Προσκύνημα στη Μακρόνησο από την ΟΓΕ
Κυριακή 28 Ιούνη 2015

Προσκύνημα στη Μακρόνησο οργάνωσαν την περασμένη Κυριακή Σύλλογοι και Ομάδες Γυναικών, μέλη της ΟΓΕ, από τη Μακεδονία, τη Θράκη και τη Μαγνησία, με τη συμμετοχή πολυμελούς αντιπροσωπείας του Διοικητικού Συμβουλίου της Ομοσπονδίας.

Στη διάρκεια της επίσκεψης έγιναν τα αποκαλυπτήρια μνημείου αφιερωμένου στη γυναίκα Μακρονησιώτισσα, που στήθηκε με πρωτοβουλία της ΟΓΕ. Στην εκδήλωση διαβάστηκε χαιρετισμός της προέδρου της ΟΓΕ, Μαιρήνης Στεφανίδη, με τον οποίο η ΟΓΕ ευχαρίστησε την ΠΕΚΑΜ που ενέκρινε την παρέμβαση στο χώρο για το στήσιμο του μνημείου, και τον πρόεδρό της, Γρ. Ριζόπουλο, που φιλοτέχνησε την προτομή. Επίσης, το Εργατικό Κέντρο Λαυρίου, τους συναγωνιστές που βοήθησαν στο χτίσιμο του μνημείου και τους φορείς που έδωσαν την άδειά τους.

Οι εκδηλώσεις πλαισιώθηκαν με απαγγελία ποιήματος και δρώμενο από τη θεατρική ομάδα της Θεσσαλονίκης βασισμένο στο έργο του Γιάννη Ρίτσου «Πέρα από τον ίσκιο των κυπαρισσιών», ενώ χαιρετισμό απηύθυνε η Ηλέκτρα Ραΐζη, μέλος του ΔΣ της ΟΓΕ. «Κάθε βράχος σε μια περίμετρο 15 μιλίων που είναι το νησί, είναι μάρτυρας μιας αληθινής θηριωδίας», σημείωσε η Ηλέκτρα Ραΐζη και προέτρεψε: «Το προσκύνημά μας σήμερα σε αυτά τα δοξασμένα και ηρωικά μέρη, ας μείνει χαραγμένο στη μνήμη μας όχι σαν μια απλή εκδρομή ή ένα προσκύνημα αλλά σαν μια σελίδα στην αγωνιστική μας ζωή και δράση που θα μας υπενθυμίζει αδιάκοπα ότι έχουμε χρέος να βαδίσουμε στο δρόμο του αγώνα».


Μεταξύ άλλων, στο χαιρετισμό της η πρόεδρος της ΟΓΕ σημείωσε: «Στη Μακρόνησο, που λειτούργησε από το 1947 μέχρι το 1954, το δοσίλογο αστικό κράτος πειραματίστηκε και εφάρμοσε τις πιο βάρβαρες μορφές σωματικής και ψυχικής βίας και σαδισμού. Πάνω από 100.000 αγωνιστές και αγωνίστριες κάθε ηλικίας, φαντάροι, αξιωματικοί, αντάρτες, καπεταναίοι, εργάτες, αγρότες, άνθρωποι του πνεύματος και του πολιτισμού, έφηβοι έως και μικρά παιδιά βασανίστηκαν ανηλεώς στο κολαστήριο της Μακρονήσου. Στα στρατόπεδα, στο σύρμα, στη χαράδρα, στη γλαροφωλιά, στο πειθαρχείο. Το Γενάρη του 1950 έφεραν στη Μακρόνησο 1.200 γυναίκες πολιτικές εξόριστες από το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Τρίκερι και τις ενέταξαν στο "Ειδικόν Σχολείον Αναμορφώσεως" για να μοιραστούν την τύχη των ανδρών συντρόφων τους.

Ενα κομμάτι του ελληνικού λαού, πλάι στ' άλλα, τούτες οι γυναίκες του χωριού, του νοικοκυριού, της δουλειάς, της τέχνης, ορθώθηκε ενάντια στην ωμή βία, οπλισμένο με πίστη σε ένα καλύτερο αύριο. Καμιά κατηγορία δεν τις βάραινε. Ο μόνος λόγος που βρίσκονταν στην εξορία ήταν η μη υπογραφή της "δήλωσης", της έγγραφης δηλαδή μετάνοιας για την αντιστασιακή τους δράση στα πλαίσια του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου και η αποκήρυξη του ΚΚΕ. Με βασανιστήρια ψυχολογικά και σωματικά να απαρνηθούν την ιδεολογία τους, τον αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού άντρα τους, πατέρα, αδερφό και γιο τους.

Από το δρώμενο που παρουσίασε η θεατρική ομάδα του Συλλόγου της Θεσσαλονίκης
Οι αγωνίστριες εξόριστες της Μακρονήσου ήταν γυναίκες αλλιώτικες από κείνες που είχε συνηθίσει μέχρι τότε ο κόσμος. Γυναίκες που έβλεπαν τους προδότες του λαού να ζούνε και να δολοφονούν, κι ωστόσο ήταν περήφανες που είχαν γιους νεκρούς πατριώτες παρά ζωντανούς προδότες».

Ακόμα, η Μ. Στεφανίδη τόνισε: «Σήμερα, η Ομοσπονδία Γυναικών Ελλάδας, η ΟΓΕ, με σεμνή περηφάνια αποτίει ελάχιστο φόρο τιμής στις αλύγιστες εξόριστες της Μακρονήσου και εκπληρώνει την απόφασή της να τοποθετήσει στον ιστορικό αυτό τόπο την προτομή της αγωνίστριας Μακρονησιώτισσας, δίπλα στο μνημείο του αγωνιστή Μακρονησιώτη. Είναι χρέος μας να διατηρήσουμε την ιστορική μνήμη των έργων τους. Είτε τα ονόματά τους έχουν διασωθεί είτε όχι. Στους ώμους μας πέφτει η βαριά κληρονομιά που μας άφησαν ώστε οι σημερινοί και αυριανοί αγώνες μας ενάντια στα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό να κάνουν πράξη τα οράματά τους».

«Μια στιγμή να βρεθείς μπόσικος, μπορείς να την πάθεις»

Στις 27 Γενάρη 1950, περισσότερες από 1.000 εξόριστες μεταφέρονται στη Μακρόνησο. Ανάμεσά τους μωρομάνες με τα παιδιά τους, νέες κοπέλες, μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες. Εκεί, λίγες μέρες μετά, στις 30 Γενάρη τις «υποδέχονται» με ένα πογκρόμ φυσικής αλλά και ψυχολογικής βίας. Τις μέρες αυτές περιγράφει στο βιβλίο της «Εξόριστες: Χίος - Τρίκερι - Μακρονήσι» (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή») η Μαριγούλα Μαστρολέων - Ζέρβα, από το οποίο παραθέτουμε μικρά αποσπάσματα.

Το μνημείο που στήθηκε με πρωτοβουλία της ΟΓΕ δίπλα σε εκείνο του Μακρονησιώτη
Ωρα εννιά έσβησαν οι λάμπες. Πλαγιάσαμε να κοιμηθούμε, και κατά τη μία η ώρα ακούμε ουρλιαχτά, φωνές πολλές, και ερχόντουσαν προς τις σκηνές. Δεν άργησαν να φανούν. Οι σκηνές είχαν δυο πόρτες. Τις άνοιξαν σπρώχνοντας οι αλφαμίτες και φώναζαν από τη μια πόρτα: «Ανάφτε τα φώτα». Προσπαθούσαμε να ανάψουμε τις λαμπίτσες. Από την άλλη πόρτα, εκεί που έβλεπαν να ανάβουμε τα σπίρτα, πήγαιναν χτυπούσαν και φώναζαν: «Σβήστε τα φώτα». Καταλαβαίνετε, ό,τι και να κάναμε τρώγαμε ξύλο. (...)

«Ολες στο θέατρο». Πίσω - μπρος, και μας βάζουν γονατιστές μες στο καλοκαιρινό θέατρο που είχαν κατασκευάσει για να παίζουν και να διδάσκουν αντικομμουνισμό. Είχαν χτίσει έναν τοίχο ένα μέτρο περίπου, κυκλικό, κοντά στη θάλασσα. (...)

Είχαμε τότε εφτά μωρομάνες, οι οποίες είχαν πιαστεί έγκυες και τα είχαν γεννήσει στην εξορία, αφού είχαν πάρει τα άλλα παιδιά στα αναμορφωτήρια της Φρειδερίκης. Πρώτα αρχίζει και φωνάζει τα ονόματα αυτών που είχαν τα μωρά, και σηκώθηκαν όρθιες. Τις λέει: «Αν θέλετε να παραμείνετε μάνες, να μετανοήσετε για την προδοσία που κάνατε μέχρι τώρα στην πατρίδα, και να υπογράψετε δήλωση νομιμοφροσύνης. Αλλιώς τα παιδιά δε σας ανήκουν. Θα τα πάρει η μητέρα Ελλάδα, σαν Ελληνόπουλα που είναι, πριν εσείς τα μολύνετε με τον κομμουνισμό. Σας αφήνουμε τρία λεπτά να σκεφτείτε. Αν ναι, καλώς, αλλιώς θα έρθουν τα παιδιά της Α.Μ. να τα πάρουν». Πέρασαν τα τρία λεπτά και οι μωρομάνες έμειναν ακίνητες στη θέση τους. Πλησιάζουν εφτά αλφαμίτες στις γυναίκες να πάρουν τα παιδιά.

Εκεί πραγματικά καμαρώσαμε τις δεύτερες Σουλιώτισσες. Τέντωσαν το κορμί τους, σήκωσαν το κεφάλι ψηλά, το γύρισαν από την άλλη μεριά, και από το αντίθετο μέρος που κοίταγαν τέντωσαν τα χέρια τους και έδωσαν τα παιδιά τους στους αλφαμίτες. Και οι εφτά.

Τα πήραν αυτοί και τα πήγαν στις σκηνές, στο σύρμα που ήταν οι γυναίκες που είχαν υπογράψει. Τους τα έδωσαν και τους είπαν: «Δε θα τους τα δώσετε, ποτέ, ώσπου να τα πάρουμε πάλι εμείς. Γιατί αν τα δώσετε δε θα φύγετε ποτέ». Το κλάμα των παιδιών έμεινε στα αυτιά μας. (...)

Εκεί έβλεπες πραγματικά την αντοχή των νεύρων σου. Το λέω αυτό, γιατί και αυτό το ζήσαμε με τη Χρυσούλα. Ενώ ήταν μια γερή κοπέλα, καλή αγωνίστρια, ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μας πως μπορεί να κάνει δήλωση. Και όμως, τις τρεις μέρες με τα επισκεπτήρια, την είχαν πλησιάσει πατριώτες της, που θέλαν να δείξουν καλή διαγωγή, και της είπαν για το σπίτι της. Με λίγα λόγια της έκαναν και αυτοί ψυχολογική βία, και την έκαναν και υπέγραψε. Την πήγαν στα περίφημα τραπεζάκια της πλατείας και, δίχως να το καταλάβει, βρέθηκε στο διπλανό σύρμα.

Οταν άκουσε τις φωνές από μας που μας χτυπούσαν, συνήλθε η κοπέλα και πήγε κι έκανε αναίρεση της δήλωσης, που ήταν πολύ δύσκολες συνθήκες γι' αυτήν. Να σκεφτείτε ότι ήταν η πρώτη που έκανε αναίρεση και έπειτα την ακολούθησαν και άντρες. Δε γινόταν βέβαια αυτό δίχως συνέπειες. Μια στιγμή να βρεθείς μπόσικος, μπορείς να την πάθεις. (...)

Την τρίτη μέρα μάς πήγαν πάλι για τσάι και μας άφησαν μόνες. Πήγαμε στις σκηνές. Αμέσως κάναμε τρεις σκηνές αναρρωτήρια και βάλαμε τις χτυπημένες που δεν μπορούσαν να περπατήσουν. Ηταν πολλές - δε θυμάμαι όλων τα ονόματα - και προσπαθούσαμε να βρούμε πάλι το ρυθμό της ζωής.

Οι μωρομάνες που είχαν δώσει τα παιδιά τους, πήγαν και τα ζητούσαν από το σύρμα. Εκείνες δυσκολεύονταν να τα δώσουν γιατί τους είχαν πει πως δεν πρόκειται να φύγουν, αν τους τα έδιναν. Τους είπαμε: «Σκεφτείτε το και απαντήστε μας αμέσως. Εμείς, να είστε σίγουρες, θα πηδήσουμε από το σύρμα και θα τα πάρουμε». Ηρθαν και μας τα έφεραν.


Χ.