Δουλιά εφτά μέρες τη βδομάδα με ημερομίσθιο 7.000 δραχμές, εντατικοποίηση, τρομοκρατία και μόνο 101 ένσημα, όσα δηλαδή απαιτούνται για την εγγραφή στο Ταμείο Ανεργίας όταν τελειώνει η τουριστική περίοδος
Τη σκληρή αυτή πραγματικότητα είχαμε τη δυνατότητα να τη διαπιστώσουμε μέσα από τις περιοδείες μαζί με το βουλευτή του ΚΚΕ Π. Κοσιώνη, που έγιναν στα ξενοδοχεία «ΖΑΝΤΕ-ΛΟΥΗΣ-ΜΠΗΤΣ», «ΑΣΤΗΡ ΠΑΛΛΑΣ», «ΠΛΑΓΟΣ», «ΛΑΣΣΗ», «ΓΟΥΑΪΤ ΡΟΚΣ», «ΙΡΙΝΑ», «ΜΕΝΤΙΤΕΡΑΝΕ».
Οι εργαζόμενοι στα ξενοδοχεία όπου περιόδευσε ο Π. Κοσιώνης ήθελαν να μιλήσουν... αλλά δεν μπορούσαν, είτε γιατί ήταν μπροστά ο διευθυντής, είτε γιατί ο χρόνος ήταν περιορισμένος αφού η εντατικοποίηση της δουλιάς δεν επιτρέπει τέτοιες πολυτέλειες. Ιδιαίτερα αποκαλυπτική ήταν η συζήτηση για τις άθλιες συνθήκες εργασίας οι οποίες επικρατούν στο χώρο των ξενοδοχείων, που είχαμε με τον Θόδωρο Σαρακίνη, πρόεδρο του Σωματείου Ξενοδοχοϋπαλλήλων στη Ζάκυνθο, και τον Διονύση Συγούρο, πρόεδρο του Εργατικού Κέντρου του νησιού, οι οποίοι συνόδευσαν το βουλευτή στην περιοδεία.
«Οι χαμηλοί μισθοί, η συνεχής και αδιάλειπτη εργασία χωρίς ρεπό τους μήνες αιχμής αλλά και η τρομοκρατία είναι το τρίπτυχο που εφαρμόζουν κατά κόρον οι ιδιοκτήτες των ξενοδοχείων», λέει ο Θ. Σαρακίνης.
«Οι εργαζόμενοι που δουλεύουν στα ξενοδοχεία δεν πληρώνονται με τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας αλλά με πακέτα συμφωνιών μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου σε ατομική βάση. Οπως είναι φυσικό, οι εργασιακές σχέσεις που συνάπτονται λειτουργούν σε βάρος των εργαζομένων αφού οι εργοδότες στην προσπάθειά τους να αποσπάσουν το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος υποχρεώνουν, με την απειλή απόλυσης, σε δυσμενείς όρους εργασιακών σχέσεων. Ετσι οι ξενοδοχοϋπάλληλοι αναγκάζονται να δουλεύουν εφτά μέρες τη βδομάδα με 7.000 τη μέρα, κάτι που αποτελεί μια συνηθισμένη εργασιακή σχέση που μπορεί να συναντήσει κανείς στο νησί της Ζακύνθου», σημειώνει ο συνδικαλιστής, και συμπληρώνει: «Οταν ο εργάτης δουλεύει τέτοια εξαντλητικά ωράρια πώς είναι δυνατό να έχει μια φυσιολογική ζωή καθώς ούτε την εργατική του δύναμη δεν μπορεί να αναπληρώσει. Επιπλέον οι ξενοδόχοι δεν καταβάλλουν όλα τα ένσημα στο ΙΚΑ τα οποία πρέπει να είναι 160-170 περίπου, αλλά 101, ώστε να καλύπτεται το όριο που ζητείται για να είναι στο Ταμείο Ανεργίας το υπόλοιπο εξάμηνο, ενώ δεν καλυπτόμαστε από το Ταμείο Ξενοδοχοϋπαλλήλων (ΤΑΞΥ). Τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση δέχονται οι αλλοδαποί, οι οποίοι με την απειλή της απέλασης δουλεύουν καταπώς θέλει ο εργοδότης. Υπάρχουν εργαζόμενοι που είτε από άγνοια είτε από την πίεση που ασκεί ο εργοδότης υπογράφουν σε λευκό χαρτί ιδιωτική σύμβαση εργασίας, την οποία συμπληρώνει κατάλληλα ο εργοδότης. Οπως είναι φυσικό, οι εργοδότες παρεμποδίζουν τη συνδικαλιστική δράση του σωματείου ώστε να μην μπορούμε να ενημερώνουμε τους εργαζόμενους».
Ο πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Ζακύνθου, Διονύσης Συγούρος, από την πλευρά του επισημαίνει πως «η κυβέρνηση μαζί με τους ξενοδόχους έχουν μετατρέψει σε ναό της αυθαιρεσίας τις ξενοδοχειακές μονάδες του νησιού. Εχει καταπατηθεί κάθε έννοια εργατικού δικαιώματος και ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Μετά τις τελευταίες κυβερνητικές παρεμβάσεις με την ανοχή και την κάλυψη των κυβερνητικών και συνδικαλιστικών ηγεσιών εντάθηκε ακόμα περισσότερο η εκμετάλλευση των εργαζομένων», αναφέροντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τις καμαριέρες, οι οποίες τα προηγούμενα χρόνια καθάριζαν 13-16 δωμάτια και έχοντας μισθό περίπου 250.000 δραχμές, ενώ σήμερα τα δωμάτια που καθαρίζουν έχουν φτάσει τα 18-20 και μισθό που δεν ξεπερνά τις 210.000 δραχμές.
«Πέρα από την πολιτική της ενίσχυσης του κεφαλαίου και των πολυεθνικών η κυβέρνηση, μέσω των μηχανισμών της», σημειώνει ο Λ. Συγούρος, «αφήνει να προπορεύεται η ανατροπή των δικαιωμάτων των εργαζομένων, για να έρθει μετά η κυβέρνηση να τα νομοθετήσει για να τους παραδώσει ως εμπόρευμα στους ξενοδόχους.
»Οι κρατικές υπηρεσίες που έχουν δημιουργηθεί για την εξυπηρέτηση και υπεράσπιση των εργαζομένων, όπως το Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας και το ΙΚΑ, δε λειτουργούν κανονικά αφού οι μεν πρώτοι σπάνια εμφανίζονται στους χώρους εργασίας, ενώ το ΙΚΑ με το λίγο προσωπικό που διαθέτει δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τους εργαζόμενους», για να καταλήξει:
«Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής που έχει ευρύτερες συνέπειες στο νησί για τα φτωχά λαϊκά στρώματα είναι η Ζάκυνθος να έχει μετατραπεί σε γκέτο των πολυεθνικών, που μπροστά στη συσσώρευση του κέρδους δε διστάζουν να καταστρέψουν το φυσικό περιβάλλον, να μολύνουν τη θάλασσα με λύματα, να αλλοιώσουν με τον τρόπο τους τα ήθη και τα έθιμα του νησιού. Συνένοχοι σε αυτή την πολιτική είναι τόσο η νομαρχία όσο και ο δήμος, που δεν αντιδρούν και στην ουσία καλύπτουν και εξυπηρετούν τις ανάγκες των πολυεθνικών».