Associated Press |
Associated Press |
Η «γρίπη» εξαπλώθηκε γρήγορα στη γειτονική πόλη του Ολνταμ, βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος, αφού για καιρό υπήρξαν σειρά δημοσιευμάτων, που «κοσμούσαν» τις στήλες του τοπικού και πανεθνικού Τύπου, περί των «απαγορευμένων ζωνών για τους λευκούς» που δημιούργησαν «συμμορίες» Ασιατών. Το θερμόμετρο της έντασης ανέβηκε ακόμη περισσότερο με την επίθεση κατά του 76χρονου βετεράνου του πολέμου Γουόλτερ Τσάμπερλεν, που αποδόθηκε σε ρατσιστικά κίνητρα. Διαπίστωση που εντυπώθηκε στη μνήμη των κατοίκων της πόλης παρά το γεγονός ότι τόσο το ίδιο το θύμα όσο και η οικογένειά του αρνήθηκαν το χαρακτηρισμό της ρατσιστικής επίθεσης από Ασιάτες. Οι πρώτες ταραχές ξέσπασαν στις 26 του Μάη, κατά τη φραστική διαφωνία δύο εφήβων, ενός λευκού και ενός Ασιάτη, που εκτυλίχτηκε σε καυγά και κατόπιν σε ταραχές επί τριήμερο.
Σε διάστημα μικρότερο από μία βδομάδα, η «γρίπη» έλαβε τη μορφή επιδημίας και εξαπλώθηκε στη γειτονική πόλη, το Λιντς, και μερικές μέρες αργότερα, στις 26 του Ιούνη, στο Μπάρνλεϊ. Μέχρι τη στιγμή που επέστρεψαν με μεγαλύτερη δριμύτητα στο Μπράντφορντ. Το Μπράνφορντ, των 484.000 κατοίκων, όπου το 18% του τοπικού πληθυσμού ανήκει σε εθνικές μειονότητες, κυρίως οικονομικών μεταναστών από το Πακιστάν, το Μπανγκλαντές και τη Σρι-Λάνκα. Μία αναλογία που συναντάται σε όλες τις προαναφερόμενες πόλεις, οι οποίες αποτελούν την καρδιά του πάλαι ποτέ ανθίζοντα βιομηχανικού βορρά.
«Συνεχώς αυξανόμενα στοιχεία καταδεικνύουν ότι ο πόθος για πρόκληση ταραχών είναι και ο λόγος για την πρόκλησή τους», θα παρατηρήσει σκωπτικά η έγκριτη βρετανική εφημερίδα The Times, στο κύριο άρθρο της, τη Δευτέρα 9 του Ιούλη, βρίσκοντας μάλιστα αναλογίες με παρόμοια γεγονότα φυλετικών συγκρούσεων που συγκλόνισαν τη Βρετανία το καλοκαίρι του 1981, τα οποία ξεκίνησαν από το Μπρίξτον και συγκλόνισαν όλη τη βρετανική πρωτεύουσα, το Λονδίνο, αλλά και τα περισσότερα αστικά κέντρα της Βρετανίας, όπως το Λίβερπουλ, το Μπίρμιγχαμ, το Μπρίστολ κ.ά. Βέβαια, η καλή και έγκριτη εφημερίδα ξεχνά, με πολλή δεξιοτεχνία μάλιστα, το κυριότερο συμπέρασμα της επιτροπής του βρετανικού Κοινοβουλίου, που διεξήγαγε τις έρευνες για τις ταραχές τότε και συνοψίζεται στα λόγια της έκθεσης του επικεφαλής της επιτροπής, λόρδου Σκάρμαν: «Η φυλετική ανισότητα είναι γεγονός και στοιχείο της βρετανικής κοινωνίας και ήταν, είμαι απολύτως βέβαιος, ο κύριος παράγοντας για την πρόκληση των επεισοδίων του Μπρίξτον» (BBC-Long history of racial violence).
Οπως σημειώνει σε όλες τις τελευταίες αναλύσεις της με αφορμή τα γεγονότα και η επίσης βρετανική εφημερίδα Guardian, όλα τα επεισόδια, και ειδικά αυτά που ξέσπασαν για δεύτερη φορά στο Μπράνφορντ, ήταν «αναμενόμενα», μόλις έξι χρόνια μετά τις τελευταίες ταραχές, «καθώς πολύ λίγα άλλαξαν παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση υποσχέθηκε να καταπολεμήσει τόσο το ρατσισμό όσο και τη φτώχεια και την ανεργία». «Το κυριότερο συμπέρασμα που συνάγεται είναι ότι ελάχιστα μαθήματα έχουν διδαχθεί από τα γεγονότα του 1981», σημειώνει επίσης η Guardian.
Το κυριότερο είναι ότι αυτό που σίγουρα δε διδάχθηκε, και δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί, εάν αναλογιστεί κανείς την πολιτική που έχουν ακολουθήσει τα τελευταία 20 χρόνια διαδοχικά οι κυβερνήσεις τόσο των Εργατικών του Τόνι Μπλερ, όσο και των Συντηρητικών της Μάργκαρετ Θάτσερ, είναι ο τρόπος να καταπολεμηθεί η ανεργία, η φτώχεια, η εξαθλίωση και η κοινωνική και φυλετική ανισότητα.
Ειδικά γίνεται αναφορά στις πόλεις του βιομηχανικού βορρά, που κατοικούνται και από πολλούς μετανάστες, κυρίως από τις ασιατικές πρώην βρετανικές αποικίες, που κατέφθασαν στη Βρετανία κατά τις δεκαετίες του '50 και του '60 προκειμένου να δουλέψουν κυρίως στις υφαντουργικές βιομηχανίες αλλά και να καλύψουν τις κατώτατες θέσεις εργασίας στη βιομηχανία, με πολύ χαμηλές έως μηδαμινές αποδοχές. Κατά την τελευταία κυρίως δεκαετία, το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης της βρετανικής βιομηχανίας επέβαλλε το κλείσιμο των παραδοσιακών αυτών βιομηχανιών, πολιτική που οδήγησε στη συρρίκνωση της οικονομίας της περιοχής και κατά συνέπεια σε μαρασμό τις τοπικές κοινωνίες. Η ανεργία μαστίζει αυτές τις πόλεις και τα ποσοστά ανέργων στις τάξεις των μειονοτήτων είναι υπερδιπλάσια από αυτά των λευκών. Χαρακτηριστικά, σύμφωνα με την τοπική εφημερίδα Oldham Evening Chronicle, εκτός της συνεχιζόμενης πολιτικής της φυλετικής ανισότητας, η ανεργία ανάμεσα στις μειονότητες είναι τεράστια, κυμαινόμενη περίπου στο 25% για τους κατοίκους με καταγωγή από το Μπανγκλαντές και 16% γι' αυτούς που έχουν καταγωγή από το Πακιστάν, ενώ για τους νέους Ασιάτες το ποσοστό ανέργων φθάνει μέχρι και το 40%, τη στιγμή που το επίσημο πανεθνικό ποσοστό δεν ξεπερνά το 5%!
Αλλά η κοινωνική ανισότητα δε σταματά στα γκέτο των μειονοτήτων. Σύμφωνα με την κυβερνητική μελέτη, που δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα, το Index of Deprivartion, η πόλη του Μπράντφορντ είναι ανάμεσα στις χειρότερες πόλεις (64η θέση ανάμεσα σε 354), σε σχέση με την εξαθλίωση, την πείνα, την ανεργία, τα ναρκωτικά και την εγκληματικότητα. Και όπως σε πολλές ημιαστικές περιοχές, όπου παρατηρείται αυτή η ολοκληρωτική διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, μπορεί οι μειονότητες να είναι αυτές που υποφέρουν πρώτα, αλλά και οι λευκοί κάτοικοι έχουν κοινή μοίρα. Σε αυτές τις περιοχές ακριβώς είναι που νεοφασιστικές ομάδες, όπως το Εθνικό Μέτωπο, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για δράση, καυτηριάζοντας την κοινωνική εξαθλίωση που μαστίζει και τους λευκούς κατοίκους. Μία δράση, που εστιάζει το βάρος της προπαγάνδας στο ότι «οι μετανάστες φταίνε», δημιουργεί στρεβλό ανταγωνισμό και ανεβάζει κατ' αυτόν τον τρόπο τις εντάσεις που ξεσπούν ανάμεσα στις κοινότητες, αντί να βρουν το στόχο, που δεν είναι άλλος από την πολιτική που δημιουργεί την εξαθλίωση...