ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΠΟΤΑΜΙ
Οι υψηλοί τόνοι δεν κρύβουν τη στρατηγική σύμπλευση με την κυβέρνηση
Κυριακή 18 Σεπτέμβρη 2016

Προσερχόμενοι ο ένας μετά τον άλλον οι αρχηγοί των αντιπολιτευόμενων αστικών κομμάτων στη ΔΕΘ, και προκειμένου να δώσουν το δικό τους πολιτικό στίγμα απέναντι στην κυβέρνηση, επιχειρούν να στήσουν ένα αντι-αφήγημα κόντρα στο δικό της, το οποίο, ωστόσο, καθώς κινείται πάνω στους ίδιους αντιλαϊκούς άξονες, δεν μπορεί να κρύψει τη στρατηγική τους σύμπλευση στους στόχους του κεφαλαίου που από κοινού υπηρετούν:

Το πώς θα στηριχτεί η ανάκαμψη των ντόπιων επιχειρηματικών ομίλων. Με ποιο μείγμα θα επιτευχθεί ταχύτερα η αναθέρμανση της εγχώριας καπιταλιστικής οικονομίας. Πώς θα εξοικονομηθούν παραπέρα πόροι από τον κρατικό κορβανά για την περαιτέρω ενίσχυση των «καρχαριών». Πώς θα πειστεί ο λαός να στρατευτεί στους τέτοιους βαθιά αντιλαϊκούς στόχους.

Γι' αυτόν το λόγο, την ταύτισή τους στα ζητούμενα του κεφαλαίου, αλλά και το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του τα υπηρετούν πιστά, λαμβάνοντας μάλιστα ως τέτοια αναγνώριση ευμενή σχόλια από στελέχη της ντόπιας αστικής τάξης, και εταίρους και δανειστές της στο εξωτερικό, η αστική αντιπολίτευση δυσκολεύεται να αντιπαρατεθεί στα κύρια και ανεβάζει τους τόνους σε θέματα όπως η λεγόμενη διαφθορά, οι τηλεοπτικές άδειες, το ποιος είναι ικανότερος και αποτελεσματικότερος διαχειριστής κ.ο.κ.

Ο Κυρ. Μητσοτάκης

Ενδεικτικά, ο πρόεδρος της ΝΔ, Κυρ. Μητσοτάκης, ήδη από την προηγούμενη βδομάδα σε συνέντευξή του στον τηλεοπτικό ΣΚΑΪ, ζεσταίνοντας το κλίμα ενόψει ΔΕΘ, έσπευδε να παράσχει σειρά διαβεβαιώσεων στο κεφάλαιο ότι είναι πολύ πιο έτοιμος και αποφασισμένος από τον Αλ. Τσίπρα να υλοποιήσει με αποτελεσματικό τρόπο τα αντιλαϊκά μέτρα - προαπαιτούμενα για την αναθέρμανση της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Ασκώντας κριτική - αλλά, αντικειμενικά, και πίεση - στην κυβέρνηση για το «τρέξιμο» των αναδιαρθρώσεων, έλεγε: «Το πρόβλημα αυτήν τη στιγμή είναι ότι, δυστυχώς, και αυτό το πρόγραμμα το οποίο συμφωνήθηκε, ως προς τα σωστά του δεν εφαρμόζεται, γιατί (...) δεν μπορείς να κάνεις "ολίγον" μεταρρυθμίσεις. 'Η κάνεις μεταρρυθμίσεις ή δεν κάνεις μεταρρυθμίσεις. Αυτή η κυβέρνηση δεν κάνει καμία ουσιαστική μεταρρύθμιση. Και ως προς το δημοσιονομικό σκέλος, δυστυχώς αυτό το οποίο συμβαίνει, είναι ότι ακολουθείται η λάθος συνταγή».

Εμφανίζοντας, δε, εαυτόν ως πιο κατάλληλο για να παζαρέψει τους στόχους του κεφαλαίου με τους «εταίρους» του στο εξωτερικό, προσέθετε: «Το βασικό πρόβλημα της χώρας σήμερα είναι η αξιοπιστία. Η χώρα μπορεί να διεκδικήσει από την Ευρώπη κάτι καλύτερο και στο χρέος και στο πρωτογενές πλεόνασμα. Το θεωρώ απολύτως επιβεβλημένο την επομένη μέρα, μετά το 2018, να υπάρχει μείωση των στόχων του τωρινού πλεονάσματος. Εμείς τι συνεισφέρουμε σε αυτήν τη συζήτηση; Την καθυστέρηση στις μεταρρυθμίσεις (...) Με αυτά τα μυαλά φοβάμαι ότι η χώρα γίνεται ολοένα και πιο αναξιόπιστη. Γι' αυτό και λέω ότι η πολιτική αλλαγή είναι προϋπόθεση εμπιστοσύνης και η εμπιστοσύνη είναι καθοριστική για να μπορούμε να πετύχουμε και μία νέα συμφωνία με την Ευρώπη».

Σε άλλο σημείο της συνέντευξής του, τονίζοντας και αυτός την ανάγκη του κεφαλαίου για επιτάχυνση της αντιλαϊκής επίθεσης, σημείωνε: «Δεν αντέχει η χώρα άλλη μια παράταση της διαπραγμάτευσης. Διότι κάποια στιγμή στις αρχές του 2017 τελειώνουν και πάλι τα λεφτά. Και κάθε φορά που βρισκόμαστε με την πλάτη στον τοίχο παίζεται το ίδιο παιχνίδι. Πιο αυστηρά μέτρα, η οικονομία βουλιάζει πιο βαθιά σε ύφεση (...) Εχει ευθύνη ο κ. Τσίπρας να πάρει τα 2,8 δισ. και να υλοποιήσει τα προαπαιτούμενα και να κλείσει και τη δεύτερη αξιολόγηση το συντομότερο δυνατό. Αν δεν μπορεί να το κάνει να σηκωθεί να φύγει, να παραιτηθεί».

Στο πλαίσιο του διαγκωνισμού για το ποιος... πιστεύει περισσότερο τις αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις, ο Κυρ. Μητσοτάκης διαβεβαίωνε: «Εγώ θα κάνω μεταρρυθμίσεις (...) και θα τις κάνω όχι γιατί είναι στο μνημόνιο αλλά γιατί έτσι πιστεύω. Γιατί πιστεύω ότι υπάρχει ένας άλλος δρόμος, φιλελεύθερος, που να στηρίζει την επιχειρηματικότητα, που να προσελκύει επενδύσεις, που να μειώνει και φορολογικούς συντελεστές και δαπάνες και να μπορεί να βάλει την οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης, ώστε να υπάρχει ένα δίκαιο κοινωνικό μέρισμα για όλους και να μη μένει κανείς πίσω».

Σε μια τέτοια βάση και προκειμένου να πείσει το λαό να υπομείνει την αντιλαϊκή κλιμάκωση, περιμένοντας τούτο το μέρισμα - ψίχουλα που θα του πετάξουν από το τραπέζι τους οι «καρχαρίες», ο Κυρ. Μητσοτάκης σημείωνε: «Η εντολή που πήρα είναι να προτείνω στους Ελληνες μία συμφωνία αλήθειας, έναν διαφορετικό δρόμο εξόδου από την κρίση. Και αυτός ο διαφορετικός δρόμος δεν μπορεί να στηρίζεται σε υποσχέσεις, σε παροχές χωρίς αντίκρισμα. Δεν πρόκειται να αντιγράψω τις κακές συνήθειες άλλων αρχηγών αξιωματικής αντιπολίτευσης».

Εξ ου και υποσχέθηκε μείωση και όχι κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, «μείωση» του Δημοσίου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, «μέσα από μια αναλογία αποχωρήσεων και νέων προσλήψεων» κ.λπ.

Αλλά και την Τρίτη, σε συνάντησή του, ενόψει ΔΕΘ, με εκπροσώπους των λεγόμενων «κοινωνικών εταίρων» (ΣΕΒ, ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ, ΣΕΤΕ, ΓΣΕΕ), εξηγούσε για το δικό του μείγμα διαχείρισης: «Θα προτάξουμε μια συμφωνία αλήθειας, η οποία στο επίκεντρό της θα έχει την ανάγκη η ελληνική οικονομία να δουλέψει ξανά. Πρέπει, επιτέλους, να μπει ένα τέλος στην υπερφορολόγηση των νοικοκυριών και της πραγματικής οικονομίας και να προωθήσουμε τις απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα ξανακάνουν την οικονομία μας ανταγωνιστική και θα παράγουν μια σταθερή και διατηρήσιμη ανάπτυξη». Λιγότεροι φόροι για το κεφάλαιο και τάχιστη προώθηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων οι βασικοί άξονες της πρότασής του, δηλαδή, «ντυμένοι» και με ολίγον ενδιαφέρον για τα «νοικοκυριά»...

Κι ακόμα: «Δεν θα κουραστώ να το λέω ότι χωρίς σημαντικές ιδιωτικές επενδύσεις, η ελληνική οικονομία δεν πρόκειται να ανακάμψει. Και στην προσπάθεια αυτή, για τη διαμόρφωση ενός καινούργιου επιχειρηματικού και κοινωνικού πεδίου, οι απόψεις όλων των κοινωνικών εταίρων είναι εξαιρετικά πολύτιμες. Η προσπάθεια την οποία πρέπει να καταβάλουμε είναι μια προσπάθεια συλλογική. Από αυτήν την προσπάθεια δεν μπορεί να λείπει κανένας. Ολοι πρέπει να βάλουμε πλάτη», πρόσθεσε, βάζοντας ουσιαστικά το λαό να ασπαστεί τα σχέδια και τους στόχους των μεγαλοεπιχειρηματιών, όντας σε ευθεία αντίθεση με τα δικά του συμφέροντα.

Στον ίδιο καμβά, καλλιέργειας συναίνεσης στους στόχους του κεφαλαίου, συμπλήρωνε: «Η Πολιτεία, οι επιχειρήσεις, οι εργαζόμενοι και φυσικά πρώτος ο πολιτικός κόσμος, μέσα από ένα πνεύμα συνεννόησης, χωρίς ψεύτικους διχασμούς και διαχωριστικές γραμμές πρέπει, επιτέλους, να προτάξουμε ένα εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων και αλλαγών, που θα βάλουν την ελληνική οικονομία σε μια πραγματικά αναπτυξιακή τροχιά».

Η Φ. Γεννηματά

Τα ίδια πάνω - κάτω, με αξιοσημείωτη, μάλιστα, ομοιότητα ακόμα και στα λεκτικά σχήματα, έλεγε τη Δευτέρα από το βήμα της ΔΕΘ η Φώφη Γεννηματά, παρουσιάζοντας το «Νέο Εθνικό Αναπτυξιακό και Παραγωγικό Σχέδιο» της Δημοκρατικής Συμπαράταξης.

Ασκώντας κριτική στην κυβέρνηση και προσωπικά στον πρωθυπουργό, για αδυναμία να διαχειριστεί τα προβλήματα της εγχώριας καπιταλιστικής οικονομίας, έβαλε θέμα να σχηματιστεί «μια άλλη κυβέρνηση», με «άλλο πρωθυπουργό». «Μια κυβέρνηση με ενισχυμένη αξιοπιστία και ευρεία λαϊκή στήριξη μπορεί να συζητήσει, να τεκμηριώσει και να πείσει τους εταίρους και τη διεθνή επενδυτική αγορά», ισχυρίστηκε, «μπορεί να εξασφαλίσει πολιτική σταθερότητα και να προχωρήσει τις αναγκαίες προοδευτικές μεταρρυθμίσεις. Μπορεί να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στους επενδυτές και να πυροδοτήσει την αναπτυξιακή έκρηξη. Μπορεί να χτυπήσει το λαϊκισμό γιατί θα σταματήσει να πετροβολά ο δεύτερος και να υπόσχεται τα πάντα στους πάντες».

Για να γίνουν αυτά είπε - και αυτή - πως χρειάζεται «εθνική συνεννόηση», ώστε να βρεθεί λύση εντός της παρούσας Βουλής. Κι όλα αυτά, ώστε να έχουμε τι άλλο; «Επιτάχυνση τολμηρών προοδευτικών μεταρρυθμίσεων», «αναδιάρθρωση και απομείωση του δημόσιου χρέους», «μείωση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα από το 3,5% στο 2% για τα έτη 2018 - 2020», με ταυτόχρονη «προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων», αλλά και «δημιουργία των όρων για επενδύσεις από τη μεσαία τάξη και τα μεσαία εισοδήματα». Στην ίδια βάση, τόνισε ότι «στο κλίμα θα συμβάλει καθοριστικά η υλοποίηση των αποκρατικοποιήσεων για τις οποίες έχει ήδη δεσμευθεί η χώρα». Ζητήματα όλα που ιεραρχούν ψηλά στις προτεραιότητές τους οι επιχειρηματικοί όμιλοι.

Ο Στ. Θεοδωράκης

Στην ίδια ...διάλεκτο, με ταυτόσημη ορολογία, και ο επικεφαλής του Ποταμιού, ο οποίος εξέφραζε, την Τετάρτη στη Θεσσαλονίκη, την πρόθεσή του να καλέσει όλες τις «μεταρρυθμιστικές και εκσυγχρονιστικές δυνάμεις» να βρουν λύση στο «αδιέξοδο της χώρας» και να δημιουργήσουν ένα «νέο κίνημα».

Απέρριψε την πιθανότητα συνεργασίας, τώρα, με τον ΣΥΡΙΖΑ, παρ' όλο που εκτιμά πως εκεί «υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που προσπαθούν». Ξορκίζοντας, βέβαια, τον κίνδυνο της ακυβερνησίας, ως βλαβερή για την πορεία της καπιταλιστικής, οικονομίας, διαβεβαίωνε: «Σε ό,τι αφορά τις μετεκλογικές συνεργασίες, το Ποτάμι θα φροντίσει να συνομιλήσει με βάση ένα μεγάλο σχέδιο συγκεκριμένων αλλαγών (...) Θα προσέλθουμε στο διάλογο της επόμενης μέρας με έναν κατάλογο αλλαγών, με πρώτη θέση στη λίστα τη μείωση του κομματικού κράτους. Με βάση τις μεταρρυθμιστικές προτάσεις του Κινήματος θα συζητήσουμε με τον νικητή για να δούμε αν μπορούμε να στηρίξουμε μια κυβέρνηση».

Παράλληλα, αφού πρώτα αναγνώρισε ...αγαθές προθέσεις σε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, φρόντισε να αναγνωρίσει τέτοιες και στον Κυρ. Μητσοτάκη, σκιαγραφώντας την κοινή βάση όπου κινούνται όλοι τους: «Πριν γίνει αρχηγός της ΝΔ είχε πολλές, κοινές με το Ποτάμι, απόψεις αλλά τώρα πλέον πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να εκσυγχρονίσει το κόμμα του, κάτι το οποίο δεν διαφαίνεται για την ώρα».

Τέλος, όπως και ο Κυρ. Μητσοτάκης προηγούμενα, έτσι και ο Στ. Θεοδωράκης κάλεσε «να περάσουμε την αξιολόγηση όπου πάλι έχουμε μείνει πολύ πίσω. Δεν θα πρέπει να διακινδυνεύσουμε την παρουσία μας στην Ευρώπη, πρέπει να πείσουμε τους Ευρωπαίους ότι είμαστε παρόντες στην Ευρωπαϊκή οικογένεια και μετά να πάμε εκλογές». Αλλη μια φορά, δηλαδή, ο λαός να δεχτεί νέα σκληρά μέτρα για να μη διακινδυνεύσει η στρατηγική επιλογή της ντόπιας αστικής τάξης για ΕΕ και ευρώ.

Στρατηγική επιλογή που, διόλου τυχαία, με τα ίδια επιχειρήματα, υπηρετήθηκε και ένα χρόνο πριν, όταν όλοι οι προαναφερόμενοι, μαζί και τα κόμματα της συγκυβέρνησης, ψήφισαν από κοινού το τρίτο μνημόνιο, με τα προαπαιτούμενά του, ακριβώς με τα ίδια επιχειρήματα κι εκβιαστικά προς το λαό ψευτοδιλήμματα, ώστε να μην εξωθηθεί η εγχώρια καπιταλιστική οικονομία εκτός Ευρωζώνης και ΕΕ.


Θ. Μπ.