ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
Αντιπαράθεση με αφορμή την απειλή κυρώσεων σε Πορτογαλία - Ισπανία
Σάββατο 16 Ιούλη 2016

Από την πρόσφατη συνεδρίαση του Συμβουλίου υπουργών Οικονομικών
Η πρόθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να επιβάλει κυρώσεις - πρόστιμα στις δύο χώρες της Ιβηρικής Χερσονήσου, Πορτογαλία και Ισπανία, για τη μη συμμόρφωση με τις οδηγίες περί μείωσης του ελλείμματος κάτω από 3% (το λεγόμενο Σύμφωνο Σταθερότητας), σηματοδοτεί μια νέα φάση στις αντιθέσεις και τις πολλές ταχύτητες που υπάρχουν στην ΕΕ. Αν αυτό συνδυαστεί με τις δυσκολίες ανάκαμψης από την καπιταλιστική κρίση στην Ευρωζώνη και την ΕΕ και με το γεγονός ότι η Γαλλία, τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στην ΕΕ (τουλάχιστον όσο συμμετέχει ακόμα και η Βρετανία, που είναι δεύτερη) και δεύτερη στην Ευρωζώνη μετά τη Γερμανία, που έχει εξασφαλίσει παράταση για δύο χρόνια από την τυπική εφαρμογή της συμφωνίας για το έλλειμμα, γίνεται φανερό ότι το μείγμα γίνεται ακόμα πιο εκρηκτικό και οι «γκρίνιες» των πιο αδύναμων φουντώνουν. Δεν είναι άσχετη με αυτή την κατάσταση και η συζήτηση και αντιπαράθεση που αναπτύσσεται στην τρίτη οικονομία της Ευρωζώνης, την Ιταλία, σχετικά με την ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, αφού αρκετές από αυτές βρίσκονται εκτεθειμένες σε πολλά «κόκκινα» δάνεια, τόσο επιχειρήσεων όσο και πολιτών που χρεώθηκαν για να καλύψουν βασικές τους ανάγκες.

Ολα αυτά, βεβαίως, είναι εκφράσεις και απόρροια των συνεπειών της κρίσης και της πολιτικής εξόδου απ' αυτήν σε όφελος του κεφαλαίου, σε συνδυασμό με την ανισόμετρη καπιταλιστική ανάπτυξη, που τελικά πληρώνουν με απώλεια δικαιωμάτων και περικοπές όλοι οι λαοί των χωρών - μελών της ΕΕ, ανεξάρτητα από το εάν τα καπιταλιστικά κράτη έχουν μνημόνιο, από το πόσο μεγάλο είναι το δημόσιο χρέος ή τι μείγμα αστικής διαχείρισης εφαρμόζεται. Ειδικά οι εκκλήσεις για «χαλάρωση της λιτότητας» που προβάλλουν η Πορτογαλία, η Γαλλία και η ελληνική «αριστερή» κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, όσο κι αν παρουσιάζονται ως δήθεν «αγωνία» για την κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προβολή των αξιώσεων των αστικών τάξεων, των κεφαλαιοκρατών μέσω του πολιτικού τους προσωπικού, για να ξεπεραστούν οι επιπτώσεις της κρίσης και να «ρεύσει» ζεστό χρήμα για ένα νέο κύκλο κερδοφορίας. Που, βεβαίως, θα «πατήσει» στα ερείπια των εργατικών - λαϊκών δικαιωμάτων.

Πιέσεις για τον κίνδυνο ...φαινομένου «ντόμινο»

Η απόφαση του Συμβουλίου των υπουργών Οικονομικών της ΕΕ (ΕΚΟΦΙΝ), όπου φυσικά συμμετείχε και ο Ελληνας υπουργός, Ευ. Τσακαλώτος, την Τετάρτη, να δώσουν το «πράσινο φως» για την επιβολή κυρώσεων σε Πορτογαλία και Ισπανία, είναι μια πρωτόγνωρη διαδικασία που ακολουθείται για πρώτη ουσιαστικά φορά (τουλάχιστον ως απειλή, που μένει να φανεί πώς θα εκδηλωθεί), αλλά όπως αναφέραμε παραπάνω είναι έκφραση της όξυνσης των αντιθέσεων στη λυκοσυμμαχία του κεφαλαίου, στο οικοδόμημα της ΕΕ, που και η απόφαση της Βρετανίας να αποχωρήσει από αυτό, το επιβεβαιώνει επίσης. Είναι όμως και «προειδοποιητική βολή» για τον περιορισμό - υποτίθεται - του «ιού» και σε άλλες χώρες και για ...φρονηματισμό. Ωστόσο, οι αντιθέσεις είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα, όπως και η ανάγκη κρατικής χρηματοδότησης στο κεφάλαιο για επενδύσεις, που δυσκολεύει τη συμμόρφωση με τους δείκτες του Συμφώνου Σταθερότητας στο έλλειμμα και στο κρατικό χρέος ή ακόμη και οι τεράστιες δυσκολίες για ορισμένες χώρες να επιβάλουν νέα βαριά φορολογία στο λαό και περικοπές στον κρατικό προϋπολογισμό.

Στο ανακοινωθέν που εκδόθηκε από τη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ΕΕ, σημειώνεται ότι οι δύο χώρες δεν θα μειώσουν τα ελλείμματά τους κάτω του 3% που προβλέπεται από την ΕΕ, μέχρι την προθεσμία που έχει τεθεί, και διαπιστώνεται ότι «η δημοσιονομική προσπάθεια ήταν κατά πολύ κατώτερη αυτού που είχε προταθεί». Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η μεν Πορτογαλία έχει έλλειμμα στον προϋπολογισμό του 2015 4,2% του ΑΕΠ και η δε Ισπανία 5,1% του ΑΕΠ.

Ετσι, η εν λόγω απόφαση δεν ήρθε ως «κεραυνός εν αιθρία», άλλα προετοιμάζονταν εδώ και καιρό. Με βάση το τυπικό, οι κυρώσεις για το υπερβολικό έλλειμμα στηρίζονται στο άρθρο 126 (παρ. 8) της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Η διαδικασία που θα ακολουθηθεί είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσα σε 20 μέρες να προτείνει περαιτέρω αποφάσεις του Συμβουλίου για την επιβολή προστίμων, τα οποία θα ανέρχονται στο 0,2% του ΑΕΠ. Αφήνεται, βεβαίως, η δυνατότητα σε Πορτογαλία και Ισπανία, αν μπορέσουν να υποβάλουν αιτιολογημένα αιτήματα μέσα σε 10 μέρες, να μειωθούν περισσότερο τα πρόστιμα. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του Γάλλου Ευρωπαίου Επίτροπου Πιέρ Μοσκοβισί, που (προφανώς επιδιώκοντας να ...φυλάξει τα «νώτα» του, αφού και η κατάσταση της γαλλικής οικονομίας δεν είναι καλή) σημείωσε ότι «είναι πιθανό οι κυρώσεις αυτές να ισοδυναμούν με μηδέν, υπό την προϋπόθεση ότι οι κυβερνήσεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας θα μας δώσουν τις απαντήσεις που περιμένουμε ως προς το πώς θα μειώσουν τα ελλείμματά τους», δηλαδή βλέπε νέα αντιλαϊκά μέτρα και περικοπές.

Αντιδράσεις από τις αστικές κυβερνήσεις Πορτογαλίας και Ισπανίας

Οπως ήταν αναμενόμενο, η απόφαση των υπουργών Οικονομικών προκάλεσε τις αντιδράσεις των αστικών κυβερνήσεων των δύο χωρών της Ιβηρικής. Ο σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός της Πορτογαλίας, Αντόνιο Κόστα (με τη στήριξη και του Πορτογαλικού ΚΚ στο όνομα μιας «αριστερής διαχείρισης» του καπιταλισμού), είχε ήδη από τις 7 Ιούλη προειδοποιήσει ότι «εάν οι Βρυξέλλες εφαρμόσουν κυρώσεις κατά της Λισαβόνας εξαιτίας των δημοσιονομικών παρεκκλίσεων, είναι πιθανόν να υπάρξει κύμα ευρωσκεπτικισμού στη χώρα». Είχε πει χαρακτηριστικά:

«Οι κυρώσεις δεν θα γίνουν κατανοητές από τον πορτογαλικό λαό, που πέρασε μία σοβαρή οικονομική ύφεση και επιβαρύνθηκε με μέτρα λιτότητας, και θα υπάρξει κίνδυνος να αναπτυχθούν αντιευρωπαϊκά αισθήματα». Μάλιστα, το συνέδεσε με «το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις επιπτώσεις του στην Ευρωπαϊκή Ενωση», ζητώντας «ευελιξία», στην πραγματικότητα για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα του πορτογαλικού κεφαλαίου που χάνει στον ανταγωνισμό.

Επίσης, σε πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σχετικά με το πορτογαλικό τραπεζικό σύστημα, αναφερόταν ότι αυτό «συνεχίζει να λειτουργεί σε ένα δύσκολο περιβάλλον» και συμπληρωνόταν ότι «οι τράπεζες έχουν ρευστότητα, αλλά η αδύναμη ποιότητα ενεργητικού, τα χαμηλά περιθώρια επιτοκίων, καθώς και υποτονική αύξηση των χορηγήσεων, παραμένουν τροχοπέδη για την κερδοφορία τους. Η διαδικασία της εξυγίανσης των ισολογισμών έχει προχωρήσει πολύ αργά, με ένα μεγάλο μερίδιο τραπεζικών assets να είναι ακόμα συνδεδεμένα με επιχειρήσεις χαμηλής παραγωγικότητας, περιορίζοντας έτσι την οικονομική δραστηριότητα».

Επιπλέον, το δημόσιο χρέος είναι περίπου στο 130% του ΑΕΠ και ορισμένοι αναλυτές πιστεύουν ότι θα μπορούσε να παραμείνει πάνω από το 130% μέχρι το 2020 και ήδη εκφράζονται φόβοι ότι παρότι «βγήκε από το μνημόνιο» η χώρα (βλέπε οι κεφαλαιοκράτες), θα χρειαστούν νέο πρόγραμμα χρηματοδότησης.

Ενδεικτικό είναι και το «μίνι» διπλωματικό επεισόδειο της περασμένης βδομάδας, όταν το υπουργείο Εξωτερικών της Πορτογαλίας κάλεσε τον πρεσβευτή της Γερμανίας και του επέδωσε διαμαρτυρία για τις δηλώσεις του Γερμανού υπουργού Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, στις 30 Ιούνη, περί ενός ενδεχόμενου νέου προγράμματος που θα συνοδεύεται από σκληρούς όρους. Η πορτογαλική κυβέρνηση είχε μιλήσει για «άδικες και μη φιλικές δηλώσεις». Βεβαίως, στη συνέχεια η υπόθεση «μαζεύτηκε» και από τις δύο πλευρές.

Σε ό,τι αφορά την ισπανική κυβέρνηση του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος, που είναι υπηρεσιακή (από το Δεκέμβρη του 2015 και συνεχίζονται τα παζάρια για σχηματισμό νέας μετά τις εκλογές της 26ης Ιούνη) δια μέσω του υπουργού Οικονομικών, Λούις ντε Γκίντος, έσπευσε να δηλώσει ότι θα προτείνει μια αύξηση της φορολογίας, για μειωθεί το έλλειμμα το 2017 κάτω από το 3% του ΑΕΠ. Γίνεται λόγος αρχικά για «φορολογία εταιρειών με δημοσιονομικό όφελος 6 δισ. ευρώ», αλλά είναι γνωστό ότι συνήθως τα βασικά ...υποζύγια που χαρατσώνονται είναι τα λαϊκά στρώματα. Με αυτό το σκεπτικό, η ισπανική κυβέρνηση απέστειλε αίτημα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την περαιτέρω μείωση ή και ακύρωση των προστίμων, όπως επιβεβαίωσε την Πέμπτη εκπρόσωπος της Επιτροπής.

Πάντως, μεγάλοι τραπεζικοί οργανισμοί και τα επιτελεία τους όπως η Barclays εκτιμούν ότι η ανάπτυξη στην Πορτογαλία θα πέσει κάτω από το 1% το 2016, ενώ και η Citigroup στις αναλύσεις αναφέρει ότι οι αρνητικές επιπτώσεις από το Brexit θα χτυπήσουν πρώτα και κύρια τις χώρες της περιφέρειας της ΕΕ, δηλαδή την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιταλία και την Ελλάδα.


Δημήτρης ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ