Εν είδει «αναδρομικής»
Γόνος αριστοκρατικής μιλανέζικης οικογένειας, ο Βισκόντι γεννήθηκε το Νοέμβρη του 1906. Από παιδί ζυμώθηκε σε περιβάλλον καλλιτεχνικό, μια που οι φιλότεχνοι, πάμπλουτοι γονείς του φιλοξενούσαν συχνότατα στο λαμπερό τους ανάκτορο παραστάσεις λυρικού θεάτρου και μουσικής, με τα παιδιά της οικογένειας στην πρωτοκαθεδρία, να προσπαθούν κι αυτά ν' αποστηθίσουν Σαίξπηρ και ν' ανεβάσουν δικά τους έργα... Σπουδαία αισθητική εμπειρία για το συναισθηματικό έφηβο με την ευαίσθητη και ανήσυχη ιδιοσυγκρασία. Το1935, σ' ένα Παρίσι που πάνω του πλανάται ο οίστρος της δημοκρατικής αλλαγής που ευαγγελίζεται το νεαρό Λαϊκό Μέτωπο, γνωρίζεται με τον κομμουνιστή σκηνοθέτη Ζαν Ρενουάρ και μπαίνει στην ερασιτεχνική ομάδα παραγωγής του, σαν τρίτος βοηθός σκηνοθέτη. Καθοριστική, στην ιδεολογική στράτευση του αριστοκράτη Βισκόντι, η συνάντησή του με τον Ρενουάρ και το σοβιετικό κινηματογράφο της Επανάστασης, καθώς και η συναναστροφή του με μαρξιστικούς κύκλους Ιταλών διανοουμένων - κυρίως την ομάδα κριτικών του κινηματογραφικού περιοδικού «Cinema». Το «Cinema» θα δημοσιεύσει άρθρο-φωτιά του Βισκόντι για τις πνευματικές αυθεντίες του φασιστικού καθεστώτος, με αποτέλεσμα η φασιστική λογοκρισία να απαντήσει το 1941, με την απαγόρευση της πρώτης του ταινίας. Απ' αυτήν την απαγόρευση, θα γεννηθεί η πρώτη ταινία του Βισκόντι «Ossessione» - «Διαβολικοί εραστές» (1942), βασισμένη στο μυθιστόρημα του Τζέιμς Κέιν «Ο Ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές». Η ασπρόμαυρη ταινία ήταν βαθιά ριζωμένη στη σύγχρονη ιταλική πραγματικότητα και ο τρόπος που ο σκηνοθέτης έδινε κινηματογραφική υπόσταση στη θεματική της, θεωρήθηκε ως πρόδρομος του ιταλικού νεορεαλισμού. «Αυτό το είδος κινηματογράφου το βλέπω για πρώτη φορά - είπε ο μοντέρ της ταινίας -, το ονομάζω νεορεαλιστικό». Ετσι καθιερώθηκε η έκφραση...
Λίγα χρόνια μετά, στο ασπρόμαυρο δράμα θαρραλέου ρεαλισμού «Μπελίσιμα» (1951) - που προβάλλεται απόψε στις 20.00 - σε σενάριο του κομμουνιστή και θεωρητικού του νεορεαλισμού Τσέζαρε Τσαβατίνι, μας αποκαλύπτεται μια λαϊκή Ιταλία, μέσα από μεγεθυμένα κλισέ συμβατικότητας και την πληθωρική ερμηνεία της Αννα Μανιάνι. Μια γυναίκα του λαού ονειρεύεται μέλλον «σταρ» για τη μικρή της κόρη, όνειρο για το οποίο θυσιάζει οικογένεια και χρήματα. Οταν όμως συνειδητοποιεί το πού οδηγεί η κερδοφόρα εμπορία της αυταπάτης, επιστρέφει στη δική της καθημερινότητα της ανωνυμίας.
Τέλος, με τον «Γατόπαρδο» (1963) - διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του ντι Λαμπεντούζα - ο Βισκόντι ανανεώνει το διάλογο με την Ιστορία και την Αναγέννηση (Risorgimento) που άρχισε με το «Σένσο», καταδεικνύοντας την αέναη κίνηση, τη νομοτέλεια του νέου που γίνεται παλιό... Μια κοινωνική τάξη δύει, μια άλλη, η αστική, χονδροειδής και αμόρφωτη, ανατέλλει... Ενας Σικελός πρίγκιπας, η οικογένειά του, η γη του, οι χωρικοί του, στη χαραυγή του 1860, την εποχή της εποποιίας του Γκαριμπάλντι. Πομπώδες, μεγαλοπρεπές και εκλεπτυσμένο κινηματογραφικό μωσαϊκό, με εξαιρετικά παραστατικά ανάγλυφα - όπως οι σκηνές μάχης στους δρόμους του Παλέρμο, το ταξίδι της οικογένειας των ευγενών που διασχίζει το σικελικό τοπίο και η μακρά σεκάνς του χορού στο τέλος, που διαρκεί μια ολόκληρη σχεδόν ώρα, με τον πρίγκιπα να συνειδητοποιεί εκεί ότι βρίσκεται στις παραμονές του δικού του θανάτου και του τέλους του κόσμου του... Στο πρόσωπο του πρίγκηπα δεν μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει τη γερασμένη, κουρασμένη αριστοκρατία, προσωποποίηση του ίδιου του Βισκόντι, κόμη του Μοντρόνε... Η ταινία προβάλλεται στις 22.00.