Μια μικρή αναφορά τιμής και μνήμης σε ΗΡΩΕΣ ανάπηρους του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας
Εκεί, στα παιδικά μας χρόνια, εκεί στην Πολιτική Προσφυγιά... στα παιχνίδια μας στη μεγάλη αυλή και στο χωριουδάκι στους πρόποδες των Καρπαθίων. Στο μικρό χωριό Βαλτσέλε, όπου θυμάμαι την ύπαρξή μου. Δεν μείναμε πολύ καιρό εκεί. Αρκετά όμως για να μείνουν ανεξίτηλες εικόνες και να τις κουβαλάω ακόμη και σήμερα. Εδώ στο χωριό ήταν αντάρτες του Εμφυλίου, τραυματίες πολλοί. Ηταν ένα από τα κέντρα εγκατάστασης των προσφύγων. Εικόνες φυσικές για μας τα παιδάκια. Ετσι τους πρωτογνώρισα. Ανθρωποι με ένα ή κανένα μάτι, άνθρωποι χωρίς χέρια και πόδια.
Ανθρωποι που έμοιαζαν με τον μπαμπά μας. Ανάπηρος πολέμου και αυτός, με κομμένο το πόδι... κι εγώ γυρνάω το χρόνο πίσω. Γυρνάω στα παιδικά μου παιχνίδια και όνειρα. Δεν είχαμε τα παιχνίδια των παιδιών μας. Μα δεν ήταν και συνηθισμένα. Ακόμα περνάνε μπροστά απ' τα μάτια μου σαν μια κινηματογραφική ταινία εικόνες γλυκές, τρυφερές, γεμάτες αγάπη αλλά και λύπη. Εναν, έναν βλέπω τους γείτονές μου. Φωτογραφίες καρφωμένες στο μυαλό μου. Κοντοστέκομαι. Βλέπω πρόσωπα και εικόνες που δεν ξέχασα ποτέ, κι ας πέρασαν 60 χρόνια από τότε. Γείτονές μας ήταν άνθρωποι νέοι, οικογενειάρχες με όνειρα για επιστροφή στην Πατρίδα, με γυναίκες και παιδιά τώρα...
Ο καθένας έχει τη δική του Ιστορία. Αντάρτες οι πολλοί, παλικαράκια και λεβέντες στον αγώνα. Κυνηγημένοι οι πολλοί.
Και όλοι μάς φαίνονται ίδιοι. Κομμένο πόδι ο μπαμπάς μας, αγκυλωμένο πόδι και παράλυτο χέρι η γειτόνισσα στη διπλανή μας πόρτα. Θυμάμαι ακόμα το όνομά της κι ας ήμουν τότε 5-8 χρονών. Πρόσφατα διάβασα το όνομά της στις σελίδες των Εφημερίδων Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης του βουνού - 1949. Προαγωγή η Ελένη σε Ανθυπολοχαγό. Στην ίδια αυλή και λίγο στο βάθος έμεινε ο Αντώνης Φουρκιώτης, χωρίς μάτια.
Μας άκουγε και μας φώναζε. Με τη μικρή μου αδερφούλα έτοιμες να πάμε να παίξουμε. Ξέραμε το παιχνίδι. Κι εμείς τρέχαμε χωρίς δεύτερο ελάτε... Μπουμπούκι φώναζε την αδερφή μου, Αννάκι εμένα. Αμέσως πιάναμε το παιχνίδι, το «κρυφτούλι» μέσα στο σπίτι. Μικρό δωματιάκι ήταν. Και το παιχνίδι μας άρχιζε. Πιάναμε θέση πότε πίσω απ' την πόρτα και πότε κάτω από το τραπέζι. Και φωνάζαμε από εκεί «θείε Αντώνη, θείε Αντώνη, πού είμαι;». Αμέσως μας έβρισκε ο θείος... «Εσύ εκεί, εσύ εδώ, κάτω από το τραπέζι». Ακουγε τις φωνούλες μας και προσδιόριζε το μέρος. Μήπως είχαμε και πολλά πράγματα στα σπίτια μας; Τα πρώτα χρόνια, όλοι έτοιμοι για επιστροφή στην Πατρίδα ήμασταν. Και συνεχίζαμε το κρυφτούλι, το παιχνίδι μας στο σπίτι. Και όταν μας έβρισκε... τρέχαμε κοντά του, καθόμασταν μπροστά του, ακόμα πιο κοντά... ψάχναμε τα ματάκια του... οι περιέργειες των παιδιών... οι αθώες αμφιβολίες των παιδιών. Του ανοίγαμε με τα δύο δαχτυλάκια πάνω και κάτω τα μάτια του. Ψάχναμε τα μάτια με γουρλωμένα τα δικά μας και ρωτούσαμε «πώς, θείε Αντώνη, μας βλέπεις... αφού... δεν βρήκαμε τα ματάκια σου; Μήπως, μας βλέπεις; Και πάλι θείε Αντώνη, μήπως μας λες ψεματάκιααα... Μας βλέπεις;».
Κι εμείς τώρα πια, χωρίς τις παιδικές μας περιέργειες και αμφιβολίες για τα μάτια του, δεχτήκαμε την Αλήθεια των γεγονότων. Τυφλός ο θείος ο Αντώνης Φουρκιώτης από τα 19 του χρόνια. Μαχητής του ΔΣΕ. Και αυτός Ανθυπολοχαγός του ΔΣΕ και το διαβάζω στην ίδια Εφημερίδα του βουνού, του 1949. Δεν πρόλαβα να τον ενημερώσω. Μας άφησε πριν λίγα χρόνια. Και πώς να μην ξανασκέφτομαι; Πώς να μην γυρνάω το χρόνο πίσω; Πώς, πώς... να ήξερα πως τα αθώα παιχνίδια μάς έκρυβαν τόση ΙΣΤΟΡΙΑ; Λίγα πώς... ακόμη και πάλι από την αρχή.
Ψάχνοντας λίγες αράδες ακόμη, βρίσκω και συμπληρώνω τις γνώσεις μου. Στις Εφημερίδες Προσωρινής Κυβέρνησης του βουνού 1949, τους βρήκα πάλι ως Ανθυπολοχαγούς και Υπολοχαγούς. Μάλιστα, γι' αυτό η κουβέντα τους τελειωμό δεν είχε κι εμείς τα μικρά ξεροσταλιάζαμε δίπλα τους μέχρι που μας έπαιρνε ο ύπνος... Δε γνωρίζω αν ο πατέρας μου έμαθε για την προαγωγή του... δεν τον άκουσα ποτέ. Είχα μείνει στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού. Κι όμως, έχασα την ευκαιρία να του πω για την ανακάλυψή μου... Δεν τον πρόλαβα. Νωρίς μας άφησε. Λίγα κράτησε και το παιδικό μου μυαλό από κείνες τις κουβέντες και ιστορίες. Και δεν μπορώ να μην αναφερθώ στο παιχνίδι που κάναμε, εκεί, στη μέση του χωριού. Βλέπαμε τον άνθρωπο που δεν είχε ούτε μάτια μα ούτε και χέρια. Χωρίς παλάμες και με τα κόκαλα ανοιγμένα (χωρισμένα) μέχρι ένα σημείο... Εμοιαζε σαν ένα μεγάλο ψαλίδι... για να μπορεί να πιάνει, έστω το πιο απλό... Κι εμείς τον βλέπαμε εκεί στο δρόμο που έκανε την βόλτα του και τρέχαμε γρήγορα να τον προλάβουμε. Κι εκείνος, μόλις άκουγε τις φωνούλες μας, σταματούσε τη βόλτα του έτοιμος να μας παίξει. Ανοιγε την «ψαλίδα» του χεριού του. Απλωνε το χέρι του κι εμείς πιάναμε τη σειρά μας. Ο ένας πίσω από τον άλλο... πρώτος, δεύτερος, τρίτος για να μην μας φύγει. Χώναμε το μικρό χεράκι μας στο χέρι «ψαλίδι» κι εκείνος με γρήγορες κινήσεις το έκλεινε. Πότε μας έπιανε το χέρι και πότε προλαβαίναμε και το μαζεύαμε. Και ήταν η χαρά μας, η παιδική μας αθωότητα. Και ποιος ήξερε τι ιστορία έκρυβε και αυτό το τραύμα...
Εγραψα αυτό το μικρό κείμενο για να κρατήσω ζωντανές τις αναμνήσεις μου, για να αφιερώσω λίγες ακόμη αράδες σ' αυτούς τους περήφανους αγωνιστές του Εμφυλίου, του ΔΣΕ, σ' αυτούς που με κάνανε πολλές φορές περήφανη, σ' αυτούς που σήμερα δεν είναι κοντά μας. Θα τους θυμόμαστε γλυκά.