ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ
Κοινωνικός δαρβινισμός και κοινωνικός έλεγχος
Κυριακή 24 Ιούνη 2001

Πορεία υπό βροχή των παιδιών του «18 Ανω»
Εκρηκτικές διαστάσεις έχει πάρει στην εποχή μας το φαινόμενο της τοξικομανίας. Ολο και πιο νέα παιδιά, στα 15 -16 τους χρόνια, στρέφονται στις ναρκωτικές ουσίες, αναζητώντας έναν τρόπο «να ξεφύγουν» από μια αβίωτη πραγματικότητα, προσωπική και κοινωνική.

Η ουσία έναρξης, σύμφωνα με την Εκθεση που παρουσίασε δημόσια το ΚΕΘΕΑ στις 15.6.2001, παραμένει η κάνναβη, σε ποσοστό 67%. Ακολουθούν τα χάπια, υπνωτικά και κατασταλτικά, σε ποσοστό 12%, και μετά όλα τα άλλα (ηρωίνη, εισπνεόμενα, πτητικά, άλλες ουσίες).1 Απ' τη στιγμή, βέβαια, που θα εγκατασταθεί η εξάρτηση οι νέοι αυτοί κάνουν χρήση, σε ποσοστό 78% περίπου, σύμφωνα πάντα με την ίδια έκθεση, πολλών ουσιών ταυτόχρονα. Γίνονται, δηλαδή, πολυτοξικομανείς.

Ανάλογη κατάσταση επικρατεί και στις άλλες χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπου οι τοξικομανείς που ζητούν να ενταχθούν σε θεραπευτικά προγράμματα όλων των τύπων κάνουν χρήση περισσοτέρων της μιας ουσιών, με βάση την ετήσια έκθεση του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τα Ναρκωτικά. 2

Το κρίσιμο ερώτημα, βέβαια, αφορά τις αιτίες του φαινομένου. Γιατί αυτοί οι νέοι, που κατά τεκμήριο γνωρίζουν πού οδηγούνται, που έχουν δει φίλους και γνωστούς τους να πεθαίνουν μέσα στην εξαθλίωση, παίρνουν και οι ίδιοι, κάποια στιγμή, αυτό το δρόμο;


Η περιέργεια, οι συναναστροφές, η προβολή των ναρκωτικών από τα ΜΜΕ, η μυθοποίηση, η έλξη του απαγορευμένου, οι τελειοποιημένες τεχνικές που χρησιμοποιεί το εμπόριο στις ναρκωτικές ουσίες μπορεί να τους κάνουν να δοκιμάσουν, αλλά μόνο ένα μικρό ποσοστό θα περάσει στην εξάρτηση. Είναι εκείνοι απ' τους εφήβους, που δοκιμάζουν και δε θα αρκεστούν στη δοκιμή, αλλά θα συνεχίσουν συστηματικά τη χρήση, θ' αρχίσουν να λειτουργούν «διαμέσου» των ουσιών, με «γεμάτο κεφάλι», ν' αδειάζουν τη ζωή τους από κάθε περιεχόμενο, εγκαταλείποντας σιγά - σιγά σχέσεις, ενδιαφέροντα, ασχολίες, σχολείο, αλλάζοντας λίγο - λίγο τον καθημερινό, γνώριμο τρόπο ζωής τους.

Οι αιτίες της τοξικομανίας

Τι ωθεί όλους αυτούς τους εξαιρετικά ευαίσθητους και συνήθως έξυπνους ανθρώπους, τα «καλύτερα παιδιά» της οικογένειας, να κάνουν τη συγκεκριμένη επιλογή αυτού του τρόπου ζωής μέσα από τα ναρκωτικά;

«Η αιτία του προβλήματος βρίσκεται στο εμπόριο των ναρκωτικών και το marketing», υποστηρίζουν οι 5 συντάκτες της «πρότασης νόμου για την τροποποίηση του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου περί των ναρκωτικών ουσιών». 3

Αρκεί όμως ένα καλό marketing, για να δώσει στην τοξικομανία το χαρακτήρα της επιδημίας, όπως την αποκαλούν πολλοί σήμερα; Αρκεί το marketing για να εξηγήσει την τεράστια έκταση που έχει αποκτήσει το φαινόμενο σε όλες τις χώρες του κόσμου, ανεπτυγμένες και υποανάπτυκτες;

Σίγουρα έχει παίξει το ρόλο του. Ομως τις αιτίες που το γεννούν πρέπει να τις αναζητήσουμε στη βάση της κοινωνίας, όχι στο εποικοδόμημα. Γιατί στο φαινόμενο της τοξικομανίας, με το χαρακτήρα που έχει σήμερα, αντανακλώνται οι εκρηκτικές κοινωνικές αντιφάσεις της εποχής της καπιταλιστικής κρίσης και παρακμής. Αυτές οι αντιφάσεις αποτυπώνονται με δραματικό τρόπο στον ανθρώπινο ψυχισμό, ωθώντας όλο και περισσότερα άτομα, απ' όλα τα κοινωνικά στρώματα, να αναζητούν με απελπισία δρόμους φυγής απ' την αφόρητη πίεσή τους.

Τρία χρόνια τα παιδιά του «18 Ανω» εκπέμπουν ...καθαρά μηνύματα απ' την εκπομπή «Χαμογελώντας στο Φόβο» στον «902 Αριστερά στα FM». (Στη φωτογραφία στιγμιότυπο απο την εκδήλωση της ραδιοφωνικής ομάδας)
Η επιλογή αυτού του τρόπου ζωής, κατά την κρίσιμη ηλικία της εφηβείας δε γίνεται τυχαία. Εχουν συντελέσει διάφοροι παράγοντες ατομικοί και οικογενειακοί στην αλληλεπίδρασή τους (ψυχοτραυματικά βιώματα, θάνατοι, αποχωρισμοί αγαπημένων προσώπων στην παιδική ή στην εφηβική ηλικία και άλλοι). Ομως, όλοι αυτοί δεν είναι παρά οι διαμεσολαβητές της κοινωνικής, πρώτα απ' όλα, κρίσης, που αντανακλάται με ιδιαίτερο τρόπο στον καθένα, διαμορφώνοντας όρους «ευαλωτότητας», που δημιουργεί την επιρρέπεια στη χρήση ουσιών. 4

Η «ευαλωτότητα» σε ψυχολογικό επίπεδο είναι η μορφή που παίρνει στο άτομο η κοινωνική ευαλωτότητα, που δημιουργείται από την απεξάρθρωση του κοινωνικού ιστού μέσα σε συνθήκες ακραίας αποξένωσης, πολιτιστικής καθυστέρησης και παρακμής, ανεργίας και κοινωνικής δυστυχίας. Στα ελλείμματα της ψυχοκοινωνικής ταυτότητας του νέου που στρέφεται στα ναρκωτικά αντανακλώνται βαθιά ελλείμματα του κοινωνικού ιστού, που καθιστούν ελλειμματική τη διαδικασία κοινωνικοποίησης και ατελή την οργάνωση του ψυχισμού του.

Μέσα σ' αυτούς τους υλικούς όρους αναπτύσσεται το marketing των εμπόρων ναρκωτικών, βρίσκει πρόσφορο έδαφος και αποδίδει τους πλούσιους καρπούς του. Δεν είναι το makreting που δημιουργεί την ευαλωτότητα. Αντίθετα, είναι η ευαλωτότητα που δημιουργεί μειωμένες αντιστάσεις στην επιρροή του marketing στο συγκεκριμένο άτομο. Ο άνθρωπος, έλεγε ο Μαρξ, είναι προϊόν των υλικών όρων της ζωής του. Σ' αυτούς ακριβώς τους όρους πρέπει να αναζητήσουμε τις αιτίες της χειραγώγησης της συνείδησης, της αλλοτρίωσης, που ακραία της έκφραση αποτελεί η τοξικομανία, ως τρόπος ζωής πλατιών κοινωνικών στρωμάτων.

Η προσπάθεια αναγωγής των αιτιών ενός κοινωνικού φαινομένου στους μηχανισμούς της αγοράς, όπως κάνει η πρόταση των πέντε βουλευτών, δεν αποτελεί μόνο μια ιδεαλιστική υπεραπλούστευση, ένα σφάλμα μεθοδολογικής φύσης. Αποτελεί, ίσως και εξαιτίας ακριβώς αυτής της λαθεμένης μεθοδολογικής προσέγγισης, μια συστηματική διαστρέβλωση του πραγματικού χαρακτήρα του φαινομένου.

Γιατί, η σχέση του ατόμου με τη ναρκωτική ουσία του, με όλες τις ουσίες, δεν εξαντλείται στην αναζήτηση της φαρμακολογικής τους δράσης, και κατά συνέπεια δεν καθορίζεται μονοσήμαντα από το σύστημα προβολής αυτής ακριβώς της δράσης και τα παιχνίδια της αγοράς των ναρκωτικών. Η σχέση του ατόμου με τα ναρκωτικά καθορίζεται, κατά πρώτο λόγο, από το ρόλο που αυτά έρχονται να παίξουν στη ζωή του, το ρόλο του «χημικού νάρθηκα», το δεκανίκι που, μέσα την ανασφάλειά του, πιστεύει πως χρειάζεται, για ν' αντέξει τον εαυτό του και τους άλλους, τη μιζέρια της αφόρητης καθημερινότητάς του. Και είναι εξαιτίας αυτού ακριβώς του ρόλου που ωθείται στο να τα αναζητήσει ο ίδιος, να γίνει «βαποράκι», για να εξασφαλίσει, με κάθε τρόπο και με κάθε τίμημα, τη δόση του, που την ψάχνει παντού, με αγωνία, δέσμιος του τυραννικού καταναγκασμού της εξάρτησής του. Στην εξάρτηση, όμως, δεν μπήκε γιατί παγιδεύτηκε από «τους επαγγελματίες, που ασχολούνται συστηματικά με το "marketing" των ναρκωτικών, με το πώς θα διαδώσουν κάθε απαγορευμένη ουσία», όπως ισχυρίζεται ο Π. Κανελλάκης, που συνέταξε ως νομικός την πρόταση νόμου των 5 βουλευτών. 4 Μπήκε, όπως είπαμε, γιατί υπήρχαν πολλοί λόγοι - σε επίπεδο προσωπικό και κοινωνικό - που τον έκαναν ν' αναζητά τη «φυγή» στις ουσίες σαν μέσον «για να ξεφύγει» από την ανασφάλεια, τους φόβους, την ανία, το αίσθημα του κενού και του ανικανοποίητου.

Το marketing των εμπόρων, με την αμέριστη συνδρομή των ΜΜΕ, μυθοποιώντας τις ουσίες, τους δίνει το φανταχτερό περικάλυμμα. Γνωρίζουν όμως οι συντάκτες της πρότασης νόμου ότι στην πραγματικότητα πίσω απ' αυτό το περικάλυμμα βρίσκεται το κενό, η απουσία ουσιαστικών ανθρώπων, κοινωνικών σχέσεων, η δυστυχία της απόλυτης εξατομίκευσης και της μοναξιάς του συγκεκριμένου «θύματος των εμπόρων»; Γνωρίζουν ότι ο δεσμός με τη ναρκωτική ουσία ήρθε να πάρει τη θέση του απόντος κοινωνικού δεσμού;

Γιατί είναι αυτή ακριβώς η απουσία ανθρώπινης επικοινωνίας σε μια κοινωνία αλλοτρίωσης, και όχι το εμπόριο των ναρκωτικών, όπως υποστηρίζουν οι συντάκτες της πρότασης νόμου 4, που αποτελεί την καρδιά του προβλήματος.

Οσο μεγαλώνει η αποξένωση των ανθρώπων, όσο καλλιεργείται ο ατομικισμός και η κοινωνική απάθεια, τόσο ενισχύονται οι υλικοί όροι που ωθούν τους νέους στην αναζήτηση των ψυχοτρόπων δράσεων όλων των ουσιών, χωρίς διακρίσεις. Σ' αυτή την περίπτωση τι αντίκρισμα μπορεί να έχει για τη διαμόρφωση κοινωνικών στάσεων η διάκριση μαλακών - σκληρών ναρκωτικών και η διαφορετική αντιμετώπιση; Αυτή θα είχε νόημα μόνο στο επίπεδο της φαρμακολογικής δράσης και της χημείας, όχι στο επίπεδο της κοινωνικής συμπεριφοράς.

Απ' αυτή την άποψη η αποποινικοποίηση, περνώντας το μήνυμα της κοινωνικής αποδοχής της συμπεριφοράς χρήσης ουσιών, το μόνο που μπορεί να εξασφαλίσει είναι την αύξηση της διάδοσης των ναρκωτικών, και την παγίδευση ακόμα περισσότερων νέων στα δίχτυα τους.

Η απεξάρτηση

«Η χημεία των ναρκωτικών έχει νικήσει τη χημεία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Τι σημαίνει αυτό; Οτι δεν υπάρχει απεξάρτηση, δεν υπάρχει επιστροφή από το δρόμο του θανάτου». 5

Αποκαλυπτόμενη μπροστά στη «σοφία» των παραπάνω λόγων γνωστού ψυχιάτρου η δημοσιογράφος των «ΝΕΩΝ» ενώνει τη φωνή της με όσους αμφισβητούν τη δυνατότητα του τοξικομανή να απεξαρτηθεί. Γνωστό το «επιχείρημα». Αφού η τοξικομανία, λένε, είναι μια «χρόνια υποτροπιάζουσα νόσος του εγκεφάλου» δεν υπάρχει ριζική ίαση. Η μόνη δυνατή αντιμετώπιση του προβλήματος είναι η χορήγηση υποκαταστάτων ή και της ίδιας της ηρωίνης.

Ετσι, ο βιολογικός αναγωγισμός σαν θεωρία οπλίζει το χέρι του κοινωνικού δαρβινισμού, που έρχεται να κατασπαράξει τους τοξικομανείς, καταδικάζοντάς τους στην περιθωριοποίηση - έστω και θεσμοποιημένη μέσα από την κάρτα της νόμιμης χορήγησης της δόσης τους - και στο στιγματισμό, σπέρνοντας την αποθάρρυνση και την απελπισία σε χιλιάδες εξαρτημένους και στις οικογένειές τους, μηδενίζοντας τις προσπάθειες πολλών άλλων ενταγμένων σε θεραπευτικά προγράμματα.

Η άποψη ότι ο τοξικομανής είναι ένα άτομο άρρωστο, που στέκεται ανίσχυρο μπροστά στην πανίσχυρη ουσία (ηρωίνη ή άλλη), απ' την οποία είναι εξαρτημένο, επηρεάζει αρνητικά όχι μόνο την πορεία της θεραπείας και της επανένταξης, αλλά και την αποτελεσματικότητα της συνολικής παρέμβασης στο πρόβλημα.

Η άποψη ότι δεν είναι δυνατή η απεξάρτηση λειτουργεί ως αντικίνητρο στην απόφαση του εξαρτημένου να ενταχθεί σ' ένα πρόγραμμα απεξάρτησης. Τον αποτρέπει ακόμα και απ' το να διατυπώσει το αίτημα. Ενισχύει το αίσθημα της αδυναμίας και της ανικανότητάς του, τον υπαρκτό, στο ίδιο και την οικογένειά του, φόβο ότι «δε θα τα καταφέρει». Διαμορφώνει μια κοινωνική αντίληψη που συντηρεί τον πεσιμισμό και δολοφονεί την ελπίδα, μια αντίληψη που συντελεί στη διαρκή μείωση του ποσοστού των εξαρτημένων που απευθύνονται σε θεραπευτικά προγράμματα.

Αυτό το ποσοστό που υπολογίζεται γύρω στο 10% του συνολικού αριθμού των εξαρτημένων, παρουσιάζει πτωτική τάση στην πλειοψηφία των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η Ελλάδα ανήκει στις λίγες χώρες που, αντίθετα, παρουσιάζουν αύξηση του ποσοστού των εξαρτημένων, που ζητούν να ενταχθούν σε θεραπευτικά προγράμματα.

Μήπως αυτό το στοιχείο είναι που χαλά τη μαγιονέζα εκείνων που θέλουν να παρουσιάσουν ότι δε γίνεται τίποτα στην απεξάρτηση και πρέπει να ενισχύσουμε τα προγράμματα συντήρησης;

Είναι τυχαίο το χάος που επικρατεί, σε σχέση με τον ακριβή αριθμό των εξαρτημένων ατόμων που υπάρχουν στην Ελλάδα; Τη στιγμή που δεν έχουν γίνει οι αναγκαίες επιδημιολογικές έρευνες, που θα κάνουν δυνατό έναν τέτοιο υπολογισμό εμφανίζονται διάφοροι επίδοξοι σωτήρες, που δίνουν με στόμφο τους δικούς τους αριθμούς που φτάνουν ακόμα και τις 200.000, χωρίς να έχουν καμία αίσθηση της σοβαρότητας των συνεπειών της ανευθυνότητάς τους. Εκτοξεύουν τις κορόνες τους, συνήθως από την τηλεόραση, τρέχοντας από τη μια εκπομπή στην άλλη απ' το βράδυ μέχρι την επομένη το πρωί, για να σπείρουν στην ψυχή των τηλεθεατών την αμφιβολία, την απογοήτευση, το φόβο, την αδυναμία, τον αμοραλισμό, παρουσιάζοντας ως περίπου ακαταμάχητη τη λογική του «μικρότερου κακού» και ως τη μόνη εφικτή λύση της συντήρησης της εξάρτησης.

Η επιστημονική αλήθεια, βέβαια, απέχει πολύ απ' αυτές τις αντεπιστημονικές - αντιδραστικές στην ουσία τους - απόψεις.

Γιατί η πολύχρονη εμπειρία των στεγνών θεραπευτικών προγραμμάτων που διαθέτει αναμφίβολα, μια επαρκή επιστημονική τεκμηρίωση, αποδεικνύει ότι ο τοξικομανής μπορεί να απεξαρτηθεί και να ζήσει χωρίς ουσίες, κατακτώντας τη συναισθηματική, την οικονομική και άλλη ανεξαρτησία, αρκεί να πάρει ο ίδιος την απόφαση και να ενταχθεί με τη θέλησή του σ' ένα θεραπευτικό πρόγραμμα, που του ταιριάζει και στο οποίο πρέπει να πιστέψει μ' όλη τη δύναμη της απελπισίας του.

Δε γίνεται αναγκαστική απεξάρτηση

Πόσο αναχρονιστική και αντιεπιστημονική, αλήθεια, είναι η θέση που εκφράζεται στην πρόταση νόμου των πέντε βουλευτών (άρθρο 33) για τη δημιουργία «θεραπευτικών καταστημάτων σωφρονιστικού χαρακτήρα»! Αυτή η θέση υπήρχε σε προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο και οι ειδικοί της απεξάρτησης την πολεμήσαμε πριν από μια δεκαετία περίπου, καταφέρνοντας να την καταργήσουμε στην πράξη.

Η τοξικομανία δεν είναι χρόνια εγκεφαλική νόσος. Είναι ένα πολύπλοκο φαινόμενο, με παραμέτρους βιολογικές, κοινωνικές, ψυχολογικές, ιδεολογικές, πολιτιστικές, οικονομικές και άλλες. Σ' αυτό το πλαίσιο, η θεραπευτική αντιμετώπιση επιβάλλει μια σφαιρική, πολυδιάστατη προσέγγιση του προβλήματος και μια ολιστική παρέμβαση σε όλες τις παραμέτρους του. 7

Η θεραπεία απεξάρτησης ανάγεται σε μια ενιαία διαδικασία, που θέτει στο επίκεντρο τον τοξικομανή ως πρόσωπο που πάσχει και ως μέρος ενός ευρύτερου συνόλου, οικογενειακού και κοινωνικού. Δεν εξαντλείται στην αντιμετώπιση των κινδύνων που διατρέχει από τη χρήση των ουσιών. Ενα μέρος, το μικρότερο, αυτής της διαδικασίας αφορά την αποτοξίνωση, την αντιμετώπιση δηλαδή του στερητικού συνδρόμου, για την οποία τόσος λόγος γίνεται, με αφορμή την υπόθεση Λυμπέρη.

Η αποτοξίνωση, πάντως, απαιτεί μια καλά οργανωμένη παρέμβαση, στα πλαίσια πάντα ενός συγκεκριμένου θεραπευτικού προγράμματος και στη βάση της φιλοσοφίας του. Το στερητικό σύνδρομο αντιμετωπίζεται «στεγνά», χωρίς φάρμακα, μόνο με ψυχολογική υποστήριξη, όταν επιλέγει να ενταχθεί κανείς σε μια θεραπευτική κοινότητα. Αντιμετωπίζεται με κάποια συμπτωματική αγωγή - χωρίς υποκατάστατα - και ψυχολογική υποστήριξη όταν επιλέγει ένα θεραπευτικό πρόγραμμα του τύπου του «18 Ανω». Σε κάποιες άλλες ειδικές περιπτώσεις, βέβαια, χρειάζεται ειδικό πλαίσιο εσωτερικής διαμονής, με έμπειρο και εξειδικευμένο προσωπικό. Σε όλες τις περιπτώσεις η αποτοξίνωση μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνο αν δε μυθοποιείται αλλά προσεγγίζεται ως αρχή μιας ενιαίας διαδικασίας, που αποβλέπει κατά κύριο λόγο στην ψυχολογική απεξάρτηση και την κοινωνική επανένταξη του συγκεκριμένου ατόμου.

Αυτή η διαδικασία της απεξάρτησης, εφόσον εξασφαλίζει τις αναγκαίες προϋποθέσεις και εφόσον επιλέγεται ελεύθερα από το εξαρτημένο άτομο ως λύση ζωής, μπορεί να είναι πολύ αποτελεσματική.

Η αποτελεσματικότητα της απεξάρτησης είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, που έχουν να κάνουν με τον τύπο του θεραπευτικού προγράμματος, τη δυνατότητα επαρκούς και χωρίς προβλήματα λειτουργίας του, όσο και με την εξασφάλιση των αναγκαίων όρων κοινωνικής επανένταξής του. Σ' αυτούς τους όρους περιλαμβάνεται η επαγγελματική αποκατάσταση, η οικονομική ανεξαρτησία, η αξιοπρεπής ανεξάρτητη διαβίωση, η ενίσχυση με κάθε τρόπο της αυτοεκτίμησής του, η αποκατάσταση σε νέες βάσεις, των σχέσεων με την οικογένεια και η δημιουργία νέων κοινωνικών σχέσεων, η κοινωνική δράση, η επιδίωξη στόχων και σχεδίων ζωής, η πίστη σε αξίες, η ανάπτυξη δημιουργικών και άλλων δραστηριοτήτων, η ανακάλυψη στρατηγικών αντιμετώπισης των καταστάσεων υψηλού κινδύνου και έτσι η πρόληψη μιας πιθανής υποτροπής του.

Αποτελεί έναν επικίνδυνα αντιδραστικό μύθο η ευρύτατα διαδεδομένη άποψη ότι ο τοξικομανής είναι ή καταδικασμένος να ξαναγυρίσει αργά ή γρήγορα στον παλιό τρόπο ζωής του, έστω κι αν μεσολαβούν, μέσα απ' τη θεραπεία του, μικρά ή μεγάλα «φωτεινά διαλείμματα» στη ζωή του.

Στο πρόγραμμα του «18 Ανω» το ποσοστό των υποτροπών είναι από τα πιο χαμηλά στη διεθνή βιβλιογραφία. Κυμαίνεται γύρω στο 20-30%, όπως αποδεικνύεται από σχετική έρευνα 8 αλλά και από την πολύχρονη εμπειρία μας. Αλλά και απ' αυτούς που κάνουν υποτροπή το μεγαλύτερο ποσοστό επανέρχεται σε κάποια άλλη χρονική στιγμή στο πρόγραμμα και ξαναρχίζει απ' την αρχή με πολύ καλά αποτελέσματα. Ανάλογα συμβαίνουν και στις θεραπευτικές κοινότητες όλων των τύπων.

Δεν είναι, λοιπόν, αναπόφευκτη η υποτροπή. Τέτοιες, όμως αντιλήψεις, που καλλιεργούνται συστηματικά μέσα από την αμέριστη συνδρομή της πλειοψηφίας των ΜΜΕ ενισχύουν τις κοινωνικές προκαταλήψεις και τροφοδοτούν τον κοινωνικό ρατσισμό.

Πώς να προσλάβει στη δουλιά του τον πρώην τοξικομανή ένας εργοδότης που βομβαρδίζεται διαρκώς από τέτοιες απόψεις; Πώς να μη φοβάται ότι όσο καλός κι αν είναι ο συγκεκριμένος άνθρωπος που έχει μπροστά του αργά ή γρήγορα θα υποτροπιάσει και θα τον ληστέψει; Πώς να εμπιστευτεί τον απεξαρτημένο, που έχει ολοκληρώσει ένα θεραπευτικό πρόγραμμα, όταν ακούει διαρκώς ότι «τα θεραπευτικά προγράμματα υπάρχουν, για να ροκανίζουν τα κονδύλια των κρατικών επιχορηγήσεων» ότι έχουν ένα ποσοστό αποτελεσματικότητας γύρω στο 10% και άλλα τέτοια;

Πώς να τολμήσει να νοικιάσει το σπίτι του ένας ιδιοκτήτης σ' ένα πρώην χρήστη, όταν του καλλιεργείται τόσο συστηματικά η αμφιβολία για τη δυνατότητα να τα καταφέρει, να ζήσει χωρίς ναρκωτικά, η αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας του;

Μήπως όλοι αυτοί οι μεγάλοι «ριζοσπάστες» πολιτικοί, γιατροί και δημοσιογράφοι δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να ρίχνουν «νερό στο μύλο» του ρατσισμού; Μήπως είναι και το δικό τους χεράκι, που σπρώχνει στην υποτροπή το νέο άνθρωπο, που προσπαθεί μέσα από χίλιες δυσκολίες ν' ανοίξει τα φτερά του; Πώς να βρει τη δύναμη να πει το «όχι» στα ναρκωτικά, όταν καταδικάζεται, μέσα σ' αυτή την κατάσταση, να παραμείνει μακροχρόνια άνεργος, άστεγος, εξαρτημένος οικονομικά από τους δικούς του, όταν κινδυνεύει κάθε στιγμή να ξαναγυρίσει στη φυλακή, γιατί οι δικαστές που τον δικάζουν τώρα για αδικήματα που διέπραξε πριν πολλά χρόνια, όταν ήταν ακόμα στη χρήση, δεν πιστεύουν ότι μπορεί να γίνει καλά ο τοξικομανής;

Πόσα άλλοθι, άραγε, δίνουν όλα αυτά τα «φωτισμένα» μυαλά στην κυβέρνηση να εφαρμόζει τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της, που από τη μια συρρικνώνει το κοινωνικό κράτος και από την άλλη καταδικάζει στην οικονομική δυσπραγία τα ελάχιστα θεραπευτικά προγράμματα που υπάρχουν;

Ποιος θα μπορέσει ποτέ να αποτιμήσει το μέγεθος του εγκλήματος που συντελείται καθημερινά μέσα από τη συντήρηση και την αναπαραγωγή αυτού του ρατσιστικού κλίματος σε βάρος χιλιάδων εξαρτημένων και των οικογενειών τους;

Η χορήγηση ουσιών απ' το κράτος

Με βάση την Πρόταση Νόμου των πέντε βουλευτών «ιδρύεται ΝΠΙΔ με την ονομασία Κέντρο Συντηρητικής Αντιμετώπισης Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΣΑΕΑ) (αριθμ. 11).

«Το ΚΕΣΑΕΑ θα οργανώνει και εποπτεύει τη λειτουργία ειδικών υγειονομικών κέντρων και κινητών σταθμών, για τη χορήγηση ναρκωτικών και υποκατάστατων σε συνεργασία με τους οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης... Τα παραπάνω ειδικά υγειονομικά κέντρα εγκαθιδρύονται σε δημοτικά νοσοκομεία ή άλλους κοινωνικούς χώρους και στελεχώνονται με ειδικευμένο ιατρικό προσωπικό. Γιατροί του ΕΣΥ μπορεί να αποσπώνται στο ΚΕΣΑΕΑ από τα νοσοκομεία στα οποία υπηρετούν».

Εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία της πρότασης νόμου. Το ΕΣΥ καλείται να υπηρετήσει τις ανάγκες ενός κρατικού μηχανισμού διάθεσης ναρκωτικών ουσιών. Μήπως περνά μέσα απ' αυτό και η αναγκαία αναβάθμιση του;

Μήπως επιπλέον αυτή η αναβάθμιση περνά και μέσα απ' την ιδιωτικοποίηση της απεξάρτησης, μια και η πρόταση νόμου προβλέπει την ίδρυση κέντρων θεραπείας και από ιδιωτικούς φορείς, και μη κυβερνητικές οργανώσεις;

Οι συντάκτες της πρότασης διατείνονται ότι επιδιώκουν να χτυπήσουν το εμπόριο των ναρκωτικών, «να απεξαρτήσουν το χρήστη από τον έμπορο».

Η τοξικομανία, όμως, δεν ταυτίζεται με τη χρήση ουσιών, μολονότι την περιλαμβάνει ως συστατικό της στοιχείο. Την υπερβαίνει, διαμορφώνοντας μια κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι τα ναρκωτικά, εκτοπίζοντας οτιδήποτε άλλο απ' τη ζωή του, οδηγούν στη βαθμιαία αποδόμηση της προσωπικότητας και ολόκληρης της ύπαρξης του, στη βαθμιαία απώλεια της ουσίας της υπόστασής του, στην καταστροφή όλων των κοινωνικών του σχέσεων, στην απόλυτη εξατομίκευση. Στα μάτια του τοξικομανή δε μετρούν παρά μόνο τα ναρκωτικά. Είναι τα μόνα πράγματα που έχουν αξία γι' αυτόν, έστω κι αν γνωρίζει καλά ότι αυτά είναι η αιτία της διαρκούς, αυτοκαταστροφικής απαξίωσής του. Και αυτή η αξία δεν ανάγεται στην τιμή που έχουν στην αγορά, που αν νομιμοποιηθούν θα πέσει. Η αξία τους είναι ευθέως ανάλογη με το βαθμό της εξάρτησης του συγκεκριμένου ατόμου. Οσο πιο μεγάλη η εξάρτηση τόσο πιο αναγκαία τού είναι τα ναρκωτικά, τόσο πιο μεγάλη αξία έχουν γι' αυτόν.

Και με δεδομένο ότι όσο μεγαλύτερη είναι η εξάρτηση τόσο μεγαλύτερες ποσότητες και καινούρια είδη ναρκωτικών χρειάζονται «για να γεμίσει το κεφάλι του» πού θα τις αναζητήσει; Στο γιατρό του ΕΣΥ με την ειδική άδεια; Κι αυτός πώς θα καταφέρει να λειτουργήσει με βάση την επιστημονική δεοντολογία και μόνο; Πώς θα μπορέσει να μην υποκύψει στις απαιτήσεις, τις εικασίες ή και τις απειλές του εξαρτημένου να αυξάνει διαρκώς τη νόμιμη δράση του; Ετσι, όμως, ανοίγουν δίαυλοι διαφθοράς μέσα στον ίδιο τον ιατρικό χώρο. Είναι γνωστό ότι η «επαρκής» δόση είναι πάντα εξατομικευμένη. Εξαρτάται από ένα πλήθος υποκειμενικών παραγόντων, βιολογικών και ψυχολογικών και δεν μπορεί να προσδιοριστεί αντικειμενικά και με τον ίδιο τρόπο για όλους. Μια «κανονική» δόση για κάποιον μπορεί να είναι «μοιραία» για τον άλλον.

Γνωρίζουν οι συντάκτες της πρότασης ότι με το άρθρο 12 που ορίζει, «τη χορήγηση ναρκωτικών ουσιών ή υποκατάστατων, ανάλογα με την κρίση του ιατρικού προσωπικού», ανοίγουν τους ασκούς του Αιόλου, δίνοντας στους γιατρούς τεράστια εξουσία, που μπορεί να οδηγήσει στην κατάχρησή της ακόμα και στην εξαγορά τους. Εφόσον με βάση τους κανόνες της επιστήμης αυτή η κρίση δεν είναι δυνατόν να είναι αντικειμενική, τότε δεν μπορεί παρά να είναι υποκειμενική, αυθαίρετη, και άρα επικίνδυνη. Σ' αυτήν την καθόλου απίθανη περίπτωση τι θα εμποδίσει το εμπόριο ν' αλλάξει χέρια;

Τι θα εμποδίσει τον τοξικομανή που παίρνει επιπλέον τη φτηνή, νόμιμη ηρωίνη απ' το ΕΣΥ να αναζητήσει μέσα από μη νόμιμα κανάλια την πρόσθετη δράση μιας οποιασδήποτε καινούριας συνθετικής ουσίας, που μόλις κυκλοφόρησε και έχει τη φήμη ότι «σε φτιάχνει καλύτερα»; Μήπως θα πρέπει το κράτος να φροντίσει να την προμηθευτεί και αυτήν, για να τη χορηγούν ελεύθερα τα κρατικά νοσοκομεία μαζί με την ηρωίνη; Με ποιες, τέλος πάντων, ουσίες θα είναι εφοδιασμένη η κινητή μονάδα που θα διανέμει σύριγγες και ναρκωτικά; Και με ποια δεδομένα η Επιτροπή Ναρκωτικών που προβλέπει η πρόταση νόμου (άρθρο 14) θα εισηγείται στον αρμόδιο Υπουργό «τις ετήσιες ανάγκες της χώρας σε ναρκωτικές ουσίες»; Με τα δεδομένα της ζήτησης που διαρκώς θα μεγαλώνει; Σ' αυτήν την περίπτωση ίσως να χρειαστεί να δημιουργηθεί και ειδικό κονδύλι στον κρατικό προϋπολογισμό!!

Τι συνεπάγεται σε επίπεδο κοινωνικό και πολιτικό η υλοποίηση μιας τέτοιας πρότασης;

Συντηρώντας την εξάρτηση ως τρόπο ζωής το άτομο καταδικάζεται σε μια ζωή άδεια, χωρίς νόημα, χωρίς ενδιαφέροντα, αξίες, στόχους, σχέσεις, μια ζωή περιθωριοποιημένη, απαξιωμένη λόγω της εξάρτησης, έστω κι αν χορηγείται νόμιμα η ναρκωτική ουσία, έστω κι αν δεν υπάρχει πια ο φόβος της φυλακής. Γιατί η εξάρτηση και η περιθωριοποίηση είναι διαδικασίες στενά συνυφασμένες. Ο τοξικομανής ζει μέσα στη μοναξιά, την ανασφάλεια, το φόβο, την παραίτηση, τη δυστυχία, την αδράνεια, την απάθεια, μακριά από το κοινωνικό γίγνεσθαι, αδιάφορος για τα κοινωνικά δρώμενα, χαμένος στον ψεύτικο κόσμο των ουσιών. Αποτελεί το κατ' εξοχήν αντικείμενο κοινωνικής χειραγώγησης και κοινωνικού ελέγχου, ομαλοποίησης της συμπεριφοράς του, εκμηδένισης των αντιστάσεων όλων των ανήσυχων και ανυπότακτων νέων στη βαρβαρότητα του καπιταλιστικού συστήματος.

Μια τέτοια πρόταση, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης των αντιφάσεων του καπιταλιστικού συστήματος και την παγκοσμιοποίηση των αντιστάσεων των συντακτών της, να δημιουργήσει ασφαλιστικές δικλείδες για το σύστημα.

Θάνατοι από ναρκωτικά

Οι συντάκτες της πρότασης νόμου υποστηρίζουν ότι η ελεύθερη χορήγηση των ναρκωτικών θα συμβάλει στη μείωση του αριθμού των θανάτων από ναρκωτικά.

Οπως λέει χαρακτηριστικά ο Π. Κανελλάκης «ο εξαρτημένος δεν πεθαίνει απ' τα ναρκωτικά αλλά από την καταστολή (νοθευμένα ναρκωτικά, έλλειψη καθαριότητας, πολυχρησιμοποιημένες σύριγγες)».

Ομως, το φαινόμενο των ναρκωτικών έχει μια ιστορική διάσταση. Εξελίσσεται μέσα στο χρόνο και αποκτά τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης ιστορικής εποχής.

Στις αρχές του 21ου αιώνα, λοιπόν, το φαινόμενο έχει αποκτήσει, όπως αναφέραμε παραπάνω, το χαρακτήρα της πολυτοξικομανίας.

Με βάση τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τα ναρκωτικά η θνησιμότητα των τοξικομανών που είναι 20 φορές μεγαλύτερη απ' τον υπόλοιπο πληθυσμό οφείλεται σε πολλούς λόγους. Πρώτον σε «υπερβολική δόση» (overdose), που προκαλείται συνήθως απ' το συνδυασμό των οπιούχων με αλκοόλ και βενζοδιαζεπίνες, δεύτερο σε ατυχήματα, που γίνονται υπό την επήρεια των ναρκωτικών ουσιών, τρίτο στις αυτοκτονίες των τοξικομανών, στις περιπτώσεις που συνυπάρχει και κάποιας μορφής ψυχοπαθολογία, τέταρτο στο aids και άλλα λοιμώδη νοσήματα κ.ά.2

Αποδεικνύεται, λοιπόν, αυθαίρετο το επιχείρημα στο οποίο κερδοσκοπούν τόσο πολύ οι συντάκτες της πρότασης νόμου ότι οι θάνατοι των τοξικομανών οφείλονται στη νοθευμένη ηρωίνη. Πρόκειται για απλή άγνοια ή για σκόπιμη διαστρέβλωση της επιστημονικής αλήθειας, με στόχο τη δημιουργία μέσα στην κοινωνία εκείνου του συναισθηματικού κλίματος, που ευνοεί την πολιτική της κρατικής διάθεσης των ναρκωτικών «για να μη χάνονται ζωές νέων ανθρώπων»;

Πρόληψη και Αστυνομία

Η πρόληψη της τοξικομανίας απαιτεί κεντρικό σχεδιασμό σε πανελλαδικό επίπεδο και στρατηγική. Πρέπει να απευθύνεται στη σχολική κοινότητα, τους γονείς, τις ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες, τους κοινωνικούς πολιτιστικούς και πολιτικούς φορείς, αλλά και σ' ολόκληρο τον πληθυσμό κάθε τοπικής κοινότητας, οργανώνοντας διαφορετικών τύπων παρεμβάσεις, σε πολλά επίπεδα. Αυτές δεν πρέπει να εξαντλούνται μόνο στην ενημέρωση, μολονότι την περιλαμβάνουν ως συστατικό της στοιχείο. Πρέπει, πάνω απ' όλα να συμβάλλουν θετικά στον προβληματισμό, το διάλογο, την αποκατάσταση της επιστημονικής αλήθειας, τη διάλυση μύθων και αυταπατών, την αντίσταση στη ρουτίνα της καθημερινότητας, της παραίτησης και της ισοπέδωσης. Πρέπει να είναι καινοτόμες και να διαμορφώνουν όρους μιας άλλης στάσης ζωής, με ενδιαφέροντα, σχέσεις, αξίες, λειτουργώντας αποτρεπτικά σε σχέση με την «επιλογή» από το άτομο της «παραμυθίας των ουσιών».

Θεμελιακό στοιχείο όλης αυτής της στρατηγικής αποτελεί η διαρκής αντιπαράθεση και σύγκρουση με όλους τους αιτιοπαθογενετικούς παράγοντες, που ενέχονται στην εγκατάσταση της εξάρτησης, ως τρόπου ζωής. Μόνο μέσα από αυτή τη σύγκρουση μπορούν να προβληθούν τα αιτήματα και να διεκδικηθούν λύσεις στα προβλήματα, που κάνουν αβίωτη την καθημερινή πραγματικότητα όλων μας. Και αυτό είναι υπόθεση ενός κοινωνικού κινήματος. Δεν μπορεί να περάσει στα χέρια της αστυνομίας, όπως προτείνει η μελέτη της καθηγήτριας του Παντείου Πανεπιστημίου Σ. Λαμπροπούλου και του αστυνομικού διευθυντή Αν. Φλωρού9, ο οποίος, βέβαια, φρόντισε εκ των υστέρων και μετά το θόρυβο και τις δηλώσεις του υπουργού Δημόσιας Τάξης Μ. Χρυσοχοΐδη να αποποιηθεί την πατρότητα της ήδη δημοσιευμένης κοινής μελέτης.

Η παρούσα μελέτη, στην οποία στηρίχτηκε η πρόταση νόμου των 5 βουλευτών, προτείνει συγκεκριμένα «πιο ενεργό παρέμβαση της Αστυνομίας στην πρωτογενή πρόληψη. Συστηματικές καμπάνες, ενημέρωση απ' τους δήμους στα σχολεία στα κέντρα άθλησης και ψυχαγωγίας με τη συμμετοχή της Αστυνομίας».

Σ' αυτό ακριβώς το σημείο εστιάζεται η λογική της πρότασης νόμου. Πίσω από ένα, υποτίθεται, ριζοσπαστικό μανδύα κρύβεται το πιο αντιδραστικό περιεχόμενο, η εκχώρηση ακόμα και της πρόληψης στο μηχανισμό της πιο άγριας καταστολής, βουτηγμένο βαθιά στη διαφθορά και τη διακίνηση των ναρκωτικών, στους λύκους, που πουλάνε την ηρωίνη... Οι μηχανισμοί καταστολής καλούνται να μπουν στην υπηρεσία της πρόληψης.

Μέσα απ' αυτή την πρόταση διαφαίνεται - ανεξάρτητα απ' τις προθέσεις των συντακτών της - η προσπάθεια εξωραϊσμού του ρόλου της Αστυνομίας σε μια εποχή άγριας καταπίεσης των κοινωνικών αγώνων και ελευθεριών, εποχή του «τρομονόμου».

Σε τελευταία ανάλυση, αυτό που επιδιώκεται μέσα από την πρόταση νόμου των 5 βουλευτών είναι, ν' αναλάβει το ΕΣΥ τη διάθεση των ναρκωτικών και η Αστυνομία την πρόληψη.

Πέρα απ' τον εμφανώς γκροτέσκο χαρακτήρα της η πρόταση νόμου έχει ένα εξαιρετικά αντιδραστικό περιεχόμενο, που συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ανάγεται στην αναβάθμιση του ρόλου της Αστυνομίας, στην ενίσχυση του κοινωνικού ρατσισμού απέναντι στους τοξικομανείς στην υποβάθμιση του ρόλου της θεραπείας, στη διαμόρφωση όρων ακόμα μεγαλύτερης διάδοσης των ναρκωτικών στην υπηρεσία των αναγκών της βιοεξουσίας να επιβάλλει τον πιο σκληρό κοινωνικό έλεγχο προς όφελος των κρατούντων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

1. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης» 15-6-2001

2. 2001 annual report on the state drugs problem in the European Union

3. Πρόταση Νόμου «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου περί των ναρκωτικών ουσιών και ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ του συνόλου των νομικών διατάξεων του παράνομου εμπορίου, τη θεραπεία και την ένταξη στην κοινωνία εξαρτημένων από ναρκωτικά προσώπων» των Δαμανάκη Μαρία, Βούγια Σπύρου, Μπένου Σταύρου, Τατούλη Πέτρου, Κουβέλη Φώτη.

4. Κατερίνα Μάτσα «Η τοξικομανία ως ακραία μορφή αλλοτρίωσης», εισήγηση στο 1ο πανελλήνιο συνέδριο του ΕΣΥΝ για την πρωτογενή πρόληψη, 27-29/4/2001 - δημοσιεύεται στο περιοδικό «Τετράδια Ψυχιατρικής» Νο 73, 2001

6. Εφημερίδα «Τα Νέα» 12/6/2001. Αρθρο της Πόπης Διαμαντάκου αναφορικά με τα λόγια του Μ. Μυλωνάκη στην εκπομπή της Αννας Παναγιωταρέα της 11/6/2001

7. Κατερίνα Μάτσα «Ψάξαμε ανθρώπους και βρήκαμε σκιές. Το αίνιγμα της τοξικομανίας», εκδ. «Αγρα», 2001

8. Ευδοκία Μισσουρίδου «Αποχή και υποτροπή μετά τη θεραπεία κατάχρησης / εξάρτησης από ψυχοδραστικές ουσίες», «Τετράδια Ψυχιατρικής» - Νο 61, 1998

9. «Πρόταση για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των ναρκωτικών» «Αυγή» 10/6/2001


Της Κατερίνας ΜΑΤΣΑ*
*Η Κ. Μάτσα είναι επιστημονική υπεύθυνη της μονάδας απεξάρτησης «18 Ανω»