ΣΥΓΚΥΒΕΡΝΗΣΗ - ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ
Σταθερά στο «μενού» το τσάκισμα εργασιακών - ασφαλιστικών δικαιωμάτων και Πρόνοιας

Στην ατζέντα του επερχόμενου Γιούρογκρουπ κυριαρχεί η θεματική συζήτηση για τη «βιωσιμότητα» των συνταξιοδοτικών συστημάτων

Τετάρτη 15 Μάρτη 2017

Eurokinissi

Στιγμιότυπο από το Γιούρογκρουπ του Φλεβάρη
Με αφετηρία τη συμφωνία - απόφαση στο συμβούλιο Γιούρογκρουπ στις 20 Φλεβάρη, συνεχίζονται τα παζάρια της συγκυβέρνησης με το κουαρτέτο, ενώ στην επίσημη ατζέντα της προσεχούς συνεδρίασης (20 Μάρτη) περιλαμβάνεται η συζήτηση γύρω από την «πρόοδο» που έχει συντελεστεί στη συνέχεια, τόσο στο πλαίσιο των πρόσφατων συζητήσεων στην Αθήνα, όσο και μέσω των τηλεδιασκέψεων.

Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «οι θεσμοί (Κομισιόν, ΕΚΤ, ΔΝΤ και ESM) και ο Ελληνας υπουργός Οικονομικών αναμένεται να αναφερθούν στην πρόοδο που επετεύχθη προς την κατεύθυνση της ολοκλήρωσης της συμφωνίας σε τεχνικό επίπεδο σχετικά με τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις». Παράλληλα, η ατζέντα της συνεδρίασης αναφέρει ότι η «ολοκληρωμένη αξιολόγηση» αποτελεί «προϋπόθεση για την εκταμίευση περαιτέρω δόσης από τους πόρους του προγράμματος».

Στο επίκεντρο εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα

Την ίδια ώρα, στην ατζέντα της συνεδρίασης κυριαρχεί η «θεματική συζήτηση» για τη βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων στα κράτη της Ευρωζώνης, ζήτημα που βρίσκεται σταθερά στο τραπέζι και των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης. Μάλιστα, σε συνεδρίαση τον Ιούνη του 2016 τόνιζαν πως «η επιτυχία των συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων εξαρτάται από παράγοντες όπως οι αποτελεσματικές πολιτικές για την αγορά εργασίας», συνδέοντας, δηλαδή, τη «βιωσιμότητα» των ασφαλιστικών συστημάτων με το ζήτημα της διαμόρφωσης ολοένα και περισσότερο «ευέλικτων» σχέσεων εργασίας, καθώς και με τον «περιορισμό των δυνατοτήτων για πρόωρη έξοδο του εργατικού δυναμικού». Μάλιστα, με φόντο τους μελλοντικούς «δημοσιονομικούς κινδύνους», εστιάζουν στον παράγοντα της λεγόμενης «δημογραφικής γήρανσης». Ουσιαστικά, πρόκειται για το ζήτημα των «βέλτιστων πρακτικών» στην ΕΕ, που, με τη σειρά τους, θα γίνονται ολοένα και χειρότερες για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα και αυτό ανεξάρτητα από την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας και των ρυθμών ανάκαμψης ή πτώσης του παραγόμενου ΑΕΠ.

Σε αυτό το πλαίσιο, είναι φανερό το γεγονός ότι η συζήτηση για τα επόμενα χτυπήματα στα Εργασιακά στην Ελλάδα, με αφορμή τη δεύτερη «αξιολόγηση», είναι άρρηκτα δεμένη με τις γενικότερες αντιλαϊκές διεργασίες και με τα παζάρια σε επίπεδο Ευρωζώνης.

Οι παρεμβάσεις αυτές έρχονται να «δέσουν» και με την πρόσφατη δέσμη προτάσεων των Ευρωπαίων βιομηχάνων της «Βusiness Europe». Θυμίζουμε, ότι, μεταξύ αυτών, περιλαμβάνεται η παραμονή στην εργασία για «μακρύτερο χρονικό διάστημα», ώστε να διασφαλίζεται η «βιωσιμότητα» του ασφαλιστικού συστήματος, ο «εξορθολογισμός» του ρυθμιστικού περιβάλλοντος εργασίας, ώστε να γίνει «πιο απλό, ευέλικτο και σαφές», η διεύρυνση της «ευελιξίας» και βέβαια η κλιμάκωση σειράς αναδιαρθρώσεων με κατεύθυνση την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού κεφαλαίου «σε σχέση με τις άλλες μεγάλες οικονομίες του πλανήτη».

Με πλεονάσματα η αντιλαϊκή πολιτική

Την ίδια ώρα, η πορεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού για το 2017, συντίθεται από τη συνεχιζόμενη διάλυση της γκάμας των κρατικών κονδυλίων που αφορούν στην κάλυψη ακόμη και στοιχειωδών αναγκών της λαϊκής οικογένειας καθώς και από τη συνεχιζόμενη απογείωση των αντιλαϊκών φόρων, στους οποίους από την 1η Γενάρη προστέθηκαν οι νέες τρανταχτές ανατιμήσεις σε μια σειρά από ειδικούς φόρους κατανάλωσης.

Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, που αφορούν στο δίμηνο Γενάρη - Φλεβάρη 2017:

Οι δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού (χωρίς το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων) καρατομήθηκαν στα 7,7 δισ. ευρώ (από 8,1 δισ. ευρώ), δηλαδή κατά ακόμη 400 εκατ. μέσα στο α' δίμηνο ή σε ποσοστό 4,9%. Το σύνολο των κρατικών δαπανών (μαζί με το ΠΔΕ) εμφανίζεται στα 7,9 δισ. ευρώ (από 8,49 δισ. πέρσι).

Να σημειωθεί ότι τα αναλυτικά στοιχεία, όπως για τα ποσά των επιχορηγήσεων σε ασφαλιστικά ταμεία, τα κονδύλια για κοινωνική προστασία κ.ά., θα δημοσιοποιηθούν με προσεχή ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών, ωστόσο είναι φανερό το γεγονός ότι το «σφαγείο» παίρνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις...

Τα κρατικά έσοδα (τακτικός προϋπολογισμός) καταγράφονται στα 7,98 δισ. ευρώ και μάλιστα με «υπέρβαση» από το στόχο που έχει τεθεί κατά 198 εκατ. ευρώ. Στην εξέλιξη αυτή, συνέβαλε και το αυξημένο μέρισμα που απέδωσε στο Δημόσιο η Τράπεζα της Ελλάδας, το οποίο δεν συγκαταλέγεται στα «μόνιμα, επαναλαμβανόμενης απόδοσης» αντιλαϊκά μέτρα που παζαρεύει η συγκυβέρνηση με το κουαρτέτο. Το σύνολο των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού καταγράφεται στα 8,3 δισ. ευρώ.

Ως «επιστέγασμα» των εξελίξεων αυτών, το λεγόμενο πρωτογενές πλεόνασμα απεικονίζεται στα 2,1 δισ. ευρώ, και μάλιστα με «υπέρβαση» από τον αντιλαϊκό στόχο ύψους 864 εκατ. ευρώ, που βέβαια αποτελεί το αντιλαϊκό «ατού» της συγκυβέρνησης στα παζάρια της με το κουαρτέτο.

Να σημειωθεί ότι στο εμφανιζόμενο «πρωτογενές πλεόνασμα», όπως αυτό απεικονίζεται με τους όρους του μνημονίου, δεν περιλαμβάνονται κρατικές δαπάνες όπως αυτές για την αποπληρωμή των τόκων εξυπηρέτησης του κρατικού χρέους, που διαμορφώθηκαν στο α' δίμηνο σε περίπου 1,7 δισ. ευρώ.

Στο επίκεντρο τα «κόκκινα» δάνεια

Το ζήτημα της διαχείρισης των «κόκκινων» τραπεζικών δανείων βρέθηκε στο επίκεντρο των συναντήσεων που είχε στην Αθήνα η επικεφαλής του εποπτικού βραχίονα (SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Ντ. Νουί, με τις διοικήσεις της Τράπεζας της Ελλάδας και των «συστημικών» τραπεζών.

Σύμφωνα με την ίδια, «η κατάσταση των ελληνικών τραπεζών έχει βελτιωθεί αισθητά και ουσιαστικά τα τελευταία δύο χρόνια, τόσο σε όρους κεφαλαιακής επάρκειας όσο και σε όρους διοίκησης». Στο εξής, όπως τόνισε, η «πρόκληση είναι να αντιμετωπιστούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια», με επόμενο βήμα το «νέο νομικό πλαίσιο» που αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή, δηλαδή τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης επιχειρηματικών οφειλών, που αφορά σε προβληματικές και ταυτόχρονα βιώσιμες επιχειρήσεις.

Την ίδια ώρα, η χρηματοδότηση των εγχώριων τραπεζών μέσω του «έκτακτου μηχανισμού ρευστότητας» (ELA) αυξήθηκε το Φλεβάρη κατά 300 εκατ. ευρώ, στα 43,1 δισ. ευρώ, από 42,8 δισ. ευρώ το Γενάρη.

Πρόκειται για σχετικά ακριβή πηγή χρηματοδότησης με υψηλότερα επιτόκια, λόγω έλλειψης πρόσβασης σε άλλες πηγές άντλησης ρευστότητας. Η εν λόγω εξέλιξη αξιοποιείται στην κατεύθυνση του άμεσου κλεισίματος της «αξιολόγησης». Μάλιστα, έχει αρχίσει να γίνεται λόγος και για το ενδεχόμενο ενίσχυσης των κεφαλαιακών ελέγχων (capital control), προκειμένου να αποτραπούν φαινόμενα εκροής καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα.