Ελληνες του Πόντου: Θύματα των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και πολέμων
Κυριακή 15 Νοέμβρη 2015

Η οθωμανική αυτοκρατορία, στο κατώφλι του 20ού αιώνα, μαζί με την τσαρική (ρωσική) και την αψβουργική (αυστροουγγρική) αποτελούσαν τις τελευταίες πολυεθνικές αυτοκρατορίες. Απ' αυτές η οθωμανική παρουσίαζε πολύ πιο έντονα και ισχυρά φεουδαρχικά κατάλοιπα, τόσο στην οικονομική, όσο και στην κρατική - πολιτική της διάρθρωση. Την εποχή του εθνικού αστικού κράτους και, πολύ περισσότερο, την εποχή του περάσματος του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, αυτή η φεουδαρχική κρατική οντότητα (που η ονομασία της δε σχετιζόταν με κάποιο έθνος, αλλά με τη δυναστεία των οσμανιδών) αποτελούσε το μεγαλύτερο ίσως αναχρονισμό της εποχής εκείνης. Ηταν αναμενόμενο ότι, κάποια στιγμή, αυτή η απολυταρχική εξουσία θα εξελισσόταν σε σοβαρό εμπόδιο για την εθνική αστική ανάπτυξη των Νότιων Σλάβων, των Αρμενίων, των Αράβων, ακόμα και των Τούρκων. Επίσης, το γεγονός ότι η οθωμανική αυτοκρατορία στηριζόταν από μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις της εποχής, λόγω της σημαντικής, στρατηγικής γεωγραφικής θέσης της Τουρκίας, άρα και στα στρατηγικά συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων. Συμφέροντα και ισορροπίες, οι οποίες επέβαλαν τη διατήρηση αυτού του μορφώματος, ενώ, παράλληλα, οι κυοφορούμενες αστικές πολιτικές διεργασίες και κινήσεις προκαλούσαν δυσπιστία και αβεβαιότητα.

Ελληνες της Κερασούντας σφαγιασμένοι από τους Τούρκους
Από τις αρχές του 20ού αιώνα, η μεγάλη αστική τάξη στην Τουρκία αποτελούνταν κυρίως από το εμπορικό κεφάλαιο, το οποίο, στο μεγαλύτερό του μέρος, ήταν ελληνικό, αρμενικό, εβραϊκό και συριακό. Το χριστιανικό (καθολικό και ορθόδοξο) ελληνικό και αρμενικό τμήμα της αστικής τάξης ήταν κυρίως προσανατολισμένο στη στενή συνεργασία με συγκεκριμένα ιμπεριαλιστικά κέντρα (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία). Υπενθυμίζουμε ότι, με βάση τις «διομολογήσεις», η Γαλλία και η Ρωσία είχαν το δικαίωμα να αναμειγνύονται στα εσωτερικά της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ενώ προωθούσαν τη διείσδυση και με πρόσχημα το όφελος των ομοδόξων τους, δηλαδή των καθολικών και ορθόδοξων χριστιανών αστικών τάξεων, αντίστοιχα. Ετσι, όχι μόνον υπήκοοι αυτών των κρατών, αλλά ακόμα και «προστατευόμενες» απ' αυτές πληθυσμιακές ομάδες (όχι βέβαια οι ανίσχυροι χριστιανοί μικροί αγρότες, χειροτέχνες και εργάτες) δεν υπάγονταν πλέον στη δικαιοδοσία της οθωμανικής, π.χ., Δικαιοσύνης. Ισχυαν, επίσης, γι' αυτές ειδικοί χαμηλοί φόροι και τέλη. Οι διαχωρισμοί αυτοί επέδρασαν όχι μόνο στις κορυφές, αλλά στο σύνολο αυτών των πληθυσμών (μουσουλμανικών, ορθοδόξων, καθολικών) ανεξάρτητα της ταξικής ένταξης.

Με την καθοριστική συμβολή του κλήρου (μουσουλμανικού και χριστιανικού), οι διαχωριστικές αυτές τάσεις ενισχύθηκαν συνειδητά, τόσο από το αντιδραστικό φεουδαρχικό μουσουλμανικό κατεστημένο (πανισλαμισμός), όσο και από τη μη μουσουλμανική αστική τάξη, εμποδίζοντας έτσι, π.χ., τους κοινούς ταξικούς αγώνες του Τούρκου, του Εβραίου, του Ελληνα, κ.λπ., εργάτη των υφαντουργείων, των λιμανιών, της καπνοβιομηχανίας, κλπ., ακόμα και απέναντι σε έναν κοινό εργοδότη, ασχέτως εθνικότητος (επί το πλείστον Αρμένη ή Ελληνα από τους «ντόπιους» ή Αγγλογάλλο από τους «ξένους»).

Πόντιοι πρόσφυγες
Η καλλιεργούμενη συστοίχιση των μαζών πίσω από «ομόθρησκες» ή «ομόφυλες», αλλά με αντίθετα ταξικά συμφέροντα, «ηγεσίες», είναι αυτή που εν συνεχεία χρησιμοποιήθηκε για τις σφαγές χιλιάδων αμάχων, «πιστών και απίστων», για τις αλληλοσφαγές λαών.

Στην ουσία, αυτή η «ομόφυλη» στοίχιση πίσω από την ανταγωνιζόμενη μεταξύ της ελληνική και αρμενική μεγάλη αστική τάξη είναι που αδυνάτισε τόσο τις απελευθερωτικές προσπάθειες των Αρμενίων (κυρίως μέχρι το 1896), όσο και τις δυνατότητες της ένταξης του (αριθμητικά σαφώς μικρότερου) ποντιακού ελληνισμού σε μιαν ευρύτερη σε έκταση Αρμενία (1918/1920).

Η επίδραση των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων

Οι Νεότουρκοι (που αρχικώς υποστηρίχτηκαν θερμά από το μη μουσουλμανικό κατεστημένο - ακόμα και από τον πατριάρχη), στο πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, κατέληξαν από κοινού με την παλιά φεουδαρχική τάξη (σουλτάνος) στο να προωθήσουν τα συμφέροντά τους μέσα από τη συμμαχία τους με το γερμανικό ιμπεριαλισμό (σιδηρόδρομος Βαγδάτης, πετρέλαια, κ.λπ.). Η σταδιακή όξυνση της σύγκρουσης των εκπροσώπων της μη μουσουλμανικής αστικής τάξης με τους Νεότουρκους και η παραδοσιακή τους πρόσδεση στα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία) αντιμετωπίστηκε από το γερμανικό ιμπεριαλισμό ως σοβαρός εν δυνάμει κίνδυνος για την κυριαρχία του.

Τότε - όπως και σήμερα - ενόψει πιθανής, έστω και μερικής, αποδυνάμωσης του ρόλου ενός ιμπεριαλιστικού κέντρου στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα (όταν, μάλιστα, ξεσπάει ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος), ο γερμανικός ιμπεριαλισμός υποχρεώθηκε να ρίξει το προσωπείο των «χριστιανικών ιδεωδών», του «εκπολιτιστικού έργου» και του «ουμανισμού» (κάτι αντίστοιχο με το σημερινό ιμπεριαλιστικό προσωπείο της «υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας») και να λύσει το «πρόβλημα» με τον πιο ωμό τρόπο: Τη βία και τις ανθρωποσφαγές.

Ετσι, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η πρώτη μαζική εξολόθρευση Ελλήνων της Μ. Ασίας και του Πόντου μέσω της «μετεγκατάστασης» πραγματοποιείται ως αποτέλεσμα της εφαρμογής πλήρως επεξεργασμένου σχεδίου Γερμανών στρατιωτικών.

Η ευθύνη της ελληνικής αστικής τάξης

Το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την Τουρκία με οξύτατες εσωτερικές κοινωνικές αντιθέσεις, οι οποίες ενισχύονταν ακόμα περισσότερο από τις επεμβάσεις μιας σειράς κρατών, με σκοπό τον πολλαπλό διαμελισμό της χώρας. Απέναντι σε αυτήν την προοπτική αντιτάχθηκε ένα τμήμα της τουρκικής αστικής τάξης, με επικεφαλής μια ομάδα παλιών Νεότουρκων υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, εντάθηκαν επιθέσεις και σφαγές χριστιανικών πληθυσμών, κυρίως Αρμενίων και Ελλήνων. Ποιες διεργασίες, ωστόσο, λάμβαναν χώρα στον Πόντο;

Η αποχώρηση του ρωσικού στρατού από την περιοχή του Πόντου (μετά την επιτυχή έκβαση της Οχτωβριανής Επανάστασης και την έξοδο της Ρωσίας από τον πόλεμο - τέλη 1917) έθεσε νέες παραμέτρους στους σχεδιασμούς στην περιοχή. Ο διοικητής της Ελληνικής Μεραρχίας του Καυκάσου έγραψε χαρακτηριστικά στην αυτοβιογραφία του: «Με την υποχώρηση των Ρώσων, ο ελληνικός πληθυσμός του Πόντου βρέθηκε σε άσχημη θέση. Ως την τελευταία στιγμή κανείς δεν πίστευε ότι ο ρωσικός στρατός μπορούσε να υποχωρήσει. Οταν όμως τον είδαν να εγκαταλείπει τα πάντα και να φεύγει, άρχισαν να σκέφτονται και τη δική τους υποχώρηση. Δυστυχώς, δεν είχαν τα μέσα και έφευγαν όσοι ήταν οικονομικά ισχυροί...

...Τότε η ηγεσία της Τραπεζούντας κινήθηκε και παρήγγειλε σ' όλες τις περιφέρειες, που βρίσκονταν κατά μήκος των συνόρων, να οργανωθούν, να οπλιστούν και να κρατήσουν το μέτωπο. Επειδή, όμως, οι Ελληνες αυτής της περιοχής δεν ήταν δυνατόν να αποτελέσουν μιαν αξιόλογη στρατιωτική δύναμη, που να κρατήσει το μέτωπο, άρχισαν να διαδίδουν παντού ότι στο Καρς, στην Τιφλίδα κ.λπ. οργανώθηκε μια ελληνική Μεραρχία, που θα έτρεχε να βοηθήσει τους Ποντίους, ότι σύντομα θα πρόφταιναν και τα αρμενικά, γεωργιανά και κοζακικά στρατεύματα κ.λπ. Με τις διαδόσεις αυτές, ο ελληνικός πληθυσμός πίστεψε ότι θα μπορούσε να κρατήσει το μέτωπο και άρχισε να οργανώνεται... Τότε ακριβώς ρίχτηκεν η ιδέα του Ελεύθερου Πόντου».

«Αλλά και τα βιαστικά αυτά μέτρα των Ποντίων, η πρόχειρη οργάνωση και ο εξοπλισμός μερικών τμημάτων δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν σοβαρή αντίσταση. Οι υποσχέσεις για στρατιωτική βοήθεια απ' τον Καύκασο κ.λπ. έμειναν απραγματοποίητες... Οι Ελληνες αρχηγοί της πρωτεύουσας του Πόντου αναγκάστηκαν να φύγουν και ο λαός έμεινε με τα όπλα στα χέρια, εκτεθειμένος στην τουρκική προέλαση, δίχως οδηγίες, δίχως αρχηγούς και πρόγραμμα ενεργειών».1

Η υλοποίηση της ιδέας ενός Ανεξάρτητου Πόντου, λοιπόν, βασίστηκε εν πολλοίς στην προοπτική μιας εξωτερικής επέμβασης, και στο πλαίσιο της λογικής αυτής λίγα πράγματα έγιναν πρακτικά στην περιοχή του ίδιου του Πόντου. Οι παροτρύνσεις από το εξωτερικό (για διαφόρους λόγους η κάθε μία) είχαν σημαντικό μερίδιο ευθύνης ως προς την τελική έκβαση του εγχειρήματος. Σε μια συνάντηση Ποντίων εκπροσώπων του εξωτερικού με την ελληνική αντιπροσωπεία, ένας Πόντιος από τη Ρωσία τόνισε χαρακτηριστικά: «Εσείς ...φωνάζετε για τον Ελεύθερο Πόντο, αλλά κανείς από σας δε βρίσκεται εκεί πέρα να οργανώσει επανάσταση ή να ενεργήσει επικεφαλής του έθνους... Ο Πόντος όμως δεν ελευθερώνεται, αν δε χύσουμε αίμα. Εμπρός λοιπόν κύριοι. Πηγαίνετε στον Πόντο, τεθείτε επικεφαλής του Εθνους και αγωνιστείτε για την ελευθερία του. Εγώ σας δίνω τον λόγο μου ότι με τον εδώ στρατό μας θα σας συνδράμω. Δεν πηγαίνετε όμως. Και ποιο είναι το αποτέλεσμα που φέρνετε με τις φωνές σας από δω; Θα ξυπνήσετε το μίσος των Τούρκων και μια μέρα ο λαός του Πόντου, που είναι ανίδεος και δεν ξέρει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά σας, θα πληρώσει τα αποτελέσματα των ενεργειών σας».2 Τα λόγια του θα αποβούν, δυστυχώς, προφητικά.

Καθ' όλη αυτήν την περίοδο, είχαν πραγματοποιηθεί διάφορες ενέργειες από πλευράς της ποντιακής ηγεσίας για υπαγωγή της περιοχής στη βρετανική ή αμερικανική εντολή (και αφού είχε διαφανεί πλέον η απροθυμία του Βενιζέλου να στηρίξει την υπόθεση ενός ανεξάρτητου Πόντου). Μετά το ναυάγιο των προσπαθειών αυτών, «οι σχεδιασμοί των Μεγάλων Δυνάμεων για την περιοχή είχαν πλέον αλλάξει - ο μητροπολίτης Χρύσανθος ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους για την ίδρυση Ποντο-Τουρκικού Κράτους: «Αλλά λίγο αργότερα, μόλις ψιθυρίστηκε ότι ήταν ενδεχόμενο να ανατεθεί στους Ελληνες η εκκαθάριση της Ανατολικής Θράκης και σε αντάλλαγμα να επιδικαστεί αυτή στην Ελλάδα... ο Ελληνας πρωθυπουργός διέταξε να διακοπούν οι διαπραγματεύσεις με τη δικαιολογία ότι οι προθέσεις των Τούρκων δεν ήταν ειλικρινείς».3

Ο Πόντος είχε άλλο ρόλο να παίξει στους ιμπεριαλιστικούς τυχοδιωκτισμούς της ελληνικής αστικής τάξης. Σε έκθεση του Α. Α. Πάλλη «Exchange and Settlement of Minorities of Populations in the Balkans 1912-1920» (Κωνσταντινούπολη, 1920), αναφέρεται σχετικά με τον ελληνικό πληθυσμό του Πόντου ότι «πολιτικοί και στρατιωτικοί λόγοι απαιτούν να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τους κρατήσουμε εκεί... Η ύπαρξη ενός ελληνικού Πόντου με κάποια αυτονομία και με κοινό σύνορο με μια ανεξάρτητη Αρμενία είναι απαραίτητη, προκειμένου να ανακουφιστεί η πίεση του τουρκικού μπλοκ στην κεντρική Μικρά Ασία ενάντια στην ελληνική ζώνη της Σμύρνης».4

Παρά τις επανειλημμένες διαπιστώσεις σε εκθέσεις του υπουργείου Εξωτερικών ότι η κατάσταση των Ποντίων ήταν τραγική, η ελληνική αστική τάξη προτίμησε να τους κρατήσει εκεί, ώστε να αποτελέσουν ένα είδος αντιπερισπασμού στις επιδιώξεις της στη Μικρά Ασία. Οταν, πλέον, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να επέμβει στρατιωτικά, δεν το έπραξε στις περιοχές που ζούσε η μάζα των Ελλήνων και που χρειαζόταν προστασία, αλλά στην Οδησσό, έδρα του ελληνικού κεφαλαίου στην περιοχή και τελευταίο καταφύγιο της τσαρικής αριστοκρατίας, με σκοπό να συνδράμει στην ιμπεριαλιστική επέμβαση που είχε ως στόχο το πνίξιμο της Οχτωβριανής Επανάστασης.

Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής είναι γνωστά: Επήλθε ο ολοκληρωτικός ξεριζωμός και η προσφυγοποίηση 1.500.000 ανθρώπων από τις περιοχές του Πόντου και της Μικράς Ασίας, καθώς και ο φυσικός αφανισμός χιλιάδων ψυχών.

Παραπομπές:

1. Χειρόγραφο 2: Περιοχή Καυκάσου: Καλτσίδης Ιωάννης (1963) «Ο Ελληνισμός του Καυκάσου και οι περιπέτειές του», σελ. 75 - 76. Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών.

2. ό.π. σελ. 163 - 164.

3. Κασαπίδης Μ. Λ. (2004) «Χρύσανθος: Ο Αρχιερέας - Εθνάρχης των Ποντίων» (ΕΚΕΜΕ: Μελβούρνη) σελ. 93.

4. Α. Α. Πάλλη «Exchange and Settlement of Minorities of Populations in the Balkans 1912-1920» (Κωνσταντινούπολη, 1920), σελ. 10 Αρχείο Βενιζέλου, Φάκελοι Υπουργείου Εξωτερικών (173/27) Μουσείο Μπενάκη.