Associated Press |
Associated Press |
Ο κύριος παίκτης του δράματος της διάλυσης των Βαλκανίων είναι, φυσικά, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά προέκταση της στρατιωτικής τους δομής. Ολοι οι άλλοι είναι θλιβεροί ουραγοί, που, μόλις ο υπερατλαντικός γίγας το ζητήσει, στοιχίζονται απόλυτα πίσω του και εκτελούν τις εντολές τους.
Οι ΗΠΑ έχουν επιδείξει εξαιρετική ελαστικότητα (για να το θέσουμε επιεικώς) στην εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου. Οταν το Διεθνές Δίκαιο εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους, τότε γίνονται θερμοί υποστηρικτές της εφαρμογής του. Οταν, όμως, δημιουργεί εμπόδια στους σχεδιασμούς τους, αγνοείται με τρόπο προκλητικό. Επανειλημμένα, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ εψήφισε με συντριπτική πλειοψηφία την καταδίκη ενεργειών των ΗΠΑ, αλλά αυτό ουδόλως ενόχλησε την ηγεσία τους. Το ίδιο συμβαίνει και με ενέργειες αντίθετες με το Διεθνές Δίκαιο κρατών - πελατών των ΗΠΑ.
Το 1981 η ρατσιστική Ν. Αφρική εισέβαλε στην Αγγόλα και το 1982 το Ισραήλ στο Λίβανο. Και στις δύο περιπτώσεις, οι ΗΠΑ έβαλαν βέτο σε αποφάσεις - καταδίκες των εισβολών αυτών του Συμβουλίου Ασφαλείας. Και μια που μιλάμε για το Ισραήλ και την προνομιακή σχέση του με τις ΗΠΑ, κατά σύμπτωση, τις ημέρες που ο Μιλόσεβιτς οδηγείτο σιδεροδέσμιος στο «Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο», ο Α. Σαρόν, πρωθυπουργός του Ισραήλ, γνωστός σφαγέας των Παλαιστινίων - οι σφαγές στα στρατόπεδα Σάμπρα και Σατίλα το καλοκαίρι του 1982 είναι μεταξύ των «κατορθωμάτων» του - γινόταν δεκτός με τιμές στην Ουάσιγκτον.
Μερικά χρόνια αργότερα, όλα αυτά ξεχάστηκαν. Ετσι, το 1990, με αφορμή την εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ, η ηγεσία των ΗΠΑ εμφανίστηκε διαπρύσιος υπερασπιστής του Διεθνούς Δικαίου. Επί μήνες, τα απολύτως συντονισμένα με τις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης ΜΜΕ των ΗΠΑ μας βομβάρδιζαν με δηλώσεις Αμερικανών αξιωματούχων, που ζητούσαν την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, αλλιώς στον κόσμο θα επικρατήσει ο νόμος της ζούγκλας. Ταυτόχρονα όμως, η τότε κυβέρνηση G. Bush Sr. εκβίαζε τη αμερικανόφιλη κυβέρνηση της Chamorro στη Νικαράγουα (που είχε διαδεχτεί το Φλεβάρη του 1990 τους Σαντινίστας) να σταματήσει τη διεκδίκηση των 17 δισ. δολαρίων που είχε επιδικάσει στη Νικαράγουα το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, για τις ζημιές που είχε υποστεί από τον πόλεμο των Contras, που συντηρούσαν οι Αμερικάνοι. Μάλιστα, οι ΗΠΑ απειλούσαν ότι, αν δε συμβεί αυτό, τότε η κυβέρνηση της Νικαράγουα δε θα έπαιρνε το ευτελές ποσόν των 300 εκατ. δολαρίων που είχε ψηφίσει το Κογκρέσο και που τα ΜΜΕ χαρακτήρισαν σαν μια ακόμη χειρονομία μεγαλοψυχίας των ΗΠΑ. Ποιος είπε ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται; Στη Νικαράγουα (Φλεβάρης 1990), όπως και στη Γιουγκοσλαβία (Οκτώβρης 2000), ένας λαός, γονατισμένος από μια δεκαετία συνεχούς πολέμου και οικονομικού αποκλεισμού, έφερε στην εξουσία μια κυβέρνηση απόλυτα υποταγμένη στα κελεύσματα των ΗΠΑ. Η μετέπειτα πορεία της Νικαράγουα (που συναγωνίζεται σήμερα την Αϊτή για το θλιβερό προνόμιο της φτωχότερης χώρας του Δυτικού Ημισφαιρίου) μας προετοιμάζει για το τι επιφυλάσσει το μέλλον στην πολύπαθη Σερβία.
Το Δεκέμβρη του 1989, οι ΗΠΑ, παραβιάζοντας κάθε έννοια διεθνούς νομιμότητας, εισέβαλαν στον Παναμά και συνέλαβαν τον ισχυρό άνδρα του καθεστώτος M. Noriega. Η δικαιολογία ήταν ότι ο Noriega είχε νοθεύσει το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών και ότι ήταν ανακατεμένος στο εμπόριο ναρκωτικών. Η υποκρισία των δικαιολογιών αυτών ήταν προφανής. Στις προεδρικές εκλογές του 1984, η βία και νοθεία από τους μηχανισμούς του Noriega, προκειμένου να αναδείξουν πρόεδρο τον υποψήφιο της αρεσκείας τους N. A. Barletta, ήταν πολύ πιο εκτεταμένη. Αυτό, όμως, δεν εμπόδισε τις ΗΠΑ να χειροκροτήσουν τις εκλογές σαν τίμιες και τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ να παρευρεθεί στην ορκωμοσία του Barletta. Οσο για την ανάμειξη του Noriega στο εμπόριο των ναρκωτικών, αυτή ήταν γνωστή από το 1984. Παρ' όλα αυτά, επειδή ο Noriega ήταν ένας σημαντικός παράγοντας στο βρώμικο πόλεμο των Contras κατά των Santinistas, οι ΗΠΑ τον στήριζαν. Οταν, προς το τέλος της δεκαετίας, η συνεργασία του άρχισε να γίνεται προβληματική, αποφάσισαν να τον ξεφορτωθούν. Τότε, ξαφνικά, τους προέκυψαν οι δημοκρατικές ευαισθησίες και θυμήθηκαν το Διεθνές Δίκαιο.
Εκείνο, πάντως, που συμπεραίνουμε είναι ότι οι ΗΠΑ δε νομιμοποιούνται να μιλάνε περί Διεθνούς Δικαίου. Είναι η χώρα, που επανειλημμένα παραβίασε τους διεθνείς νόμους και μετέτρεψε σε κουρελόχαρτα διεθνείς συμβάσεις. Οι ηγέτες τους, ενώ θα έπρεπε να βρίσκονται στο εδώλιο του κατηγορουμένου για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, αποφασίζουν ποιος θα δικαστεί και ποιος θα κυβερνήσει. Εμείς αυτό που μπορούμε να κάνουμε, είναι να επαγρυπνούμε, γιατί η καταστροφική μηχανή του ιμπεριαλισμού βρίσκεται έξω από την πόρτα μας. Ποιος μπορεί με σιγουριά να αποκλείσει ότι δε θα είμαστε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα επόμενα θύματά του;