ΕΘΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ
«Υποκατάσταση» της αντιμετώπισης του προβλήματος
Κυριακή 5 Αυγούστου 2001

Θεατρική παράσταση απ' τη θεραπευτική Κοινότητα «18 Ανω»
Την εφαρμογή της αντιναρκωτικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της πολιτικής του «περιορισμού της βλάβης», της «διαχείρισης» κι όχι της αντιμετώπισης του προβλήματος των ναρκωτικών, της πολιτικής που διέπεται από τη νεοφιλελεύθερη αρχή του «κόστους - αποδοτικότητας» και τη λογική των ιδιωτικοποιήσεων, υπηρετεί το πλαίσιο των αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο συνεδρίασε στις 28.6.2001, υπό τον πρωθυπουργό Κ. Σημίτη.

Με πρωτεύουσα την προώθηση «συγκεκριμένων» δραστηριοτήτων και με δευτερεύουσα την ανάγκη δημιουργίας ενός κεντρικού σχεδιασμού αντιμετώπισης του προβλήματος, επιχειρείται να πειστεί ο ελληνικός λαός να ζει με τα ναρκωτικά, έτσι όπως ζει με την ανεργία, την οικονομία και πολιτιστική φτώχεια, τους ταξικούς φραγμούς στη μόρφωση, στην Υγεία κλπ.

Στα πλαίσια της λογικής της διαχείρισης του προβλήματος επιχειρείται η διασφάλιση των δυνατοτήτων διείσδυσης του ιδιωτικού κεφαλαίου, στις δραστηριότητες πρόληψης - θεραπείας - κοινωνικής επανένταξης, αλλά και η διασφάλιση των διαδικασιών άσκησης κοινωνικού ελέγχου σε όλο και μεγαλύτερες κατηγορίες νέων ανθρώπων και των οικογενειών τους. Η διαχειριστική λογική διασφαλίζει επίσης τους όρους και τις προϋποθέσεις διαιώνισης της επιχείρησης ενσωμάτωσης στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων μερίδας επιστημόνων.

Αναλυτικότερα, μπορούμε να πούμε ότι προκαλεί εντύπωση το γεγονός πως, ενώ η Ελλάδα παρουσιάζει τα μικρότερα ποσοστά χρήσης ναρκωτικών ουσιών, συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ (πλην αλκοόλ και διαλυτών), το βάρος της αντιναρκωτικής πολιτικής πέφτει στην υποκατάσταση και όχι στην πρωτογενή πρόληψη. Θα περίμενε κανείς, το βάρος να δοθεί στο μαθητικό και νεανικό πληθυσμό με ειδικά προγράμματα προληπτικών δραστηριοτήτων και τα οποία δεν υπάρχουν σήμερα. Η αποτελεσματικότητα τέτοιων προγραμμάτων είναι σίγουρο - και από τη διεθνή εμπειρία - ότι μπορεί να είναι πολύ μεγάλη.

Αντί αυτού, εξαγγέλλεται η ίδρυση 11 νέων μονάδων χορήγησης υποκατάστατων και μόνο 5 «στεγνών» νέων προγραμμάτων θεραπείας. Η «υποκατάσταση» διευρύνεται με τέτοιο τρόπο (σε επίπεδο δομών, φιλοσοφίας, πολιτικής, οικονομικών πόρων) σε βάρος της θεραπείας, που σε συνδυασμό και με την υποβάθμιση του ρόλου των προγραμμάτων έγκαιρης παρέμβασης για τους εφήβους χρήστες και τις οικογένειές τους, οδηγεί σε ένα εθνικό σχέδιο «υποκατάστασης» και όχι αντιμετώπισης των ναρκωτικών ουσιών.

Για ποια όμως «υποκατάσταση» μιλάμε όταν το πρόβλημα σήμερα είναι η πολυτοξικομανία; Πόσα υποκατάστατα θα χορηγούνται και για πόσες ναρκωτικές ουσίες;

Η λογική των υποκατάστατων των οπιοειδών σε συνθήκες πολυτοξικομανίας είναι μια υποκριτική λογική που οδηγεί στη συντήρηση, στη νομιμοποίηση και τη διαιώνιση του προβλήματος των ναρκωτικών. Είναι εξωφρενικές οι απόψεις ότι η τοξικομανία είναι μια χρόνια υποτροπιάζουσα νόσος και άρα ο τοξικομανής δε γίνεται καλά.

Οι προσπάθειες να χαρακτηριστεί ο τοξικομανής άρρωστος στοχεύουν στην ιατρικοποίηση του φαινομένου της εξάρτησης και στη μετατόπιση των προβληματισμών από το κοινωνικό στο ιατρικό και ψυχολογικό επίπεδο.

Οι θεωρίες περί εστιασμού της εξάρτησης σε συγκεκριμένα κέντρα του εγκεφάλου αφενός μεν βιολογικοποιούν ένα κοινωνικό φαινόμενο που είναι η εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες και αφετέρου νομιμοποιούν τις προσπάθειες άσκησης κοινωνικού ελέγχου.

Η μονοδιάστατη θεώρηση του ανθρώπου, διά μέσου του χυδαίου βιολογισμού, υποβιβάζει τον άνθρωπο στο επίπεδο των βιολογικών λειτουργιών και ταυτόχρονα επιχειρεί να ερμηνεύσει τις πραγματικές ανθρώπινες, δηλαδή τις κοινωνικές, ψυχολογικές, πολιτιστικές, ιδεολογικές και άλλες λειτουργίες με ένα φασιστικό τρόπο. Η διολίσθηση προς τη βαρβαρότητα, βασιζόμενη στην ηθική του κέρδους δεν έχει όρια. Η βιολογικοποίηση των ανθρώπινων συμπεριφορών, είναι η αρχή για τη βιολογικοποίηση των βασικών - ακόμη και αυτών των αστικών - δημοκρατικών λειτουργιών των ανθρώπινων κοινωνιών.

Η ελευθερία έκφρασης, η ελευθερία του να διαδηλώνουν οι άνθρωποι τις απόψεις τους, η ελευθερία του να υπερασπίζονται ακόμη και τα στοιχειώδη δικαιώματά τους θα κρίνονται με βιολογικούς, ψυχολογικούς, ιατρικούς όρους και ανάλογα θα αντιμετωπίζονται από τις κοινωνίες των λίγων, των δυναστών.

Τρομάζει η σκέψη να χαρακτηρίζονται όλοι όσοι αγωνίζονται για το δικαίωμα στη ζωή ως άτομα με «προβλήματα συμπεριφοράς» ή «προβλήματα προσωπικότητας» κλπ. Το παράδειγμα με το συνδικαλιστή ναυτεργάτη Γιάννη Μανουσογιαννάκη και το νεκρό 20χρονο διαδηλωτή στη Γένοβα, μας υπενθυμίζουν ότι αυτή η λογική είναι ήδη παρούσα. Θα θυμούνται όλοι ότι στο κατηγορητήριο για τον Μανουσογιαννάκη υπήρχε η θέση ότι είναι άτομο με «επιθετική συμπεριφορά». Για τον 20χρονο νεκρό διαδηλωτή της Γένοβας, με χυδαίο τρόπο αλλά και με συμπεριφορά πολιτικής αλητείας, οι δολοφόνοι του προπαγάνδισαν μέσα από τα ιδιόκτητα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσής τους ότι είχε συμπεριφορές «επαιτείας» και συμπεριφορές που χαρακτηρίζονται από ακραία «ψυχολογικά προβλήματα».

Με τη βιολογικοποίηση της εξάρτησης και των ανθρώπινων συμπεριφορών, δοκιμάζεται πάνω σε μια «περιθωριακή» για την κυρίαρχη ιδεολογία ομάδα ανθρώπων (τοξικομανείς), η βιολογικοποίηση των βασικών αστικών δημοκρατιών λειτουργιών των σημερινών κοινωνιών.

Σε αυτά τα πλαίσια, εξαγγέλλεται επίσης και η δημιουργία πέντε νέων πιλοτικών μονάδων χορήγησης υποκατάστατων ή και ανταγωνιστών από το ΕΣΥ. Ετσι το ΕΣΥ γίνεται όργανο του κράτους για τη νομιμοποίηση των ναρκωτικών ουσιών και ο Ελληνας φορολογούμενος «αιμοδότης» των νόμιμων εμπόρων ναρκωτικών ουσιών που θα είναι πλέον οι φαρμακευτικές εταιρίες.

Τόσο το γεγονός ότι τα προγράμματα πρόληψης που λειτουργούν σε επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν έναν αποσπασματικό και ασυντόνιστο μεταξύ τους χαρακτήρα, όσο και το γεγονός ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση αδυνατεί να ανταποκριθεί στο 50% των υποχρεώσεών της (το υπόλοιπο 50% καλύπτεται από τον ΟΚΑΝΑ), δεν πάρθηκαν υπόψη.

Κατά συνέπεια, προκαλεί ερωτηματικά η εμμονή να ανατεθεί ολόκληρο το οικονομικό βάρος των 55 κέντρων πρόληψης στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και επιπλέον ερωτηματικά η ένταξη των 27 νέων κέντρων πρόληψης στο ίδιο καθεστώς (50% κάλυψη από την ΤΑ, 50% κάλυψη από τον ΟΚΑΝΑ).

Εάν μάλιστα, συσχετίσει κανείς τις προσπάθειες απαξίωσης, ουσιαστικά, των κέντρων πρόληψης και με τη δυνατότητα που παρέχεται στους ιδιώτες να ιδρύουν ΝΠΙΔ κοινωφελούς χαρακτήρα και έτσι να ιδιωτικοποιείται στην πράξη η πρόληψη, τότε τα ερωτηματικά είναι αμείλικτα.

Οι εξαγγελίες για συμμετοχή της κοινωνίας στην αντιμετώπιση του κοινωνικού φαινομένου των ναρκωτικών είναι περιβεβλημένες με περίσσια υποκρισία, αφού η εκπόνηση του σχεδίου έγινε ερήμην των φορέων που δραστηριοποιούνται ενάντια στα ναρκωτικά, των θεραπευτικών προγραμμάτων και κοινοτήτων (18 Ανω ΚΕΘΕΑ), του μαζικού κινήματος γενικότερα.

Είναι υποκριτικές εξαγγελίες επίσης, γιατί σύμφωνα με τα όσα ανέφερε, ο πρωθυπουργός, ο ΟΚΑΝΑ μετατρέπεται σε ένα γραφειοκρατικό όργανο που θα τελεί υπό κυβερνητικό έλεγχο, θα ελέγχει και θα συντονίζει όλες τις υπηρεσίες αντιμετώπισης των ναρκωτικών στην Ελλάδα, θα κατανέμει τα κονδύλια χωρίς ουσιαστικό έλεγχο αφού στην 7μελή διοίκηση που θα διορίζεται κατευθείαν από την κυβέρνηση δε θα υπάρχει αντιπροσώπευση θεραπευτικών μονάδων, κοινωνικών φορέων, του μαζικού λαϊκού και νεολαιίστικου κινήματος.

Σκοπός τους είναι η αντιναρκωτική πολιτική να χαράσσεται ερήμην της ελληνικής κοινωνίας με αδιαφανή τρόπο.

Αυτός ο γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός δεν καταργεί απλά την αυτονομία των φορέων που εμπλέκονται στην πάλη ενάντια στα ναρκωτικά, αλλά ανατρέπει τις προσπάθειες για μια ορθολογική ανακατανομή τόσο των πόρων όσο και των προτεραιοτήτων στο επίπεδο της πρόληψης, της θεραπείας, της κοινωνικής επανένταξης, της «υποκατάστασης», της εκπαίδευσης και της έρευνας.

Πράγματι, σε ό,τι αφορά τους τομείς εκπαίδευσης και έρευνας τα θεραπευτικά προγράμματα και οι θεραπευτικές κοινότητες παραγκωνίζονται και το πάγιο αίτημά τους για συμμετοχή τόσο στη διαμόρφωση της αντιναρκωτικής πολιτικής όσο και στη διαμόρφωση της πολιτικής εκπαίδευσης και έρευνας χαρακτηρίζεται με αλαζονικό τρόπο σαν εχθρότητα προς αντίστοιχους με τα παραπάνω αντικείμενα πανεπιστημιακούς φορείς.

Τα προβλήματα της εκπαίδευσης και της έρευνας υπάρχουν με ευθύνη της Πολιτείας, αφού ο ουσιαστικός σκοπός της δεν είναι η ελεύθερη ανάπτυξη των δυο αυτών νευραλγικών τομέων αλλά ο ασφυκτικός έλεγχός τους κι ο υποβιβασμός τους σε όργανο προώθησης της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής. Αυτές οι προσπάθειες κυβερνητικού ελέγχου θεσμοθετούνται με τη δημιουργία του Ινστιτούτου Ουσιοεξαρτήσεων και τοξικομανίας, αφού στο ρόλο του θα είναι - μεταξύ άλλων - κι ο έλεγχος με αδιαφανή τρόπο καταξιωμένων μέχρι σήμερα θεραπευτικών προγραμμάτων και κοινοτήτων. Για παράδειγμα, με ποιο τρόπο το Ινστιτούτο θα πιστοποιεί τα παραπάνω καταξιωμένα μέχρι σήμερα προγράμματα; Από ποιους θα αποτελείται; Μήπως δημιουργείται για να ελέγχει από τη μια μεριά τη λειτουργία των δημόσιων προγραμμάτων και από την άλλη μεριά να νομιμοποιεί με τις πιστοποιήσεις τις δραστηριότητες της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στην απεξάρτηση;

Η πρόβλεψη για κλειστό ημερήσιο νοσήλιο μειώνει τη θεραπεία απεξάρτησης στο επίπεδο της κλινικής σωματικής αποτοξίνωσης και μεταθέτει ταυτόχρονα νέα οικονομικά βάρη στα ασφαλιστικά ταμεία.

Στο επίπεδο της αποκατάστασης και της κοινωνικής επανένταξης των εξαρτημένων, η λειτουργία προγραμμάτων κατάρτισης και προώθησης στην αγορά εργασίας (εδώ εξαντλούνται οι προτάσεις) δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ανακατανομή οικονομικών πόρων προς τις τσέπες του ιδιωτικού κεφαλαίου. Σε ό,τι αφορά στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο αντιμετώπισης των ναρκωτικών τα πράγματα παραμένουν ως έχουν, με αποτέλεσμα οι απεξαρτημένοι να συνεχίζουν να πηγαίνουν στις φυλακές για αδικήματα που διέπραξαν όταν ήταν στη χρήση.

Τα ίδια ισχύουν και για τα αναφερόμενα μέτρα κατά της σχολικής διαρροής. Για ποια μέτρα μιλάμε όταν η σχολική διαρροή έχει ουσιαστικά θεσμοθετηθεί με τη λεγόμενη «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση»; Πρόσφατα εκτιμήθηκε ότι η νόμιμη διαρροή από το Λύκειο είναι της τάξης του 50%.

Στον τομέα της πρόληψης στα σχολεία, οι αναφορές στην αγωγή υγείας δεν παίρνουν υπόψη τους την παντελή έλλειψη υποδομής για κάτι τέτοιο. Πόσους για παράδειγμα, σχολικούς ψυχολόγους έχουμε στα σχολεία της χώρας; Ποια προγράμματα εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών έχουμε και ποιος είναι ο χαρακτήρας τους; Πώς και κάτω από ποιες διαδικασίες τέτοια προγράμματα θα μπορούν να συνδέονται με τους αρμόδιους για την αντιμετώπιση των ναρκωτικών φορείς;

Η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών χωρίς συγκεκριμένο πλαίσιο είναι υποκρισία. Τα μέχρι σήμερα αντίστοιχα προγράμματα έχουν βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα, είναι αποσπασματικά και ασυντόνιστα και εξαντλούνται στο επίπεδο της ελλιπούς ενημέρωσης.

Σε ποια «κοινωνική συνοχή» αναφέρονται οι πρωθυπουργικές εξαγγελίες, όταν διεξάγεται ένας αμείλικτος κοινωνικός πόλεμος με ανέργους, σχολικές διαρροές και ταξικούς φραγμούς στη μόρφωση, στην Υγεία, με ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, με την κατάργηση του κράτους πρόνοιας, με τα θύματα της υποκουλτούρας και των ναρκωτικών;

Σε αυτά τα πλαίσια, οι κυβερνητικές εξαγγελίες για την αντιμετώπιση του κοινωνικού φαινομένου των ναρκωτικών μπορούν να χαρακτηριστούν σαν προτάσεις συντήρησης και διαιώνισης του προβλήματος.


Ηλίας ΜΙΧΑΛΑΡΕΑΣ
Δρ. Ψυχολογίας, μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ενωσης Νοσοκομειακών Ψυχολόγων