ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΑΕΙ - ΤΕΙ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΚΕ - ΚΝΕ
Η παραχάραξη της Ιστορίας στην υπηρεσία των σημερινών αναγκών του συστήματος

Εκδήλωση για τα 70 χρόνια από την ίδρυση του ΔΣΕ και την παραχάραξη της Ιστορίας στα πανεπιστήμια έγινε στις αρχές Δεκέμβρη, με ομιλήτρια την Αλ. Παπαρήγα, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ

Παρασκευή 23 Δεκέμβρη 2016

MotionTeam

Με μαζική συμμετοχή της σπουδάζουσας νεολαίας, αλλά και πανεπιστημιακών δασκάλων, εργαζομένων, πραγματοποιήθηκε στις αρχές Δεκέμβρη, στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας στη Θεσσαλονίκη, η εκδήλωση με θέμα «70 χρόνια από την ίδρυση του ΔΣΕ. Η παραχάραξη της Ιστορίας στα πανεπιστήμια. Μάθε την Αλήθεια, Πάλεψε γι' αυτήν» που διοργάνωσε η Τομεακή Οργάνωση ΑΕΙ - ΤΕΙ Κεντρικής Μακεδονίας του ΚΚΕ και η Περιφερειακή Οργάνωση ΑΕΙ της ΚΝΕ, με ομιλήτρια την Αλέκα Παπαρήγα, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ.

Η Αλέκα Παπαρήγα τόνισε ότι η παραχάραξη της Ιστορίας του ΚΚΕ αποτελεί εργαλείο στην υπηρεσία των σημερινών αναγκών του αστικού πολιτικού συστήματος. Αναφέρθηκε αναλυτικά στην έκδοση των Στάθη Ν. Καλύβα και Νίκου Μαραντζίδη με τίτλο «Εμφύλια πάθη: 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον εμφύλιο», που, όπως είπε, αποτελεί ένα πρόχειρο εγχειρίδιο προπαγάνδας με επαναλήψεις και αντιφάσεις κατά του ΚΚΕ όμοιο με τα «λυσάρια» που κυκλοφορούν στα σχολεία στους μαθητές του Γυμνασίου και του Λυκείου.

Μεταξύ άλλων, ανέφερε: «Εχοντας και οι δύο συνείδηση της ασυνήθιστης - για καθηγητές πανεπιστημίων - προπαγανδιστικού χαρακτήρα εργασίας τους προειδοποιούν ότι δεν είναι ιστορικοί, αλλά ενδιαφέρονται να κριθεί η ιστορική αυτή περίοδος από τη σκοπιά της λεγόμενης "μέσης οδού". Η λεγόμενη "μέση οδός" δικαιολογεί την παραχάραξη, τον εκλεκτικισμό, την αποσιώπηση, τις αναπόδεικτες εκτιμήσεις, την αποσπασματική έκθεση πραγματικών γεγονότων, ώστε το ψέμα να προσομοιάζει με την αντικειμενική αλήθεια.


Ορισμένες από τις αντιλήψεις των συγγραφέων εκφράζονται με πρωτοφανή ωμότητα, (...) ως το επίπεδο του χυδαίου όπως η θέση τους για το αν ήταν χρήσιμη ή όχι η αντίσταση στην Ελλάδα κατά της γερμανοϊταλικής και βουλγαρικής κατοχής, η επίσης προκλητική αντίληψή τους για το δοσιλογισμό. Οι δύο συγγραφείς δεν διστάζουν να μιλήσουν με συμπάθεια και επιείκεια για τους δοσίλογους, τους ταγματασφαλίτες και όλα τα άλλα κατακάθια. Είναι αποτέλεσμα της αντίληψής τους ότι η Εθνική Αντίσταση ήταν ένας "εθνικός μύθος", κατηγορούν μάλιστα δεξιούς και αριστερούς ιστορικούς που τον αναπαράγουν.

Στην πραγματικότητα, η "μέση οδός" που επικαλούνται δεν αφορά στα δύο στρατόπεδα της ταξικής πάλης, που φυσιολογικά υπήρχαν στην περίοδο της κατοχής και των μετέπειτα χρόνων. Η "μέση οδός" αφορά στην κριτική τοποθέτησή τους στις ενδοαστικές αντιθέσεις και ανταγωνισμούς, στο πολιτικό επίπεδο, ανάμεσα, επίσης, σε ιστορικούς επιστήμονες ως προς την εκτίμηση της περιόδου '40 - '49. Διαμάχες, που είχαν ως πρόσημο τη διαίρεση "φιλοβασιλικών και αντιβασιλικών" κομμάτων, "βενιζελικών και αντιβενιζελικών", ανάμεσα στο "σκότος της δεξιάς και στο φως της αριστεράς", ή ανάμεσα σε καθιερωμένους φιλελεύθερους επιστήμονες και νεότερους σοσιαλδημοκράτες, επίσης ευρωκομμουνιστές ιστορικούς, μετά το '74 ιδιαίτερα της 10ετίας του '80. Τότε, δηλαδή, που ο μετεμφυλιακός αντικομμουνισμός πέρασε σε σχετικά δεύτερη μοίρα και πήρε προβάδισμα το λαθρεμπόριο σε βάρος του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ.

Οταν επικρίνουν τη στάση των αστικών κομμάτων της περιόδου '40 - '49 για ορισμένες, όπως ισχυρίζονται, ακρότητες στην τακτική τους, ρίχνουν την πρώτη ευθύνη στο ΚΚΕ, στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ γιατί αυτοί, τάχα, προκάλεσαν τις ακρότητες. Οταν επικρίνουν φιλικές απόψεις υπέρ της ΕΑΜικής αντίστασης, ενώ ασκούν κριτική στη διαίρεση των πολιτών σε "εθνικόφρονες" και μη, δεν αναφέρονται καθόλου σε θέσεις του ΚΚΕ, αλλά στις απόψεις ιστορικών επιστημόνων που έχουν αφετηρία σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές θέσεις.

Ενα πράγμα, όμως, τους αναγνωρίζουμε, ότι και οι δύο συγγραφείς παραδέχονται την ύπαρξη της ταξικής πάλης σε συνθήκες εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, κάτι που δεν τολμάνε να το αναγνωρίσουν αστικά κόμματα, όπως και οι "μαρξίζοντες" οπορτουνιστές.

Δεν ανακάλυψαν την πυρίτιδα οι δύο συγγραφείς, μιλώντας για την ταξική πάλη σε συνθήκες εθνικοαπελευθερωτικού πολέμου και στη συνέχειά του. Η "εθνική ενότητα" και "ομοψυχία" που καλλιεργήθηκε και καλλιεργείται αποτελεί, εκτός των άλλων, το πέπλο συγκάλυψης της ταξικής διαπάλης. Η παραχάραξη της πραγματικότητας που κάνουν οι δυο τους στο συγκεκριμένο ζήτημα συνίσταται στην απόκρυψη ότι με την επιβολή της τριπλής φασιστικής κατοχής, η αστική τάξη με το σύνθημα της "εθνικής ενότητας" τοποθετήθηκε απολύτως εχθρικά κατά της εργατικής τάξης, του λαού, και βεβαίως στη συνέχεια έβαψε τα χέρια της με το αίμα του, αρχής γενομένης από τους κομμουνιστές. (...)

Στόχος να εμποδιστεί η ανάπτυξη της πολιτικής συνείδησης

Οι δύο συγγραφείς σε αρκετά σημεία της έκδοσης παρεμβαίνουν, μέσω κριτικής του παρελθόντος, στη μεταπολεμική διαμάχη ανάμεσα σε αστικές αντιλήψεις κολλημένες στο παρελθόν και στις εκσυγχρονιστικές αστικές αντιλήψεις, κατανοώντας την ανάγκη ότι έγκαιρα στην Ελλάδα έπρεπε να προχωρήσουν εκσυγχρονισμοί που ωφελούσαν το σύστημα και ήδη είχαν προωθηθεί σε άλλα ευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη, ενσωματώνοντας μάλιστα τη σοσιαλδημοκρατία, αλλά και Κομμουνιστικά Κόμματα.

(...) Υπάρχουν ορισμένες φράσεις μέσα στο βιβλίο που σαφώς προειδοποιούν άμεσα και έμμεσα ότι οι ενδοαστικές αντιθέσεις απειλούν τη σταθερότητα του αστικού πολιτικού συστήματος.

Οι δύο συγγραφείς ξέρουν καλά ότι δεν αρκεί, ούτε η ενότητα των αστικών δυνάμεων μπροστά στον κίνδυνο οι λαϊκές μάζες να πάρουν την πρωτοβουλία στα χέρια τους, γι' αυτό έγκαιρα, πρέπει να παρθούν μέτρα, ώστε να εμποδιστεί η ανάπτυξη της πολιτικής συνείδησης, πριν είναι αργά, με κάθε μέσο, και με την παραχάραξη, διαστρέβλωση, την ιδεολογική τρομοκρατία.

Στις μέρες μας, γινόμαστε μάρτυρες εκτεταμένης διεθνούς συζήτησης που παίρνει και τη μορφή έντονης αντιπαράθεσης ανάμεσα σε αστούς επιστήμονες και ιδιαίτερα επώνυμες, σχολές, τάσεις, τις λεγόμενες "δεξαμενές σκέψης", που ασχολούνται με την πορεία της καπιταλιστικής οικονομίας και τη σταθερότητα του αστικού πολιτικού συστήματος. Στο επίκεντρο της αγωνίας είναι η επιβράδυνση της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομίας, οι αντιφάσεις που τη χαρακτηρίζουν.

Το ζήτημα όμως είναι ότι δεν πρόκειται για αντιφάσεις που τις προκαλεί η ανεπιτυχής πολιτική των αστικών κυβερνήσεων, η μια ή άλλη συνταγή διαχείρισης. Πρόκειται για αντιφάσεις σύμφυτες με το καπιταλιστικό κοινωνικό σύστημα την εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Επομένως, καμία συνταγή δεν είναι πανάκεια, ακόμα και αν αμβλύνει ορισμένα προβλήματα, τελικά θα έχει σχετικά σύντομη ή και πολύ σύντομη ημερομηνία λήξης. Εννοείται, βέβαια, ότι οι συνταγές που συζητούνται δεν αφορούν στη βελτίωση της ζωής των λαών, των εργαζομένων, αφορούν στα καθολικά συμφέροντα του συστήματος με το λαό στη θέση, όπως πάντα, του θύματος, που πρέπει να χειραγωγηθεί και να ζει στην παθητικότητα και με αδράνεια σκέψης.

Οι δύο συγγραφείς αδίστακτα υιοθετούν στο βιβλίο τους τη θέση ότι ακόμα και σε συνθήκες ξενικής κατοχής δεν έχει νόημα να υπάρχει λαϊκή ένοπλη απελευθερωτική πάλη, γιατί ο αγώνας είναι επιζήμιος, απαιτεί θυσίες, άρα οι "επάνω" θα αποφασίσουν πώς θα ζήσουν οι "κάτω".

Με ωμότητα γράφουν ότι ο ΕΑΜικός αγώνας ήταν αχρείαστος και επιζήμιος γιατί είχε περισσότερους νεκρούς από ό,τι είχαν οι δυνάμεις κατοχής στην Ελλάδα. Αχρείαστος γιατί, έτσι και αλλιώς, όπως γράφουν, ο γερμανικός στρατός θα έφευγε από την Ελλάδα, καθώς είχε συντριπτικές απώλειες στο έδαφος της Σοβιετικής Ενωσης.

Φθάνουν στο σημείο να δίνουν όχι μόνο συγχωροχάρτι στον δοσιλογισμό, αλλά να αποδίδουν την ύπαρξη και ανάπτυξή του στο ρόλο του ΕΑΜ, να εξισώνουν τους κομμουνιστές με τους ταγματασφαλίτες. Αν, δηλαδή, δεν υπήρχε το ΕΑΜ δεν θα υπήρχαν οι δοσίλογοι και οι ταγματασφαλίτες.

Ζητούμενο των κυβερνήσεων ήταν η σταθεροποίηση της κλονισμένης αστικής εξουσίας

Εξωραΐζουν το ρόλο των ελληνικών κατοχικών κυβερνήσεων και η μόνη κριτική που τους κάνουν είναι ότι δεν έλυσαν ορισμένα ζητήματα διατροφής του ελληνικού λαού και άφησαν το ζήτημα στο ΕΑΜ - ΕΛΑΣ να δώσει τη μάχη της σοδειάς κατά της πείνας. Αναφέρουν ότι το ΕΑΜικό κίνημα φούντωσε γιατί οι αστικές πολιτικές δυνάμεις δεν ήταν ενωμένες μεταξύ τους, ενώ αντίθετα υποδείχνουν ότι όταν αυτές, μετά τον πόλεμο, ενώθηκαν κατάφεραν στην πορεία με τη στρατιωτική βοήθεια των ιμπεριαλιστών συμμάχων τους να οδηγήσουν σε ήττα τον ένοπλο λαϊκό στρατό του ΔΣΕ.

(...) Ως κέντρο αντίστασης αναγορεύουν την "εξόριστη", όπως ονομάζουν, ελληνική κυβέρνηση, τον "εξόριστο" βασιλιά στο Λονδίνο. Κέντρο οπωσδήποτε αποτελούσε η ελληνική κυβέρνηση, προετοιμασίας τσακίσματος του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης, του ΚΚΕ, για να ξανακερδίσει την κλονισμένη λόγω πολέμου εξουσία της.

(...) Το ποιος ήταν ο ρόλος της δήθεν εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης που φυλάσσονταν ως κόρη οφθαλμού από τους συμμάχους της Αγγλους αποκαλύπτεται και από το τι συνέβη στις χώρες όπου ήταν στρατοπεδευμένες οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, μακριά δηλαδή από το ελληνικό μέτωπο του πολέμου, στην Αίγυπτο, στη Συρία, στο Λίβανο, στην Παλαιστίνη.

(...) Τον Απρίλη και Μάη του '44 ελληνικά στρατιωτικά κυβερνητικά τμήματα, με τη συνδρομή των βρετανικών δυνάμεων, οργάνωσαν επιχείρηση κατά των δημοκρατικών τμημάτων του στρατού και οδήγησαν χιλιάδες αξιωματικούς, οπλίτες και ναύτες, αεροπόρους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Πάνω από 14.000 ήταν οι εξεγερθέντες. Στις 30 Ιούνη του 1944 οι 6.700 κρατούμενοι του στρατοπέδου της Μπαρντία ζήτησαν από την κυβέρνηση Τσόρτσιλ να αναγνωριστούν ως στρατός του ΕΛΑΣ και στο υπόμνημα μάλιστα που έστειλαν υπέγραφαν ως οπλίτες του ΕΛΑΣ. Μια σειρά αγωνιστές στα γεγονότα της Μέσης Ανατολής αργότερα εκτελέστηκαν.

Συκοφαντούν το χθες για να προλάβουν "τους σεισμούς που θα έρθουν"

Δεν περίμενε κανείς ότι η "μέση οδός" που τάχα ακολουθούν οι δύο συγγραφείς θα έφερνε κάποια διαφορετική τοποθέτηση ως προς τις συνθήκες που οδήγησαν στη συγκρότηση του ΔΣΕ και την τρίχρονη εμφύλια ταξική πάλη. Καταρχάς την περίοδο της "Λευκής Τρομοκρατίας" που ακολούθησε τη συμφωνία της Βάρκιζας (στην οποία ως γνωστό το Κόμμα μας έκανε αδικαιολόγητη υποχώρηση) και κατά την οποία η αστική τάξη έβαλε στόχο την καθολική εξόντωση των κομμουνιστών, τον πλήρη ευτελισμό της Εθνικής Αντίστασης, την ονομάζουν πορεία προς τη δημοκρατική ομαλότητα.

(...) Μετά το Δεκέμβρη και τη συμφωνία της Βάρκιζας παρέμειναν στην Ελλάδα περίπου 20.000 από τις 50.000 βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις που είχαν έλθει με πρόσκληση της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου για να τσακίσουν την ηρωική αντίσταση των 33 ημερών του Δεκέμβρη. Αντί να γίνει εκκαθάριση στρατού από τους δοσίλογους διώχθηκαν οι ΕΑΜίτες και οι ΕΛΑΣίτες. Ο νέος αστικός στρατός που συγκροτήθηκε μετά τον πόλεμο στηριζόταν στην εγκληματική Ορεινή Ταξιαρχία, στον Ιερό Λόχο, στους λεγόμενους "εθνικόφρονες", στους ταγματασφαλίτες, παλιές και νέες παρακρατικές συμμορίες, σε κατακάθια.

(...) Οταν επιλέχθηκε η ένοπλη πάλη, ο απολογισμός των θυμάτων αγωνιστών και αγωνιστριών ήταν: Νεκροί 1.192, τραυματίες 6.413, συλληφθέντες 70.000, βιασμένες γυναίκες 165, είχαν γίνει 6.567 ληστείες, δρούσαν 166 συμμορίες, ενώ οι παράνομοι οπλοφορούντες δολοφόνοι ήταν 20.000.

Υστερα από τέτοια στοιχεία που τα αναγνώριζαν και οι ελληνικές κυβερνήσεις, δίνοντας βέβαια τις γνωστές τους δικαιολογίες, οι κ.κ. Μαρατζίδης και Καλύβας έχουν το θράσος να αναφέρουν ως πηγή της ταξικής εμφύλιας αναμέτρησης τις ευθύνες των "δύο άκρων", της δεξιάς και της αριστεράς, κρύβοντας ότι η πραγματική αντίθεση στο πολιτικό επίπεδο ήταν ανάμεσα στο ΚΚΕ και όλα τα αστικά κόμματα, ότι η αντίθεση είχε πάρει τη μορφή "ζωή ή θάνατος". Φτάνουν στο σημείο να εμφανίζουν τον ΔΣΕ ως ένα στρατό που βασιζόταν στα πελατειακά δίκτυα και στην βίαιη στρατολόγηση ανδρών και γυναικών, ένα στρατό που ζούσε από το πλιάτσικο, από τις κλοπές, τις βιαιοπραγίες κατά απλών πολιτών κ.λπ.

Η επίθεση και η σπίλωση του ΔΣΕ, με όλες τις αντικομμουνιστικές παραλλαγές της, δεν γίνεται αποκλειστικά και μόνο για τη συσκότιση της Ιστορίας. Γίνεται και για σύγχρονους λόγους, καθώς η αστική τάξη και οι απολογητές της ξέρουν ότι σε επαναστατικές συνθήκες η αστική κρατική εξουσία βρίσκεται αντιμέτωπη με τον πραγματικό κίνδυνο, της ανατροπής της. Συκοφαντούν το χθες για να προλάβουν, έτσι νομίζουν, τους σεισμούς που θα έλθουν, για να θυμίσουμε τα λόγια του Μπρεχτ».