ο διάλογος ξεσπά σαν μονόλογος και γεύεται από το στόχο, το όνειρο, την υπόσχεση και δένεται με το θρήνο και γίνεται τραγούδι καθόλου θρηνητικό «Κάποιο πρωί για τον πόλεμο/ κινήσαμε μαζί/ όλοι μαζί τραγουδούσαμε/ παλεύαμε μαζί/ Μέσα στον Μάη σκοτώθηκες. Το αίμα σου μαβί/ έβαψε μαύρο τον ουρανό/ κόκκινο τον καιρό./ Μαζί σου όλα σκοτώθηκαν/ όνειρα, ιδανικά/ γίναμε όλοι φαντάσματα/ ζούμε συμβατικά./ Τώρα οι σημαίες γενήκανε/ είδη εμπορικά/ είναι τα όνειρα αγαθά/ καταναλωτικά» (Για τον Αλέξανδρο Παναγούλη).